Σήμερα ταξιδεύουμε μαζί με τον Περικλή Μαυρογιάννη, τον πρόεδρο του Φιλοτεχνικού Ομίλου Μυτιλήνης, στο χώρο του ερασιτεχνικού θεάτρου, που είναι παράλληλος με την ίδια του τη ζωή, από την εφηβεία μέχρι και τα 80 του χρόνια…
Το «Ε» με τον Περικλή Μαυρογιάννη, πρόεδρο του ΦΟΜ και σημαντικό εκπρόσωπο της πολιτιστικής και πνευματικής ζωής της Λέσβου
Με τον τίτλο του σημερινού αφιερώματος έχουν χαρακτηρίσει πολλοί τον Περικλή Μαυρογιάννη, που ο Κώστας Μίσσιος είχε αποκαλέσει κάποτε «κορυφαία μορφή των πολιτιστικών πραγμάτων στη Λέσβο». Για πολλούς, παλιότερους και νεώτερους, είναι κοινώς παραδεκτή η συνεισφορά του, τόσο στον τομέα του Θεάτρου, όσο και σε διάφορες άλλες πτυχές καλλιτεχνικής έκφρασης, κυρίως της λογοτεχνίας και της ποίησης, αλλά και της ζωγραφικής, μέσω των δραστηριοτήτων που έχει αναπτύξει τις τελευταίες τρεισήμισι δεκαετίες ο Φιλοτεχνικός Όμιλος Μυτιλήνης, του οποίου είναι πρόεδρος. Σήμερα ταξιδεύουμε μαζί με τον Περικλή Μαυρογιάννη στο χώρο του ερασιτεχνικού θεάτρου, που είναι παράλληλος με την ίδια του τη ζωή, από την εφηβεία μέχρι και τα 80 του χρόνια…
Ο Περικλής Μαυρογιάννης γεννήθηκε στις 14 Νοεμβρίου τού 1932 στη Μήθυμνα, ο Βενιαμίν από οκτώ συνολικά αδέλφια που έφεραν στον κόσμο οι γονείς του, Φώτης και Μαρία. Τα χρόνια που ήρθε στη ζωή ο μικρός Περικλής, ο χιώτικης καταγωγής πατέρας του εργαζόταν ως εφοριακός στη Μήθυμνα όσο η μητέρα του, που ήταν από τα Αλάτσατα της Μικράς Ασίας, μεγάλωνε ένα… λόχο από παιδιά, μέσα στα δύσκολα χρόνια που ακολούθησαν έως και τη δεκαετία τού ’50, τα οποία η οικογένεια έζησε στη Μυτιλήνη. «Ήταν θαύμα θεού το πώς επέζησε μια οικογένεια με τον πενιχρό μισθό ενός υπαλλήλου», λέει σήμερα ο Περικλής Μαυρογιάννης. «Ο πατέρας μου, όμως, ήταν πολύ θρήσκος, είχε πολλή πίστη και δύναμη και έτσι μας μπόλιασαν κι εμάς με δύναμη και ελπίδα.»
Ως μαθητής τελείωσε το δημοτικό στο Παρθεναγωγείο και πήγε γυμνάσιο στην Εμπορική Σχολή, που λειτούργησε για κάποια χρόνια στη Μυτιλήνη. Δεν κατάφερε, όμως, να εκπληρώσει το όνειρό του, που ήταν το να φοιτήσει στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης και να υπηρετήσει την Εκκλησία ως ιερέας. Ακολούθησε, ωστόσο, με άλλο τρόπο το δρόμο που του υποδείκνυε η πίστη που είχε, τελειώνοντας το Εκκλησιαστικό Φροντιστήριο της Καλαμάτας. Ακολούθησαν οι σπουδές πάνω στις Πολιτικές Επιστήμες στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, αλλά και αυτές της Θεολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Η στρατιωτική του θητεία διήρκεσε από τον Ιανουάριο του 1955 μέχρι και το Φεβρουάριο του 1956, ενώ όσο σπούδαζε ήταν ήδη διορισμένος στο Δημόσιο, στα Φορολογικά Δικαστήρια, που τότε ανήκαν στο Υπουργείο Οικονομικών. Ο διορισμός του είχε γίνει τον Ιούλιο του 1962 και απολύθηκε από τη θέση του τον Ιούλιο του 1997, έχοντας συμπληρώσει 35 χρόνια προϋπηρεσίας.
