Το χειμώνα τού 1978, γνώρισα στην Αθήνα, στο σπίτι του Στέλιου Τζελαηδή στα Κάτω Πατήσια, το Νίκο Καλαϊτζή ή Μπινταγιάλα σαντούρι, τον Τάσο Κουλούρη βιολί και το Χρήστο Παπανικολάου κιθάρα. Έκαναν πρόβες για να ηχογραφήσουν αργότερα σε τρεις κασέτες παραδοσιακούς σκοπούς και τραγούδια της Λέσβου.
Το χειμώνα τού 1978, γνώρισα στην Αθήνα, στο σπίτι του Στέλιου Τζελαηδή στα Κάτω Πατήσια, το Νίκο Καλαϊτζή ή Μπινταγιάλα σαντούρι, τον Τάσο Κουλούρη βιολί και το Χρήστο Παπανικολάου κιθάρα. Έκαναν πρόβες για να ηχογραφήσουν αργότερα σε τρεις κασέτες παραδοσιακούς σκοπούς και τραγούδια της Λέσβου, «Τα μυτιληνιά μας 1 - 3» 1979 - 1980, για λογαριασμό του Συλλόγου Μανταμαδιωτών Λέσβου «Ο Ταξιάρχης».
Εγώ είχα ξεκινήσει μαθήματα σαντουριού το Μάιο του 1978 με δάσκαλο τον Τάσο Διακογιώργη. Εκεί γνώρισα το Στέλιο Τζελαηδή. Μου μίλησε για τις ηχογραφήσεις που ήθελε να κάνει ο Σύλλογος και πως ξεκίνησε μαθήματα σαντουριού για να μάθει και να βοηθήσει στις ηχογραφήσεις. Όμως, σε κάποια από κοινού εκδήλωση του Συλλόγου και της ΟΛΣΑ (σαντούρι έπαιξε ο δάσκαλός μας Τάσος Διακογιώργης, κιθάρα ο Σπανέλης που ήταν απ’ το Μανταμάδο), «φέρανε και κάποιο μουσικό από τον Πολιχνίτο, κάποιο Τάσο Κουλούρη...» που έπαιξε βιολί. Μετά την εκδήλωση, ο Κουλούρης είπε στον Τζελαηδή: «Έχω και δύο φίλους μουσικούς που παίζαμε μαζί από μικροί. Καμμιά μέρα θα τους φέρω.» «Την άλλη μέρα, να τους. Ο Τάσος με το Νίκο το Μπενταγιάλα και το Χρήστο τον Παπανικολάου.»
Ο Τζελαηδής είχε στο σπίτι του σαντούρι, το είχε κατασκευάσει ο ίδιος. Ο Μπινταγιάλας αναφέρει: «Κάθισε λοιπόν από τη μία πλευρά ο Χρήστος και ο Τάσος από την άλλη, με πήραν εμένα τα δάκρυα να ακούσω σαντούρι μετά από τόσα χρόνια (25). Γράψαμε μια δοκιμαστική κασέτα που την κρατάω ακόμα.»… Προχώρησαν οι πρόβες και έγιναν οι ηχογραφήσεις στο σπίτι του Μπινταγιάλα με «ηχολήπτη» το Στέλιο Τζελαηδή. Σε λίγο καιρό κυκλοφόρησαν «Τα μυτιληνιά μας».
«Τραγούδια Μυτιλήνης και Χίου» (SDNM 110), είχε εκδώσει και ο «Σύλλογος προς διάδοσιν της Εθνικής μουσικής» σε δίσκο βινυλίου το 1974. Εγώ δεν είχα πικ-απ για να τον ακούσω και οι κασέτες με «Τα μυτιληνιά μας» ήταν το καλύτερο βοήθημα. Αυτές τις κασέτες τις άκουσε και ο δάσκαλός μου, Τάσος Διακογιώργης, και από αυτές μού έγραφε τραγούδια και σκοπούς στο πεντάγραμμο για να τα μαθαίνω. Θαύμαζε την όμορφη ηχογράφηση και τους εξαίρετους μουσικούς, τη μαγεία των σκοπών. Ζήτησε απ’ τον Τζελαηδή να του γνωρίσει το σαντουριέρη, το Νίκο Καλαϊτζή. Έτσι και έγινε. Μια μέρα πήγαμε και οι τρεις στο σπίτι του Μπινταγιάλα. Ο μπάρμπα Νίκος θυμάται: «… Ρώτησε (ο Διακογιώργης) ποιος παίζει σαντούρι. Του είπανε “ο Μπινταγιάλας, το είχε παρατήσει 25 χρόνια και το ξανάπιασε”. “Τι λέτε, ρε παιδιά! θέλω να τον γνωρίσω αυτό τον άνθρωπο.” Πράγματι ήρθε στο σπίτι μου στα Λιόσια, γνωριστήκαμε.»
