Φέτος, λέει, οι ακάλυπτες επιταγές θα είναι 200% περισσότερες από πέρυσι. Για να γουστάρουμε λοιπόν όλοι, καλοπληρωτές και κακοπληρωτές, ας ακούσουμε την ιστορία των τριών μπαταχτσήδων.
Φέτος, λέει, οι ακάλυπτες επιταγές θα είναι 200% περισσότερες από πέρυσι. Για να γουστάρουμε λοιπόν όλοι, καλοπληρωτές και κακοπληρωτές, ας ακούσουμε την ιστορία των τριών μπαταχτσήδων. Ήτανε λοιπόν τρεις μεγάλοι μπαταχτσήδες, οι πιο μεγάλοι της Πόλης. Μια μέρα, που δεν είχαν φράγκο (όπως τις άλλες μέρες δηλαδή, γιατί ποτέ δεν είχαν φράγκο), λέει ο πρώτος μπαταχτσής: «Βρε παιδιά, πώς θα γίνει σήμερα να φάμε και να πιούμε μέχρι σκασμού και να περάσουμε καλά χωρίς να πληρώσουμε μία; Εγώ θα αναλάβω να βρω ψάρια πρώτα, συναγρίδες.» «Εντάξει», λέει ο δεύτερος, «εγώ θα βρω φρέσκο ψωμί». «Και εγώ», λέει ο τρίτος «θα κανονίσω να βρω ξενοδοχείο και σερβιτόρες και κρασιά και απ’ όλα τα καλά.»
Πάει λοιπόν ο πρώτος μπαταχτσής και βρίσκει τον καλύτερο ψαρά της Πόλης. «Θέλω ψάρια συναγρίδες, τα καλύτερα που έχεις», του λέει. «Ό,τι προστάξεις αφεντικό», λέει ο ψαράς και σκέφτεται να χρεώσει τρία γρόσια το κιλό. «Όμως», λέει ο μπαταχτσής στον ψαρά, «δεν έχω ψιλά πάνω μου, έχω μόνο χρυσές λίρες. Πες του δούλου σου να έρθει μαζί μου για να βαστάει τα ψάρια μέχρι το σπίτι μου και εκεί θα τον πληρώσω.» Έρχεται λοιπόν ο δούλος με τα ψάρια και πάει μαζί με τον μπαταχτσή. Στο δρόμο βρίσκουν μια εκκλησία. «Περίμενε εδώ», λέει ο μπαταχτσής του δούλου, «να μπω μέσα στην εκκλησία, να αλλάξω τις λίρες σε ψιλά να σε πληρώσω.» Μπαίνει μέσα στην εκκλησία και βρίσκει τον παπά. «Παπά μου», λέει ο πονηρός μπαταχτσής, «απ’ έξω σού έχω φέρει ένα παλαβό παιδί που θέλει διάβασμα. Δεν είναι καλά στα μυαλά του, θέλει εξορκισμό. Διάβασέ τον και θα σε πληρώσω.» «Μισό λεφτό», απαντάει ο παπάς, «να πάρω την αγιαστούρα μου και βγαίνω.» Μέχρι να βγει ο παπάς, πάει ο μπαταχτσής και βρίσκει το δούλο του ψαρά. «Δώσε μου μικρέ τα ψάρια και σε λίγο θα έρθει ο παπάς να σε πληρώσει.» Παίρνει τα ψάρια ο μπαταχτσής και γίνεται άφαντος. Σε λίγο βγαίνει ο παπάς, του λέει ο δούλος: «Πλήρωσέ με για τα ψάρια.» «Ποια ψάρια;», ρωτάει ο παπάς. «Εσύ παιδί μου είσαι πραγματικά δαιμονισμένος. Κάτσε ήσυχα να σου διαβάσω την ευχή. Και πιάνονται στον καβγά ο πάπας και ο δούλος.
Πάμε στο δεύτερο μπαταχτσή που έπρεπε να βρει ψωμί. Μπαίνει φουριόζος μέσα σε ένα φούρνο και λέει αμέσως του φούρναρη. «Εγώ σου χρωστώ δυο λίρες.» Λέει ο φούρναρης: «Εσύ δε μου χρωστάς τίποτα, εγώ ούτε που σε ξέρω.» «Βρε εγώ είμαι που σου χρωστώ δυο λίρες. Δώσε μου δυο κιλά ψωμί και στα πληρώνω όλα μαζί αύριο.» Ο ψωμάς που ήταν πλεονέκτης, σκέφτηκε από μέσα του. «Βρε, αυτός λάθος κάνει, αλλά εμένα με συμφέρει. Να του δώσω το ψωμί και αύριο μου δίνει και τις δυο λίρες, κέρδος από το τίποτα.» Παίρνει το ψωμί ο δεύτερος μπαταχτσής και φεύγει.
Ο τρίτος είχε ήδη κανονίσει ξενοδοχείο και είχε πει του ξενοδόχου να φέρει μουσική και παιχνίδια και κοπέλες να σερβίρουν τα καλύτερα κρασιά. Πάνε λοιπόν το βράδυ και οι τρεις μπαταχτσήδες στο ξενοδοχείο και τρων και πίνουν τα ψάρια και τα ψωμιά και χαίρονται τις μουσικές και τα παιχνίδια και τις κοπέλες. Όταν όμως ήρθε η ώρα του λογαριασμού, άρχισαν τάχα να τσακώνονται για το ποιος θα πληρώσει. Έσπαγαν ποτήρια και πιάτα και αναποδογύριζαν τραπέζια. «Αδέρφια», έλεγε ο πρώτος, «εγώ θα πλερώσω και μη λέτε άλλα λόγια.» «Σταυραδέρφια», έλεγε ο δεύτερος φωνάζοντας περισσότερο, «δικός μου είναι ο λογαριασμός, γιατί θα σφαχτούμε», τα ίδια έλεγε και ο τρίτος. Ο ξενοδόχος ακούει φασαρία και στέλνει το δούλο του να δει τι γίνεται. «Τσακωνόμαστε για το ποιος θα πληρώσει», του λένε οι μπαταχτσήδες. Ο δούλος δεν ήξερε τι να κάνει. «Άκου», λέει ο τρίτος μπαταχτσής. «Θα σου δέσουμε, δούλε, τα μάτια με ένα πανί. Θα σκορπιστούμε οι τρεις στο δωμάτιο και όποιον αγγίξεις πρώτο, αυτός θα πληρώσει. Ας αφήσουμε την τύχη να αποφασίσει.» Συμφώνησε ο δούλος και του δένουν τα μάτια. Μέχρι όμως να τους βρει, οι τρεις μπαταχτσήδες είχαν γίνει καπνός, άφαντοι και μην τους είδατε.
Αυτά λοιπόν. Ούτε εγώ ήμουν εκεί, ούτε εσείς να το πιστέψετε.
(Ελεύθερη αναδιήγηση παραμυθιού από την ανθολογία λαϊκών αφηγήσεων, «Το Φιδόδεντρο» που επιμελήθηκε ο Κώστας Καφαντάρης για τις εκδόσεις «Οδυσσέας»)
Ο Γιώργος Τυρίκος- Εργάς είναι φιλόλογος με D.E.A. στη συγκριτική λογοτεχνία, υποψήφιος διδάκτορας Λαογραφίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.