Η πρώτη επαφή με το θέατρο
Τα «Σκαλάκια», η ιστορική κεντρική γειτονιά της Μυτιλήνης όπου μεγάλωσε ως παιδί, δίπλα στο Παρθεναγωγείο, τον Άγιο Συμεών και τη «Χωράφα», υπήρξε καθοριστική για την πρώτη του επαφή με το θέατρο. Εκεί, μέσα σε χαλάσματα έπαιζε ατελείωτες ώρες μαζί με τα υπόλοιπα παιδιά της ηλικίας του, μια «πανδαισία από παιχνίδια», που, εκτός από το ποδόσφαιρο με μπάλες από πανιά, τους γνωστούς πετροπόλεμους και άλλες μορφές… μάχης, περιελάμβαναν και εκείνα που ο ίδιος χαρακτηρίζει «καλλιτεχνικά» και «δημιουργικά». Μπερντέδες στήνονταν διαρκώς για τις παραστάσεις Καραγκιόζη που έπαιζε με τους φίλους του, αλλά και θεατρικά σκετς γεννιούνταν, μέσα από τις πρόβες που έκαναν οι παιδικές θεατρικές ομάδες της γειτονιάς, που έγραφαν διαλόγους και σενάρια και τα έπαιζαν στο… κοινό τους, μέσα σε γειτονιές όπου κάθε βράδυ έβγαιναν οι μανάδες να μαζέψουν τα παιδιά τους κι έπιαναν οι ίδιες το… κους-κους.
Αυτή ήταν και η αρχή για τη μακρόχρονη πορεία που χάραξε, από τα νεανικά του χρόνια κι έπειτα, στον τομέα της θεατρικής ζωής της πόλης. Έχοντας ενταχθεί σε κάποιους από τους πολιτιστικούς συλλόγους της πόλης (τότε υπήρχαν το «Χριστιανικό Νεανικό Φως» του Αγίου Συμεών, η ομάδα της Αποστολικής Διακονίας, το «Μπουρίνι» και η «Χορωδία»), στα 15 του έπαιξε το «Νευρικό Κύριο», ενώ στα 18 του, με θεατρικούς συλλόγους ήδη να παράγουν σημαντικό έργο, ανέβαζε ο ίδιος θεατρικές παραστάσεις, όπως «Ο Φαταούλας» και ο «Φον Δημητράκης», έχοντας τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Η δεκαμελής οικογένεια του Φωτίου και της Μαρίας Μαυρογιάννη (Δέσποινα, Σωτήρης, Σταύρος, Δημήτρης, Ιωάννα, Καλλιόπη, Ιωάννης και Περικλής), στη Μήθυμνα (1934) (αριστερά). Ως τερματοφύλακας, μπροστά, με τους συμπαίκτες του της γειτονιάς «Σκαλούδια» (1941). Σύμφωνα με το… σκορ: νίκες 77, ήττες 30, ισοπαλίες 0… (δεξιά)
Η ίδρυση του ΦΟΜ…
Μεγαλώνοντας, άρχισε να νιώθει την ανάγκη να φύγει από τους κόλπους των ήδη υπαρχόντων ομάδων. Τότε, μέσα στη δεκαετία τού ’70, ήταν που αποφάσισε να ιδρύσει μαζί με άλλους θεατρόφιλους της γενιάς του αλλά και νεώτερους, το Φιλοτεχνικό Όμιλο Μυτιλήνης, γνωστό ως ΦΟΜ.
«Η ανάγκη που μας ώθησε στην ίδρυση του ΦΟΜ ήταν, πέρα από το ότι δεν μας εξέφραζαν πλέον πολιτιστικά τα υπόλοιπα σωματεία της πόλης, και το ότι από τη Μυτιλήνη απουσίαζε ένα καθαρά φιλοτεχνικό σωματείο, ιδιαίτερα στον εικαστικό, φιλολογικό και λαϊκό-παραδοσιακό χώρο», εξηγεί ο Περικλής Μαυρογιάνης. «Φιλοδοξία μας ήταν να υπάρξει ένας νέος σύλλογος, μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, με ποικιλόμορφες δραστηριότητες στα Γράμματα και τις Τέχνες, μια πολυφωνική πολιτιστική έκφραση.»