Ο Τζελαηδής επισκεπτόταν τακτικά τον Μπινταγιάλα και κάποιες φορές με πήρε μαζί του. Το Φλεβάρη τού 1980 ζήτησα απ’ τον Μπινταγιάλα να μου γράψει ταξίμια. Η βιντεοσκόπηση έγινε από το Στέλιο Τζελαηδή και είναι μια τρίλεπτη ηχογράφηση.
Στις 30/3/1980 τού πήρα και την πρώτη μου συνέντευξη. Μάζευα πληροφορίες για την ιστορία του σαντουριού. Έτσι μαγνητοφώνησα λίγα λόγια για το σαντούρι στο νησί μας και για τη δική του ενασχόληση με το όργανο.
Από εκδήλωση του Συλλόγου Μεσοτοπιτών για το Νίκο Καλαϊτζή - Μπινταγιάλα (Δεκέμβριος 2008) (πάνω). Ο Δημήτρης Κοφτερός με τον Μπινταγιάλα (Δεκέμβριος 2003)
Για τον ίδιο σκοπό ζήτησα πληροφορίες από το μουσικολόγο Μάρκο Δραγούμη και του πήγα δώρο τις δυο πρώτες κασέτες με «Τα μυτιληνιά μας». Ενθουσιάστηκε με την ποιότητα της ηχογράφησης, το δέσιμο των μουσικών, αλλά και με το ιδιαίτερο παίξιμο του σαντουριέρη.
Πήγαινα πού και πού στο σπίτι του, μιλάγαμε στο τηλέφωνο, δημιουργήθηκε δηλαδή μια φιλική σχέση. Η επικοινωνία έγινε πιο τακτική και δυνάμωσε απ’ το παρακάτω περιστατικό. Κάποιος φίλος μου, ο Πέτρος ο Κόντος που καταγόταν απ’ την Πάνω Αγόριανη και έπαιζε λίγο σαντούρι, μου ζήτησε να τον βοηθήσω να φτιάξει σαντούρι. Έτσι και έγινε. Τον βοήθησα, έφτιαξε ένα για τον ίδιο και ένα για μένα και στη συνέχεια ασχολήθηκε συστηματικά με την κατασκευή. Έκανε αρκετά σαντούρια, αλλά δυστυχώς έφυγε απ’ τη ζωή χωρίς να προλάβει να τα τελειώσει. Μου είπαν να τα αγοράσω και να τα τελειώσω. Πήρα δυο - τρία και ενημέρωσα τον μπάρμπα Νίκο μήπως ήθελε να αγοράσει κι εκείνος μερικά σκαριά. Μου είπε, «αν με βοηθήσεις να πάρω». Του έδειξα πώς θα σχεδιάζει τη θέση των κλειδιών και καρφιών στα μπαλκόνια και πώς θα κάνει τις τρύπες. Τρυπήσαμε παρέα ένα - δυο σαντούρια και συνέχισε μόνος του.
Η συχνή επικοινωνία μάς έφερε πιο κοντά. Τον αποκαλούσα μπάρμπα Νίκο, έπαιρνε το βιολί και παίζαμε παρέα. «Μπινταγιαλίσκου είνι μάθητου». Του ζήτησα πληροφορίες για τους δρόμους, τα ταξίμια, το κούρδισμα. Το 1995 τον πήρα και πήγαμε σε ένα στούντιο και μου ηχογράφησε διάφορα ταξίμια κ.ά.. Την ίδια χρονιά μου έδωσε και μια κασέτα με μια μελωδική άσκηση «έλεγχος του κουρδίσματος του σαντουριού».
