«Η ΑΝΑΛΗΨΙC». Αχνά φαίνονται κάποια κόκκινα βυζαντινά μεγαλογράμματα, από το επίγραμμα, στην κορυφή, αριστερά και δεξιά από τη δόξα του Χριστού, στη σημαδιακή μεταβυζαντινή εικόνα, ιστορημένη από άγνωστο αγιογράφο στο 16ο αιώνα, πάνω σε ξύλο, σε ύφος 44, πλάτος 30,5 και πάχος 2 εκατοστά. Βρίσκεται στο Εκκλησιαστικό Βυζαντινό Μουσείο Μυτιλήνης, στον αυλόγυρο, στον ιερό ναό Αγίου θεράποντα και προέρχεται από τη συλλογή του Μητροπολιτικού οίκου.
Η σύνθεση ζωγραφίζεται μπροστά από βράχινο τρίκορφο ωχροκίτρινο βυζαντινό τοπίο, με τέσσερα φουντωτά δέντρα ανάμεσά τους, να γεμίζουνε το χρυσό κάμπο-βάθος, ανάμεσα στο γήινο και στο ουράνιο «δρώμενο», που εκφράζεται με την πολυπρόσωπη σκηνή. Τα δέντρα πρέπει να είναι λιόδεντρα, στον τόπο όπου έγινε η Ανάληψη, στο Όρος των Ελαίων.
Μπροστά στο βράχινο τοπίο δεκατέσσερις ανθρώπινες φιγούρες, η Παναγία, δυο άγγελοι και έντεκα μαθητές. Η Παναγία στο κέντρο, όρθια μετωπική δεομένη, σε σχήμα «Μήτηρ Θεού η Πλατυτέρα των Ουρανών», με ανοιχτά τα χέρια ως τη μέση της, προσεύχεται προς τον αναλαμβανόμενο, τον εξαφανιζόμενο Χριστό, που «ανελήφθη στους ουρανούς». Φορά βαθυγάλαζο «ποδήρη», που φτάνει ως τους αστραγάλους, χιτώνα, με άσπρες κάθετες ίσιες πτυχώσεις, και καστανόχρωμο ωμοφόρι-μαφόρι με μαύρες πτυχώσεις, και κεκρύφαλο-κεφαλοπάνι. Πίσω, δεξιά κι αριστερά, την πλαισιώνουνε συμμετρικά δυο στεκάμενοι άγγελοι, με σκούρες φτερούγες στους ώμους. Σηκώνουνε το αριστερό χέρι τους προς τον ουρανό και δείχνουνε τον αναλαμβανόμενο Χριστό. Το πρόσωπό τους γερνούνε προς την αριστερή και δεξιά ομάδα με τους αποστόλους στην κάθε μεριά. Με το δεξί τους χέρι βαστούν ανοιχτά ειλητάρια-μακρόστενες λουρίδες περγαμηνές, που στο ένα απ’ αυτά, με μαύρα γράμματα, πάνω στον άσπρο κώδικα, διαβάζουμε: «ΑΝΔΡΕΑC ΓΑΛΙΛΕΟΙ ΤΙ ΕCΤΙΚΑΤΑΙ ΒΛΕΠΟΝΤΕC ΕΙC ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΌΝ (ΟΥΤΟC Ο ΙΗΣΟΥC Ο ΑΝΑΛΗΦΘΕΙC ΑΦ ΥΜΩΝ ΕΙC ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟΝ, ΟΥΤΩC ΕΛΕΥCΕΤΑΙ ΟΝ ΤΡΟΠΟΝ ΕΘΕΑCΑCΘΕ ΑΥΤΟΝ ΠΟΡΕΥΟΜΕΝΟΝ ΕΙC ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟΝ» (Πράξεις Αποστόλων Ι, ΙΙ). Στην Παναγιά και στους αγγέλους, γύρω στα κεφάλια τους, χρυσά φωτοστέφανα.