Ο ΦΟΜ ιδρύθηκε το 1977 και πρωτοστεγάστηκε στην προκυμαία της Μυτιλήνης, στο παραδοσιακό διατηρητέο κτήριο του αείμνηστου Γρηγόριου Ρουσέλλη. Εκεί ιδρύθηκε το Στούντιο Θεάτρου του, η Σχολή Ζωγραφικής και η Βυζαντινή Χορωδία του. Το 1990 μεταστεγάστηκε στον τρίτο όροφο ενός παραδοσιακού διατηρητέου τριωρόφου, στη γωνία Ίμβρου και Σαμοθράκης, όπου και στήθηκε το «Θέατρο του ΦΟΜ», το οποίο εγκαινίασε στις 26 Μαρτίου τού 1995 ο τότε υφυπουργός Πολιτισμού, Νίκος Σηφουνάκης. Αξιοποιώντας τους ζεστούς χώρους του κτηρίου, αλλά και το δυναμικό των μελών του, ο Όμιλος έχει παίξει έκτοτε πολύ σημαντικό ρόλο στην πνευματική και καλλιτεχνική ζωή της πόλης.
Μέσα στις τρεις και πλέον δεκαετίες ζωής που συμπληρώνει φέτος, τα μέλη του έχουν παρουσιάσει - με την καθοδήγηση κυρίως του σημερινού σκηνοθέτη, Ανδρέα Σεφτελή - δεκάδες θεατρικές παραστάσεις, τόσο στη Λέσβο όσο και σε άλλα νησιά του Αιγαίου, αλλά και στο εξωτερικό, συμμετέχοντας σε πλήθος φεστιβάλ ερασιτεχνικού θεάτρου. Μεταξύ των σημαντικότερων παραστάσεων, οι «Εκκλησιάζουσες» του Αριστοφάνη (1991), η «Φαύστα» του Μποστ (1996), ο «Δον Ζουάν» (2004 - 2005), η «Τίτα - Λου» της Κάθριν Ανν (2005), η «Στρίγγλα που έγινε αρνάκι» του Σαίξπηρ (2005), οι «Στιγμές» (2009 και 2010) και το «Απόψε τρώμε στης Ιοκάστης» του Άκη Δήμου (2011).
Πέρα από το θέατρο, οι χώροι του Ομίλου έχουν φιλοξενήσει πολλές διαλέξεις, προβολές ταινιών και ντοκυμαντέρ, εκθέσεις και εκδηλώσεις άλλων θεατρικών και μουσικών ομάδων.
Ως έφεδρος ανθυπολοχαγός (1954 - 1956) (αριστερά). Με τους μαθητές της Σχολής Ζωγραφικής τού ΦΟΜ το 2002 και το δάσκαλο, αείμνηστο ζωγράφο Ιάκωβο Μουτζουρέλλη, σε ομαδική έκθεση έργων στο Επιμελητήριο Λέσβου (δεξιά)
… και η συμπλήρωση 35 χρόνων
Φέτος, ο Όμιλος συμπληρώνει 35 χρόνια λειτουργίας. Σύμφωνα με τον Περικλή Μαυρογιάννη, όλο αυτό το διάστημα κράτησε με συνέπεια τη συνέχεια της παρουσίας του στα Γράμματα και τις Τέχνες και ιδιαίτερα στο ερασιτεχνικό θέατρο της Λέσβου, και όχι μόνο.
Ένα από τα πράγματα για τα οποία καμαρώνει ο Περικλής Μαυρογιάννης είναι ότι ο ΦΟΜ υπήρξε ο πρώτος σύλλογος στη χώρα που τίμησε τον Οδυσσέα Ελύτη, λίγο μετά το θάνατό του, πραγματοποιώντας ένα «τρίπτυχο» αφιερωμάτων τις χρονιές 1996, 1997 και 1999 (η πρώτη υπό την αιγίδα του τότε Δήμου Μυτιλήνης, η δεύτερη με την υποστήριξη της πρώην Νομαρχίας Λέσβου και η τρίτη υπό την αιγίδα του πρώην Υπουργείου Αιγαίου). Ποιήματα του μεγάλου Λέσβιου ποιητή διαβάστηκαν από σημαντικούς εκπροσώπους του πνευματικού κόσμου του νησιού, ενώ ειδικός προσκεκλημένος της εκδήλωσης του 1996 ήταν ο ποιητής, φιλόλογος, μεταφραστής και διευθυντής «Κουλτούρας» στην πόλη Σόλνα της Σουηδίας, Ίνγκεμαρ Ρέντιν , που, έχοντας υπάρξει φίλος του Ελύτη, απήγγειλε το συγκινητικό ποίημα που ο ίδιος είχε γράψει την επομένη του θανάτου του. Άνθρωποι της τέχνης, όπως ο Στρατής Πασχάλης, ο Δημήτρης Καταλειφός και ο Λάκης Παπαστάθης, αλλά και ο Γιώργος Κουρουπός, η Ιουλίτα Ηλιοπούλου και ο Σπύρος Σακκάς, ήταν οι εκλεκτοί ομιλητές των άλλων δύο εκδηλώσεων.
Τελευταίο «πυροτέχνημα» του ΦΟΜ, σύμφωνα με τον πρόεδρό του, η «Εικαστική Ακαδημία», που από το περασμένο καλοκαίρι λειτουργεί με υπεύθυνο το ζωγράφο Δημήτρη Καλαντζάκη, φιλοδοξώντας να μεταδώσει όχι μόνο τεχνικές γνώσεις, αλλά και μια ορισμένη αντίληψη για την τέχνη.
«Τα τμήματά του (θεάτρου, μουσικής, λογοτεχνίας, εικαστικών, λαογραφίας, σινεμά, λεσβιακής βιβλιοθήκης και πρόσφατα δωρεάν το Μουσείο Σπίρτων του ποιητή Δημήτρη Νικορέτζου) είναι η εκκωφαντική παρουσία του Ομίλου στα Γράμματα, τις Τέχνες και τον πολιτισμό του νησιού μας και του Αιγαίου», αναφέρει ο Περικλής Μαυρογιάννης. «Με τις διεθνείς συμμετοχές του στο εξωτερικό, έδωσε σαν καλός πρεσβευτής το παρών του ερασιτεχνικού θεάτρου, με υψηλή ποιότητα και υπευθυνότητα. Και συνεχίζει… Ελπίδα μου είναι να συνεχιστεί το όραμά μου και όταν πλέον δώσω τα ηνία στους νεώτερους. Και πιστεύω πως αυτό θα συμβεί, γιατί είναι άνθρωποι με αγάπη και ευθύνη για τα Γράμματα και τις Τέχνες. Άλλωστε, διάδοχη κατάσταση για το ΦΟΜ υπάρχει και αυτός είναι ο Ανδρέας ο Σεφτελής, αντιπρόεδρος και κολώνα του Ομίλου στο θέατρο, εμψυχωτής, οραματιστής και οργανωτής της θεατρική ομάδας, που από το 1988 μέχρι σήμερα ανεβάζει κάθε χρόνο μια νέα παράσταση.»
Η θεατρική ομάδα τού ΦΟΜ στο Διεθνές Φεστιβάλ τού Göppingen Γερμανίας, με την παράσταση «Εκκλησιάζουσες» (αριστερά). Με το Λάκη Λαζόπουλο στο θέατρο του ΦΟΜ, όπου προβλήθηκε η ταινία του «Φοβού τους Έλληνες». Μαζί τους, η δημοσιογράφος Μαρία Παραδέλη (2000) (δεξιά)
«Ερασιτέχνες ηθοποιοί»
Το Δεκέμβριο του 2000, ο Περικλής Μαυρογιάννης ήταν ένα από τα ιδρυτικά μέλη και ο πρώτος εκλεγμένος πρόεδρος της Ομοσπονδίας Ερασιτεχνικού Θεάτρου Αιγαίου, που ξεκίνησε ως ιδέα μέσα από τις συναντήσεις που πραγματοποιούσαν οι θεατρικές ομάδες των νησιών. Στόχος της, να παρουσιάζεται η θεατρική δουλειά κάθε ομάδας, να καταθέτουν οι ερασιτέχνες ηθοποιοί το «περίσσευμα» της παθιασμένης για το θέατρο αγάπης τους και να φέρουν στα αιγαιοπελαγίτικα νησιά τη «δροσάτη φλόγα του Θεατρικού Λόγου και Πράξης».
«Οι ερασιτέχνες ηθοποιοί, βιώνοντας τη διαχρονικότητα των “αμετανόητων”, καταθέτουν επί σκηνής, από τα βάθη της ψυχής τους, την ιλαρότητα και τη μελαγχολία της υπέρτατης ομορφιάς του θεάτρου», αναφέρει ο Περικλής Μαυρογιάννης. «Αυτό είναι το Θέατρο, πορεία αιχμηρή, μες σε αγκαλιές αγάπης, σε σιωπές και ανασασμούς και θύμησες ατέλειωτες, φανταστικά δοσμένες…»
Με τη νυν πρόεδρο της Ομοσπονδίας Ερασιτεχνικού Θεάτρου Αιγαίου, Μαρία Βενέτη, κατά την απονομή αναμνηστικής πλακέτας στην Ερμούπολη της Σύρου (2007) (αριστερά). Με την πρόεδρο του Πανεπιστημίου της Ευρώπης, Ελένη Γλύκατζη - Αρβελέρ, στο θέατρο του ΦΟΜ, το 2001 (δεξιά)
Η συνεισφορά στη λογοτεχνία
Η λογοτεχνία και η ποίηση έχουν να παίξουν κι αυτές ένα σημαντικό ρόλο στη ζωή του. Το 1969 κυκλοφόρησε η συλλογή ποιημάτων του «Από τη Δύση με δέηση», ενώ ακολούθησε το 1972 το ποιητικό αφήγημα «Ερημίτες» και το 1973 η ποιητική συλλογή «Οδοιπορίη».
Τα ποιήματά του, με θέματα κυρίως τον έρωτα και το θείο, έχουν χαρακτηριστεί ως «το ένα καλύτερο από το άλλο» από το Νίκο Αθανασιάδη, ενώ άλλοι άνθρωποι της τέχνης, όπως ο Αργύρης Αραβανόπουλος, ο Βασίλης Αρχοντίδης και ο Κλεάνθης Παλαιολόγος, έχουν εκφραστεί με τα καλύτερα λόγια για την πένα του Περικλή Μαυρογιάννη. «Ομολογώ πως ήταν μια ξεκούραση η περιπλάνηση στις σελίδες σας», του έλεγε ο Τάκης Χατζηαναγνώστου. «Το λιτό ύφος σας, ο ήρεμος τόνος σας και μαζί το έξω του κόσμου περιβάλλον του μοναστηριού, στάθηκαν για μένα ένα ξανάσασμα…»
Πέρα από τις προσωπικές καταθέσεις του στον τομέα του πνεύματος μέσω του ΦΟΜ, κυκλοφορεί κάθε δεύτερη πανσέληνο, ως διευθυντής και εκδότης, το λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό περιοδικό «Α σελάννα», που σύμφωνα με τον ίδιο «δε φιλοδοξεί να καλύψει τυχόν “κενά” στα Γράμματα και τις Τέχνες του τόπου, αλλά έρχεται σαν ένα “δοξαστικό σταχολόι”, να συντάξει με σεβασμό “τα λυγερόκορμα στάχυα” της Αιολικής Γης».
Πέρα από αυτό, το 1981 ξεκίνησε την έκδοση του λογοτεχνικού και επιστημονικού περιοδικού «Μυτιλήνη», το πέμπτο και τελευταίο τεύχος του οποίου κυκλοφόρησε το 2004. Ο ίδιος ο Περικλής Μαυρογιάννης χαρακτήριζε στον πρόλογο του τεύχους αυτού το περιοδικό (που πιο πολύ θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μια πλούσια συλλογή λογοτεχνικών και φιλολογικών κειμένων και ιδεών, αλλά και αφιερωμάτων σε εξέχουσες πνευματικές και καλλιτεχνικές προσωπικότητες του τόπου, καθώς και σε θέματα αρχαιολογίας, λαογραφίας και παράδοσης της Λέσβου) ως μια «απόπειρα εξόδου από την πολιτιστική α-μετρία της ελληνικής επαρχίας», μια «ανάγκη προσέγγισης της τοπικής μας κοινωνίας».
Αλλά και ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Κώστας Μίσσιος έγραφε για το «Μυτιλήνη» στο βιβλίο του «Ποικίλα φιλολογικά της Μυτιλήνης»: «Πρόκειται για μια ιδιαιτέρως φροντισμένη, ως προς την εκτυπωτική εμφάνισή της και ως προς τα περιεχόμενά της, έκδοση, που βγήκε με την επιμέλεια του κορυφαίου πολιτιστικού παράγοντα του νησιού Περικλή Μαυρογιάννη και με τη “χορηγία” της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Λέσβου […]. Στην έκδοση τούτη, συνεργάζονται αρκετά… ύποπτα στοιχεία, άλλα γνωστά πανελληνίως, άλλα κινούμενα στους χώρους του νησιού […]. Και ο Περικλής Μαυρογιάννης, μπροστάρης πάντοτε…»
Με τον Τάκη Χατζηαναγνώστου, τον τότε υφυπουργό Αιγαίου Νίκο Σηφουνάκη και τον καθηγητή Ίνγκεμαρ Ρέντιν, στην πρώτη εκδήλωση του ΦΟΜ για τον Οδυσσέα Ελύτη (1996)
«Να ρίξουμε γέφυρες πολιτισμού…»
Ο Περικλής Μαυρογιάννης δεν παντρεύτηκε ποτέ - ευτυχώς ή δυστυχώς! Έμεινε «μπεκιάρης», όπως λέει ο ίδιος αστειευόμενος, ακολουθώντας πάντα το προσωπικό του όραμα, που τον οδηγούσε στα μονοπάτια της τέχνης και του πνεύματος.
Σήμερα στα 80 του χρόνια, ωστόσο, κανείς δε θα μπορούσε να ισχυριστεί πως δεν έχει τη δική του «οικογένεια». Και σ’ αυτήν ανήκουν όλοι οι άνθρωποι που καταθέτουν καθημερινά την ψυχή τους για το ΦΟΜ, οι «συνάδελφοί» τους των υπολοίπων νησιών του Αιγαίου και όχι μόνο, αλλά και μεγάλη μερίδα Μυτιληνιών, που αναγνωρίζουν στο πρόσωπό του έναν άνθρωπο που έχει προσφέρει πολλά στη Λέσβο.
Ο ίδιος, έχοντας πλέον να καταθέσει εμπειρία πολλών δεκαετιών στα θεατρικά και άλλα δεδομένα του τόπου, αλλά και ως ενεργό μέλος του Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου και της Διεθνούς Εταιρείας Ελληνικής Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, λέει για την πραγματικότητα του πολιτισμού τού «σήμερα» στην επαρχία: «Ήταν και παραμένει ένα παιχνίδι α-θέατης παρουσίας και εύηχης απουσίας. Ας τολμήσουμε την υπέρβαση, με νέες ιδέες, όραμα, θάρρος και θέληση, σκάβοντας πρώτα βαθιά στη σκοτεινή πλευρά του εαυτού μας, ξεριζώνοντας έτσι τον όποιο μέσα μας “προσωπικό χαλασμό” και στη συνέχεια, χωρίς φόβο και πάθος, “ας ρίξουμε στέρεες γέφυρες στον Πολιτισμό μας”, όλοι μαζί, με φιλιότητα κι ελευθερία, για ένα γερό όργωμα στα γύρω τόσα “χέρσα και άνυδρα χωράφια” του διπλανού μας λόφου…»
Αυτό που πρεσβεύει; «Να σκέπτεσαι σαν άνθρωπος δράσεως και να ενεργείς σαν άνθρωπος σκέψεως». Κάτι που για τον ίδιο ισχύει για όλους, αλλά κυρίως για τους ανθρώπους των Γραμμάτων και της Τέχνης, αλλά και για τους «υπεύθυνους διοικούντες», τους «τα πρώτα φέροντες» ενός τόπου. Όπως λέει, άλλωστε, «αυτοί, οι επικεφαλής ενός τόπου, οι κρατούντες και έχοντες “εξουσιαστές”, ή ζωντανεύουν τα “οράματα” για μια “αναγέννηση” της κοινωνίας ή με τις “πρακτικές” τους, “βγάζοντας σκελετούς απ’ την ντουλάπα” λιτανεύουν την “οπισθοδρόμησή” της!».