Κουλούρης, Καλαϊτζής και Παπανικολάου στα Λιόσια, τον Απρίλιο του 1979
Μου εξήγησε αναλυτικά «τα περάσματα» από συγχορδία σε συγχορδία. Μου έλεγε ιστορίες απ’ τα παλιά, και κάποιες φορές το στρώσαμε για τα καλά στο πιοτό. Μου εμπιστεύθηκε το φωτογραφικό του αρχείο, έβγαλα αντίγραφα και του το επέστρεψα. Κάθε φορά που ηχογραφούσε κάτι καινούργιο, μια κασέτα, ένα CD, με ενημέρωνε, μου το έδινε, το αγόραζα. «Πέρασ’ το», μου έλεγε. Αρκετές είναι και οι φορές που παίξαμε παρέα σε χορούς των συντοπίτικων σωματείων. Εκείνος βιολί και τραγούδι, ο Χρήστος Παπανικολάου κιθάρα και εγώ σαντούρι.
Το 2006, ο παγκοσμίου φήμης εθνομουσικολόγος, τσιμπαλίστας, ερευνητής κ.ά. Σαμ - Σωτήρης Τσιάνης, γοητευμένος απ’ το βιρτουόζικο παίξιμο του μπάρμπα Νίκου, μου ζήτησε να τον γνωρίσει. Έτσι και έγινε. Τον πήγα στα Λιόσια στο σπίτι του, του έπαιξε, τραγούδησε και είπαμε πολλά.
Ο Τάσος Διακογιώργης είναι αναμφίβολα ο δάσκαλός μου. Μου είπε και μου έδειξε πάρα πολλά. Τον ευγνωμονώ, τον ευχαριστώ. Ανάλογη ευγνωμοσύνη οφείλω και στο Νίκο Καλαϊτζή ή Μπινταγιάλα, το μπάρμπα Νίκο, γιατί κι εκείνος είναι δάσκαλός μου, κι ας μη μου έκανε ποτέ μάθημα σαντουριού. Μέσα απ’ τη γνωριμία μας που εξελίχθηκε σε αλληλοεκτίμηση και φιλία, μου έδωσε πολλά. Τον ευχαριστώ. Ας είναι ελαφρύ το χώμα που τον σκεπάζει.
Μυτιλήνη 31 Ιανουαρίου 2012
Ποιος ήταν
Ο Νίκος Καλαϊτζής ή Μπινταγιάλας γεννήθηκε στο Μεσότοπο Λέσβου την 1η Σεπτεμβρίου 1925. Καταγόταν από οικογένεια μουσικών και έπαιζε σαντούρι, βιολί, μπουζούκι και παλιότερα τρομπόνι και κορνέτα.
Τα πρώτα χρόνια παίζει στην οικογενειακή κομπανία. Μετά τη στρατιωτική του θητεία, μετακομίζει στη Χαλκίδα (1953) κοντά στο Γιώργο και τον Ηλία, και σχηματίζουν το συγκρότημα με την ονομασία «Οι Μυτιληναίοι».
Μετά από 20 χρόνια διαμονής του στη Χαλκίδα, εγκαθίσταται στην Αθήνα, στα Άνω Λιόσια, και με την αναζωπύρωση του παραδοσιακού τραγουδιού ηχογραφεί με τους παιδικούς του φίλους Τάσο Κουλούρη, βιολί, και Χρήστο Παπανικολάου, κιθάρα, τρεις κασέτες, «Τα μυτιληνιά μας» (1979 - 1980). Το 1988 μέχρι το 1993 βρίσκεται στη Μυτιλήνη όπου παίζει και διδάσκει βιολί και σαντούρι. Επιστρέφει στην Αθήνα και συνεχίζει τις μουσικές του δραστηριότητές.
Ο Νίκος Καλαϊτζής υπήρξε δεξιοτέχνης του σαντουριού. Χρησιμοποιούσε «μαλακές» μπαγκέτες και είχε τοποθετήσει δέρμα ανάμεσα στις χορδές και τους καβαλάρηδες, για να παράγει ήχο απαλό και πνιχτό, ανάλογο με αυτόν του τσίμπαλου. Το παίξιμό του ήταν επηρεασμένο απ' τη τεχνική τόσο του Χατζέλη, που τον θαύμαζε, όσο και των Ρουμάνων και Ούγγρων βιρτουόζων του τσίμπαλου.
Έφυγε για το τελευταίο ταξίδι στις 21 Ιανουαρίου 2012.