Παραστεκάμενοι στην Παναγιά και στους αγγέλους οι απόστολοι, έξι αριστερά και πέντε δεξιά, γυμνοπόδαροι. Βρίσκονται σε κίνηση χειρονομούνε, μερικοί σηκώνουνε το κεφάλι και τα χέρια τους προς τον ουρανό. Οι ματιές, τα βλέμματα, οι κινήσεις και τα πρόσωπά τους φανερώνουνε ξάφνιασμα, ανακάτωμα σωματικό και ψυχικό, συγκλονισμό. Ο προπλασμός ή βώλος στ’ αποστολικά πρόσωπα είναι καστανόχρωμος, με λεπτά φώτα ή λάμματα, στις μορφές τους, κι άσπρες πτυχώσεις στα χρωματιστά φορέματά τους. Όλοι πατάνε σε χρωματιστές πλάκες.
Στο πάνω «δρώμενο» στην εικόνα, στο χρυσό βάθος ζωγραφισμένος ο Χριστός, μέσα σε στρογγυλή ακτινωτή γαλάζια δόξα, ραδινός-λυγερός κι αέρινος. Καθισμένος πατά σε ουράνιο τόξο και. βαστά στο αριστερό χέρι κλειστό ειλητάρι, που ακουμπά όρθιο στο γόνατο. Με το δεξί, τεντωμένο πλάγια, ευλογά. Το ντύσιμό του σε ευρύχωρο φόρεμα με χρυσές πτυχώσεις. Γύρω στο κεφάλι του χρυσό σταυροφόρο φωτοστέφανο με τα γράμματα στις άκρες «Ο ΩΝ». Άσπρες και χρυσαφιές ακτίνες φεύγουν γύρω στο σώμα του, μέσα στη γαλάζια δόξα, που τη βαστάνε δυο ολόσωμοι άγγελοι, αναλαμβανόμενοι στους ουρανούς. Πετούνε στο χρυσό βάθος με μεγάλες ανοιχτές φτερούγες. Λεπτά φώτα στα πρόσωπα κι άσπρες πτυχώσεις στα φορέματά τους. Τα ιμάτιά τους καταλήγουνε σε μυτερές άκρες. Τα πρόσωπά τους φαίνονται χαρμόσυνα, χαρούμενα, σ’ αντίθεση με ταραγμένες κινήσεις και ξαφνιάσματα στους αποστόλους.
Κι άλλη
Άλλη μια εικόνα με την «(ΑΝΑΛΗΨΗ)ΤΟΥ ΧΥ» υπάρχει στο Εκκλησιαστικό Βυζαντινό Μουσείο Μυτιλήνης, από άγνωστο ζωγράφο, στο 18ο αιώνα, πάνω σε ξύλο, με ύψος 36, πλάτος 26 και πάχος 2 εκατοστά. Προέρχεται από τον ιερό ναό Κοίμησης Θεοτόκου Χρυσομαλλούσας Μυτιλήνης.
Η ιστόρηση της Ανάληψης εικονογραφικά και καλλιτεχνικά παραπέμπει σε έργα της κρητικής σχολής του δεύτερου μισού του 15ου αιώνα, όπου επιβιώνει κι αποκρυσταλλώνεται ένας τύπος της παλαιολόγειας ζωγραφικής. Έτσι οι εικόνες στο Μουσείο Μυτιλήνης στο γενικό συνθετικό σχήμα, αλλά και στις λεπτομέρειες, ταυτίζεται με την Ανάληψη του Ανδρέα Ρίτζου στο Τόκυο (Μ. Χατζηδάκης, 1977), με την εικόνα της Ανάληψης στο Ελληνικό Ινστιτούτο της Βενετίας που αποδίδεται στον Α. Ρίτζο (Μ. Χατζηδάκης, 1993), καθώς και με άλλες κρητικές εικόνες της περιόδου που βρίσκονται στο Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών κ.α., όπως στη Μονή Σταυρονικήτα, στ’ Αγιονόρος (Θεοφάνης ο Κρης, Θησαυροί του Αγίου Όρους, Θεσσαλονίκη Ι997) και «Τα νέα αποκτήματα» (1986 - 1996) στο Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών.
Όπως περιγράφει ο Διονύσιος ο εκ Φουρνά, στην «Ερμηνεία της Ζωγραφικής Τέχνης» (Πετρούπολη 1909), στη βυζαντινή παράδοση η Ανάληψη ζωγραφίζεται έτσι: «Βουνόν με πολλές ελαίες και επάνω αυτού οι απόστολοι βλέποντες άνω και απλώνοντες τα χέρια μετά θάμβους, και εν μέσω αυτών η Θεοτόκος, βλέπουσα και αυτή άνω· και από το ένα και το άλλο μέρος αυτής δυο άγγελοι λευκοφόροι, δεικνύοντες προς τους αποστόλους άνωθεν τον Χριστόν, βαστάζοντες και χαρτία· και του μεν ενός το χαρτί λέγει· «Άνδρες Γαλιλαίοι, τι εστήκατε βλέποντες εις τον ουρανόν;», του δε άλλου το χαρτί λέγει· «Ούτος ο Ιησούς ο αναληφθείς αφ υμών εις τον ουρανόν· αυτός πάλιν ελεύσεται ον τρόπον εθεάσασθε αυτόν πορευόμενον εις τον ουρανόν». «Και επάνωθεν αυτών επί νεφελών ο Χριστός καθεζόμενος και μετά σάλπιγγος και τύμπανων και πολλών άλλων οργάνων υπό αγγέλων δορυφορούμενος ανέρχεται εις ουρανόν» (Πραξ. α΄, 9 - 11, Μαρκ. ιστ΄ 19, Λουκ. κδ΄, 50-52).
Το γεγονός
Σύμφωνα με τη διδασκαλία της Εκκλησίας, η Ανάληψη είναι το γεγονός στο οποίο ο Ιησούς Χριστός, σαράντα μέρες μετά την Ανάστασή του, ανελήφθηκε (εξαφανίστηκε) στους ουρανούς μπροστά στα μάτια των μαθητών του στο Όρος των Ελαιών. Έτσι γύρισε ξανά στους κόλπους του Ουράνιου Πατέρα Του με τη «θεωθείσα» και «μεταμορφωθείσα» ανθρώπινη φύση του. Στο «Σύμβολο της Πίστεως» η Ανάληψη περιγράφεται με τη φράση «και ανελθόντα εις τους ουρανούς και καθεζόμενον εκ δεξιών του Πατρός». Με την Ανάληψη ο Ιησούς ολοκλήρωσε το έργο της σωτηρίας του κόσμου, που είναι η συμφιλίωση του Θεού με τους ανθρώπους και η θέωση της ανθρώπινης φύσης, και ανύψωσε τη «θεωθείσα» ανθρώπινη φύση φέροντάς την στους κόλπους της Παναγίας Τριάδας.
Από κει, ο αληθινός και τέλειος αυτός άνθρωπος, που είναι μαζί και τέλειος θεός, ο Ιησούς Χριστός, μεσιτεύει και παρακαλεί για τη θλιβόμενη ανθρωπότητα κι έτσι στέλνει το Άγιο Πνεύμα, τον Παράκλητο, που ιδρύει πάνω στη γη τη μέρα της Πεντηκοστής την Αγία Εκκλησία. Η υπόσχεση του Κυρίου πως θα στείλει το Άγιο Πνεύμα στον κόσμο αποτελεί τον βασικό πυρήνα της Καινής Διαθήκης, όπως η υπόσχεση για τον ερχομό του Μεσσία στον κόσμο αποτελεί τον πυρήνα της Παλαιάς Διαθήκης. Έτσι η γιορτή της Ανάληψης παίρνει ουσιαστικό περιεχόμενο, που το υπογραμμίζει και το απολυτίκιό της: «Ανελήφθης εν δόξη, Χριστέ ο Θεός ημών, χαροποιήσας τους μαθητάς τη επαγγελία του Αγίου Πνεύματος...» Αυτή την ένωση και υπερύψωση του ανθρώπου, που πραγματοποιήθηκε με τη γέννηση, τη θυσία, την Ανάσταση και την Ανάληψη του Ιησού Χριστού, τη γιορτάζει η Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία, και ξεχωριστά σα συγκεκριμένη γιορτή, από το 380 μ.Χ..
Στη Λέσβο, σε δυο μεταβυζαντινά μνημεία μπορούμε να ξεχωρίσουμε την παράσταση με την Ανάληψη, στη Μονή Περιβολής και στον ιερό ναό Μεταμόρφωση Σωτήρα στα Παπιανά Καλλονής.
Στη Μονή Εισόδια της Θεοτόκου Περιβολής, κοντά στην Άντισσα, η Ανάληψη είναι τοιχογραφημένη στο ιερό Βήμα, δίπλα στην παράσταση με την Ίαση του Τυφλού. Απ’ ό,τι σώζεται, φαίνεται η Παναγία μετωπική, με τα χέρια σε δέηση. Πίσω της οι δυο άγγελοι. Και οι τρεις φιγούρες με φωτοστέφανα. Δεξιά κι αριστερά οι απόστολοι, με τα κεφάλια τους γυρισμένα να βλέπουνε προς τον ουρανό, όπου τους δείχνουν οι άγγελοι. Η τοπογράφηση στην Περιβολή έγινε μετά το 1550 πιθανόν από περιοδεύοντες ζωγράφους στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου.
Στον ιερό ναό Μεταμόρφωση Σωτήρα στα Παπιανά Καλλονής, διαβάζουμε την επιγραφή «Η ΑΝΑΛΗΨΙC», στο βόρειο τοίχο. Απ’ ό,τι σώζεται, στο κέντρο, στη σύνθεση, εικονίζεται μετωπική σε δέηση η Παναγία, με τα γράμματα πάνω από το κεφάλι της «ΜΡ ΘΥ». Αριστερά της ένας ασπροφορεμένος άγγελος με το χέρι του σηκωμένο δείχνει τον ουρανό, στον Πέτρο, που είναι μπροστά από την ομάδα με τους πέντε αποστόλους, στην αριστερή μεριά. Η Παναγία και ο άγγελος με φωτοστέφανα. Οι απόστολοι γυμνοπόδαροι βλέπουνε προς τον ουρανό. Πίσω τους η κορφή από πέτρινο βυζαντινό τοπίο. Από πάνω τους ο αριστερός άγγελος, με ανοιχτές τις φτερούγες του και με τα πόδια ανασηκωμένα πίσω του, βαστά τη δόξα, που είναι μέσα ο Χριστός, κι είναι κι αυτός γυμνοπόδαρος πετούμενος. Το σώμα του Χριστού σώζεται το μισό, ντυμένο με ευρύχωρο φόρεμα. Ο Χριστός καθιστός μέσα σε στρογγυλή δόξα, με το δεξί του χέρι ευλογεί. Δίπλα από το φωτοστέφανό του μόνο τα γράμματα «ΙC».Η μονόχωρη ξυλόστεγη εκκλησιά στα Παπιανά, στην εποχή της Τουρκοκρατίας, τοιχογραφήθηκε στα 1600, από τον ιερομόναχο αγιογράφο Νικόλαο. Κτίτορας είναι ο μητροπολίτης Μυτιλήνης Παΐσιος (1590 - 1603).
Μοναδική εκκλησιά σ’ όλη τη Λέσβο, αφιερωμένη στην Ανάληψη του Χριστού, είναι στη Μονή Λειμώνος, σαν παρεκκλήσι.
