Η αρχή μιας έρευνας

01/07/2012 - 05:56
Περασμένα μεσάνυχτα. Η νυχτερινή Αθήνα μόλις ξυπνούσε, οι νοικοκυραίοι πιάνανε τα κρεβάτια, τα μωρά κοιμόντουσαν με τα χνωτάκια τους να χαϊδεύουν τα γύρω, οι θρησκευόμενοι λέγανε τη βραδινή τους προσευχή.
Περασμένα μεσάνυχτα. Η νυχτερινή Αθήνα μόλις ξυπνούσε, οι νοικοκυραίοι πιάνανε τα κρεβάτια, τα μωρά κοιμόντουσαν με τα χνωτάκια τους να χαϊδεύουν τα γύρω, οι θρησκευόμενοι λέγανε τη βραδινή τους προσευχή, οι καλόγεροι στο Άγιο Όρος σε λίγο θα ξυπνάγανε από το σήμαντρο για τη νυχτερινή ακολουθία, οι πρεζάκηδες, οι νταβατζήδες, τα βαποράκια, οι τραβεστί, οι πεταλούδες και οι κοιλαράδες με τα βρόμικα χοντρά πορτοφόλια ήτανε στο ζενίθ της έντασης για κονόμα, κι ένας ταλαίπωρος κοντούλης, πολυχρονισμένος κι ανήμπορος μικροαστός που ήταν στο πόδι 38 ώρες τώρα ερχομένος απ’ το ακριτικό ερημητήρι του με κόπο ανέβαινε ένα σκοτεινό στενό, με παρκαρισμένα κι απ’ τις δυο μεριές αυτοκίνητα δρομάκι, την Ουΐλλιαμ Κινγκ. Με δυσκολία διέκρινε το νούμερο δέκα. Ήταν ένα άσπρο νεοκλασσικό διώροφο με φανερά τα σημάδια της εγκατάλειψης. Σταμάτησε στο πρώτο από τα τρία μαρμάρινα σκαλιά που ήτανε χωνεμένα στον πλευρικό τοίχο κι ενώνανε το πεζοδρόμιο με τη σιδερένια και βρόμικια τζαμόπορτά του. Στις γωνίες, ανάμεσα τα μάρμαρα, από τις τριχοειδείς χαραμάδες, φυτρώνανε αυτά τα σκληραγωγημένα αγριοβότανα.
Όλα δείχνανε μια παράξενη ερήμωση. Μέσα, πίσσα, σκοτάδι.
Δεν είχα ρολόι, μα πρέπει να ήτανε μία τα μεσάνυχτα.
Κι όμως ο κυρ-Αντώνης μού είχε πει πως μόνο τούτη την ώρα θα τους έβρισκα.
«Θα σε περιμένουν.»
Όλη τη μέρα λείπανε σε σχολειά, μικροδουλειές, κάτι τέτοιο.
Τα μεγάλα παραθύρια στο ισόγειο ήταν κλειστά μαζί κι οι γρίλιες και προστατευμένα εξωτερικά με σιδεριές. Ίδια φυλακή.
Στον πάνω όροφο, κάτω από τις κατεβασμένες τέντες, αμυδρό φως ξέφευγε, σημάδι πως δεν με είχε παραπλανήσει ο Αντωνάκης.
Κοίταξα πίσω μου στη γωνία, ο οδηγός κάπνιζε, μιλούσε στο κινητό και μου έκανε νόημα πως θα με περίμενε. Έπρεπε· γιατί δεν ήξερα τι θα αντίκριζα, κι αν θα έβρισκα μετά ταξί να φύγω. Διαμαρτυρήθηκε στην αρχή, μα του έταξα γερή αποζημίωση και μου ‘κανε το χατίρι.
Έβαλα το δεξί χέρι στην τσέπη του τζιν που φορούσα, ένιωσα κάποια ασφάλεια με το άγγιγμα της ξύλινης χειρολαβής, πλησίασα προσεκτικά, και με το αριστερό, πίεσα ένα από τα δυο κουδούνια που ήταν δίπλα στην τζαμόπορτα.
«Το πάνω θα χτυπήσεις», μου είχε πει ο κυρ-Αντώνης, και προσέθεσε. «Όχι το κάτω; Είναι νεκρό.»
Το σκευόμουν κι είχα μια αμφιβολία. Μου είχε πει νεκρό, ή νεκρός. Κι οι δηλητηριώδεις σαΐτες ένιωθα να πληθαίνουν στο στέρνο μου απέναντι.
Κανένας όμως δεν αποκρίθηκε. Ξαναπίεσα πιο δυνατά τώρα και περίμενα. Τίποτα. Ο ταξιτζής απέναντι μου άναψε σαν αστραπή τα φώτα του, έκανα νόημα να περιμένει.
Αυτός όμως έκανε ακαταλαβίστικες χειρονομίες τρόμου κι άξαφνα ανέβασε τα τζάμια του.
Την ίδια ακριβώς στιγμή ένας τεράστιος αγριάνθρωπος στάθηκε δίπλα μου έτοιμος να με διαλύσει. Ήταν πάνω από δυο φορές σαν και μένα. Χοντρός, αψηλός, τριχωτός και μακρυμάλλης. Το βλοσυρό του βλέμμα παρέλυσε το νευρικό μου σύστημα, ένιωσα αστείος και το δεξί μου χεράκι βγήκε τρεμάμενο, παράλυτο από την τσέπη. Χωρίς το μαχαιράκι που είχα για την αυτοάμυνά μου. Δεν είχα τη δύναμη ούτε να το αγγίζω.
«Τι ζητάς ρε, τέτοια ώρα σε ξένη πόρτα;» Βρυχήθηκε.
Σκέφτηκα να τον… δείρω, άλλαξα γνώμη, τραύλισα το σκοπό για τον οποίο βρέθηκα εκεί.
«Α, εσύ είσαι ο γραμματιζούμενος που κάτι κάνεις για το συχωρεμένο;»
«Μάλιστα κύριε. Γράφω τη βιογραφία του.»
«Και τι θα κερδίσεις, ρε φιλάρα, απ’ αυτό;»
«Τίποτα. Απλά ήταν φίλος μου και…»
Δεν κατάλαβε, θαρρώ με λυπήθηκε, μισή μπουκιά ήμουνα γι αυτόν, βρόντηξε δυνατά την τζαμόπορτα και φώναξε.
«Ανοίξτε, ρε κουτάβια.»
Και τότε είδα να πέφτει φως στην από μέσα σκάλα, και δυο πλάσματα που λέγονταν παιδιά και χαϊδευτικά κουτάβια, κατέβηκαν και άνοιξαν απορημένα.
«Θέλει εσάς ο φιόγκος», τους είπε κι έδειξε εμένα.
«Μπούκα», μου είπε ευγενικά και συμπλήρωσε.
«Και σεμνά, έ; Θα είμαι απ’ όξω.»
Το πώς ένιωθα εγώ ο φιόγκος, καταλαβαίνεις φίλε μου. Το τόλμησα όμως, μπήκα μέσα, έκλεισε η πόρτα ξοπίσω μου, ανέβηκα με τα «κουτάβια» τις δυο σκάλες, βρέθηκα σε ένα πλατύσκαλο-διάδρομο του πάνω ορόφου με δυο - τρεις ανοιχτές μεσόπορτες μπροστά μου.
Έτσι ξεκίνησε η έρευνά μου για το Γαλανό. Θα συνεχίσουμε την άλλη βδομάδα.

Γιώργος Καμβυσέλλης
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey