Ο σεβασμός στον εαυτό του, ο φόβος του εκδότη και προπαντός το δέος στη σκέψη πως θα βρεθεί αντιμέτωπος με τους λίγους ή τους πολλούς, όσοι πάρουν στα χέρια τους το βιβλίο, το γεγονός δηλαδή ότι μιλάει δημόσια, όλα τούτα είναι δαγκάνες που σφίγγουν τα σπλάχνα του συγγραφέα.
ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ
Κώστας Βελούτσος
Μυθιστόρημα
Εκδόσεις Ιωλκός
Αθήνα 2011, σελ. 176
Είναι στ’ αλήθεια πολύ δύσκολο το να γράφει κάποιος.
Ο σεβασμός στον εαυτό του, ο φόβος του εκδότη και προπαντός το δέος στη σκέψη πως θα βρεθεί αντιμέτωπος με τους λίγους ή τους πολλούς, όσοι πάρουν στα χέρια τους το βιβλίο, το γεγονός δηλαδή ότι μιλάει δημόσια, όλα τούτα είναι δαγκάνες που σφίγγουν τα σπλάχνα του συγγραφέα.
Είναι μια τόλμη, ένα ρίσκο στην πολυποικιλότητα της κοινωνίας μας.
Κι αυτά φαίνεται πως τα ζύγιασε ο φίλος μου ο Κώστας Βελούτσος, που κοπίασε, ίδρωσε και κατάφερε να μας δώσει έτοιμο και καλοφτιαγμένο στην «Ιωλκό» το πρώτο του έργο, που εκπλήσσομαι, γιατί ξεκίνησε με ένα δύσκολο είδος, το μυθιστόρημα. Πρέπει να πούμε, καλά τα κατάφερε.
Απλώνει μια όμορφη, πότε τρυφερή και πότε τραγική ιστορία, που αγγίζει με στοργή και πολλή συναισθηματική φόρτιση την πραγματικότητα. Γίνεται φανερό πως πάσκισε να ανασύρει από την καρδιά του καημούς, πάθη κι ανεκπλήρωτους πόθους και να μας τους σερβίρει με αγάπη.
Οι ήρωές του, «… απλοί άνθρωποι, που προσπαθούν να ισορροπήσουν, υπακούοντας άλλοτε την καρδιά κι άλλοτε την λογική. Κάπου όμως, χάνουν στο ζύγι και οι ρόλοι αλλάζουν. Οι θύτες γίνονται θύματα και το “Σεργιάνι στη ζωή” φέρνει πίκρα και λύπη.».
Ο Κώστας Βελούτσος προσπαθεί και μας ανασταίνει εικόνες χαμένες, σκεπασμένες με του χρόνου την ομίχλη και της παγκοσμιοποίησης τον ανεμοστρόβιλο. Μας δίνει αρκετά στίγματα λαογραφικά και μας ξυπνάει μνήμες αραχνιασμένες και σπινθηρίσματα φωτεινά για τους νέους μας που βρίσκονται σε μια παραζάλη, σε μια αβεβαιότητα κι άγνοια της παράδοσης, μια κι αυτή φαίνεται ήταν η βούληση κι η προσπάθεια των τρανών της γης.
Και μας φέρνει με το «Σεργιάνι στη ζωή» κοντά στον ειλικρινή, όπως φαίνεται, ήρωά του, το Μιχάλη, που διάλεξε την πρώτη μέρα του χρόνου να πάει με ευχές κι ένα μονόπετρο στο χέρι για να κάνει στη Μαρία πρόταση γάμου. Αυτή όμως αντέδρασε περίεργα και του λέει:
«“Ομολογώ ότι η πρόταση γάμου με βρίσκει απροετοίμαστη… πάντα όμως, κι αυτό οφείλω να σου το πω, με αιφνιδιάζεις ευχάριστα. Από τότε που σε γνώρισα πίστεψα σε σένα… Γέμισες κάθε κομμάτι του εαυτού μου και μ’ έκανες μητέρα…”
Έδειχνε όμως να απολογείται για κάτι που τουλάχιστον μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν ήταν κατανοητό στο Μιχάλη.
“… Πιστεύω να γνωρίζεις ότι σε μερικές ημέρες τελειώνω με την εργασία μου στο πανεπιστήμιο και θα επιστρέψω στην Αυστραλία. Αυτή ήταν και η πρόθεσή μου από την αρχή. Γνώρισα εσένα που είσαι κάτι όμορφο, αλλά δεν μπορώ να μείνω άλλο εδώ. Έστω κι έτσι σου υπόσχομαι πως θα είμαι για πάντα κοντά σου. Όσο για το Διονύση, ακόμα δεν ξέρω τι θα γίνει. Υπάρχουν ιδρύματα ένα σωρό στην Αυστραλία. Θα μεγαλώσει εκεί. Θα πηγαίνω καθημερινά να τον βλέπω.”»
Στερνά μαθαίνουμε πώς η Μαρία πληροφορήθηκε ένα σοβαρό μυστικό από τη Βασιλική, και για τον περίεργο ρόλο που έπαιξε ο Φράνσις, ο οποίος συντροφιά με τη μηχανή του απαθανάτιζε γεγονότα και καταστάσεις που αφορούσαν τη γυναίκα που αγάπησε με πάθος.
Και δυσδιακρίνουμε τα αναφυόμενα ψυχολογικά τραύματα που οδήγησαν ένα νέο στην αυτοκτονία.
Πρέπει να πούμε πως αξιέπαινη είναι η προσπάθεια του Βελούτσου κι υγιής ο στόχος του. Αξιοποίησε τις λίγες ώρες που του άφηναν ελεύθερες οικογένεια και Πυροσβεστική, προσπάθησε, κι αντί να σβήσει, άναψε φωτιές σε ανθρώπους που ενδιαφέρονται για τον πολιτισμό.