Η Ανάληψη του Κυρίου έγινε το 33, μετά το σταυρικό θάνατο και την Ανάσταση, στο Όρος των Ελαιών, όπου πήγαμε με τη συχωρεμένη μάνα μου Έλλη, κι όπως λέγει το «Προσκυνητάριον»: «Τούτο το όρος εστάθη ενδοξότατον, και αγιώτατον, και διά άλλα πολλά οπού έγιναν εις αυτό, και τας συχνάς διατριβάς, και προσευχάς του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, και των αγίων Μαθητών αυτού και Αποστόλων, και τας καθημερινάς αναβάσεις και καταβάσεις της υπεραγίας Θεοτόκου, εξαιρέτως όμως, διά την εις ουρανούς Ανάληψιν του Κυρίου ημών, εις το οποίον πάλι μέλλει να κατέβη εν τη εσχάτη ημέρα, μετά δυνάμεως και δόξης πολλής, να κρίνη ζώντας και νεκρούς, καθώς αι θείαι γραφαί προαγορεύουσιν... εις τον τόπον, από τον οποίον ανελήφθη ο Κύριος, πρότερον μεν ήτον ναός μεγαλώτατος, ευτρεπισμένος με διαφανή μάρμαρα, και πορφυράς κολώνας, νυν δε ερίπειον· σώζεται όμως το ιερόν Κουβούκλιον, ένθα φαίνεται έως την σήμερον, το ίχνος του παναχράντου ποδός αυτού, όπου επάτησεν αναληφθείς.»
Στον τόπο που έγινε η Ανάληψη του Χριστού, η αγία Ελένη έχτισε μεγαλόπρεπο οκταγωνικό ναό σύμφωνα με τον ιστορικό Ευσέβιο, που καταστρέψανε το 614 οι Πέρσες. Ο ναός, που λεγόταν «Εμβώμιος», ξαναχτίστηκε από τον τότε ηγούμενο στη μονή Αγίου Θεοδοσίου και μετά Πατριάρχη Ιεροσολύμων Μόδεστο. Από το 13ο αιώνα ανακηρύχτηκε μουσουλμανική βακουφική περιουσία και οι ορθόδοξοι χριστιανοί κάνουν εσπερινό και λειτουργία στη γιορτή της Ανάληψης.
Ο Ευαγγελιστής Λουκάς περιγράφει θαυμάσια πώς και πότε έγινε η Ανάληψη (Κεφ. 24, 36 - 53, σε μετάφρασή μου): «Ενώ λαλούσανε ταύτα αυτός ο Ιησούς στάθηκε ανάμεσά τους και τους λέγει (αυτά μετά την Ανάσταση): ειρήνη σ’ εσάς. εκείνοι ξαφνιασμένοι και φοβισμένοι γενόμενοι νόμιζαν ότι βλέπανε πνεύμα. και είπε σ’ αυτούς. γιατί είστε ταραγμένοι; και γιατί ανεβαίνουνε στις καρδιές σας συλλογισμοί; βλέπετε τα χέρια μου και τα πόδια μου, ότι αυτός εγώ είμαι· ψηλαφήσατέ με και θα δείτε, διότι πνεύμα, σάρκα και κόκκαλα δεν έχει καθώς με λογαριάζεται. κι αφού είπε αυτό έδειξε σ’ αυτούς τα χέρια και τα πόδια. ενώ αυτοί αμφέβαλλαν ακόμα από τη χαρά και θαύμαζαν είπε σ’ αυτούς (στους μαθητές). έχετε κάτι φαγώσιμο εδώ; κι αυτοί δώσανε σ’ αυτόν μέρος από ψημένο ψάρι και μέλι από κερήθρα. κι αφού τα πήρε τα ‘φαγε μπροστά τους. είπε σ’ αυτούς· αυτοί (είναι) οι λόγοι που λάλησα σ’ εσάς όταν ήμουνα μ’ εσάς, ότι πρέπει να γίνουν όλα τα γραμμένα στο νόμο του Μωυσή και στους προφήτες και ψαλμούς για μένα. τότε άνοιξε σ’ αυτούς το μυαλό για να καταλάβουνε τις γραφές και είπε σ’ αυτούς ότι έτσι είναι γραμμένο κι έτσι έπρεπε να πάθει ο Χριστός και ν’ αναστηθεί από τους νεκρούς την τρίτη μέρα, και να κηρυχτεί στ’ όνομά του μετάνοια κι άφεση αμαρτιών σ’ όλα τα έθνη, γινομένης αρχής από την Ιερουσαλήμ. σεις να είστε μάρτυρες σ’ αυτά. και να γω στέλνω την υπόσχεση του Πατέρα μου σ’ εσάς· σεις καθίσετε στην πόλη Ιερουσαλήμ έως ότου ντυθήτε δύναμη από ψηλά. Και τους έφερε έξω ως τη Βηθανία, κι αφού ύψωσε τα χέρια του, τους ευλόγησε. κι ενώ τους ευλογούσε αποχωρίστηκε απ’ αυτούς κι ανέβαινε στον ουρανό. κι αυτοί αφού τον προσκυνήσανε γυρίσανε στην Ιερουσαλήμ με χαρά μεγάλη και ήτανε για πάντα στο ιερό δοξάζοντες κι ευλογούντες τον Θεό. αμήν (είθε, γένοιτο).»
Η Ανάληψη είναι φιλοτεχνημένη σ’ αρκετά έργα τέχνης στ’ Αγιονόρος, όπως: Σε εικονίδιο με το Δωδεκάορτο, στο 14ο αιώνα, στη Μονή Βατοπεδίου. Στο εσωτερικό κάλυμμα στάχωσης (βιβλιοδέτηση) με σκηνές από τη ζωή του Χριστού, στο 13ο αιώνα (σε ξύλο και λαζουρίτες λίθοι), στη Μονή Διονυσίου. Δίπτυχο με εικονίδια, στο 13ο αιώνα (ξύλο, μέταλλο, επιχρυσωμένος άργυρος, περγαμηνή, ημιπολύτιμοι λίθοι, γυαλί, μαργαριτάρια), στη Μονή Αγίου Παύλου (Θησαυροί Αγίου Όρους, Θεσσαλονίκη 1997).
Η Ανάληψη υπάρχει σε ψηφιδωτά, στη Νέα Μονή Χίου (γύρω στο 1042). Στην όμορφη διακόσμηση του τρούλλου της Αγίας Σοφίας Θεσσαλονίκης. Η Ανάληψη είναι θέμα που στολίζει συχνά τους τρούλλους στις εκκλησιές, γιατί περιλαμβάνεται μέσα και ο Παντοκράτορας. Έτσι υπάρχει η Ανάληψη στους Αγίους Αποστόλους, στην Κωνσταντινούπολη, στην Παναγιά των Χαλκέων, στη Θεσσαλονίκη, και σε τοιχογραφίες, στον 11ο αιώνα. Στην Καππαδοκία επίσης είδα την Ανάληψη σε τρούλλους, και στον κεντρικό τρούλλο, στον Άγιο Μάρκο, στη Βενετία.
Η παραδοσιακή θέση της είναι στο δεξί σκέλος στο σταυρό. Στο κέντρο του τρούλλου στην Αγιά Σοφιά Θεσσαλονίκης εικονίζεται ο Παντοκράτορας σε θρόνο περιτριγυρισμένος από το ουράνιο τόξο. Είναι μέσα σε μετάλλιο, που βαστούνε δυο άγγελοι. Σε κυκλική ζώνη γύρω από τον Παντοκράτορα εικονίζονται, σε χρυσό κάμπο-βάθος, η Παναγία, δυο άγγελοι ασπροντυμένοι και οι δώδεκα απόστολοι. Λεν υπάρχει μεγάλη ποικιλία στα χρώματα, στην παράσταση αυτή. Μόνο η Παναγία κάνει αντίθεση με το μενεξεδένιο φόρεμα, ενώ στα υπόλοιπα πρόσωπα τα φορέματα είναι σταχτόασπρα. Η εκτέλεση στα πρόσωπα έγινε με πολλή τέχνη. Οι μορφές ζωγραφιστήκανε με αξιόλογη δεξιοτεχνία, με τέτοιο τρόπο ώστε όταν βλέπονται από κάτω να έχουνε τις ακριβείς φυσικές αναλογίες. Η μελέτη στις μορφές αυτές μαρτυρεί ανατομικές γνώσεις. Το πλάσιμο πετυχαίνεται με πράσινες σκιές. Το σχέδιο έχει ακρίβεια και οι κινήσεις έχουνε τολμηρότητα και ποικιλία. Η εργασία παντού παρουσιάζει λεπτότητα και το σύνολο είναι εξαιρετικά αρμονικό.