Ο Μαστρο-Γιώργης «Ο παπάς»

01/07/2012 - 05:56
Ο Γιώργος Λεφτ. Παρασκευαΐδης, εκτός από το πολύ γνωστό και σπουδαίο βιβλίο του «Μανταμάδος» για το χωριό του, συχνά - πυκνά μάς δίνει μελέτες τοπικού ενδιαφέροντος. Πριν λίγους μήνες επιμελήθηκε και προλόγισε τις αναμνήσεις ενός αφανούς συμπατριώτη, του Γιώργου Παπασταύρου.
ΛΕΣΒΙΑΚΟ ΒΙΒΛΙΟ

Γιώργος Λεφτ. Παρασκευαΐδης (επιμέλεια - πρόλογος)
Πιστό αντίγραφο από το σπάνιο χειρόγραφό του
Μυτιλήνη 2011, σελ. 132


Ο Γιώργος Λεφτ. Παρασκευαΐδης, εκτός από το πολύ γνωστό και σπουδαίο βιβλίο του «Μανταμάδος» για το χωριό του, συχνά - πυκνά μάς δίνει μελέτες τοπικού ενδιαφέροντος. Πριν λίγους μήνες επιμελήθηκε και προλόγισε τις αναμνήσεις ενός αφανούς συμπατριώτη, του Γιώργου Παπασταύρου, που ήταν γνωστός ως «Μαστρο-Γιώργης, ο Παπάς».
Πρόκειται για μια αυτοβιογραφία ενός αφανή ήρωα της πένας, γραμμένη με «μακρυγιάννικο» τρόπο και με πρωτόγονα μέσα (όσο του επέτρεπαν οι γραμματικές του γνώσεις και οι συνθήκες συγγραφής), ξεκινώντας απ’ την ορφάνια της παιδικής του ηλικίας, μέσ’ απ’ τα «μαύρα» χρόνια της τουρκοκρατίας στο χωριό του τον «Κλομιδάδο», τότε, και τώρα Νάπη, διανθισμένη με τον πρώτο αχνό και ανεκπλήρωτο παιδικό έρωτα στα θρανία του δημοτικού, περιδιαβαίνοντας τα μονοπάτια της ιστορίας κατά την απελευθέρωση της Λέσβου στα 1912 και ιδιαίτερα του Μανταμάδου (όπου και κατέληξε στα γεράματά του) και στη συνέχεια στρατιώτης στο ελληνικό εκστρατευτικό σώμα (χωρίς τη θέλησή του) ενάντια στην καταστολή της επανάστασης των Μπολσεβίκων της Ρωσίας τού 1917.
Τον διακρίνει ο σαρκασμός και το χιούμορ στην αφήγησή του, αλλά και ο ρομαντισμός στις λυρικές περιγραφές του, τόσο, που δε θα το φανταζόταν κανείς ότι μέσα στο σώμα αυτής της άσκημης, βρόμικης και μοναχικής φυσιογνωμίας (που στο τέλος κατέληξε μεθύστακας στους καφενέδες και διά βίου πλάνητας από τόπο σε τόπο, κι από αγροτοκάλυβο σε αγροτοκάλυβο για κατοικία, επειδή η δουλειά του ήταν μάστορας στα ξεροτράχαλα ντουβάρια των αγρών) κρυβόταν μια τόσο τρυφερή ψυχή!

Ο αείμνηστος Γιώργος Βαλέτας τον χαρακτήρισε για την ιδιότυπη γραφή του «Μακρυγιάννη της Λέσβου».
«Νομίζω ότι δικαιούται και τούτο το βιβλίο να πάρει μια θέση μέσα στα τόσα εκατομμύρια που κυκλοφορούν στον κόσμο. Η κυριώτερη, όμως, αποστολή του είναι ένα μνημόσυνο, μια προβολή απ’ την αφάνεια στη δημοσιότητα του γνήσιου αυτού, ευσυνείδητου εργάτη της γης, της καλοσύνης, και της πέννας, μιανού άτυχου άνθρωπου στη ζωή, που όμως συμβιβάστηκε με την ανάποδη μοίρα του και εξιστόρησε όλες τις ιδιοτροπίες της με τα πιο απλά και παραστατικά λόγια. Σαν χειρόγραφο δεν παρουσιάζει καμιά γλωσσική ιδιομορφία, της ντοπιολαλιάς π.χ. του Κολομιδάδου της Μυτιλήνης, απ’ όπου κατάγονταν ο ήρωας συγγραφέας μας. Όμως έκρινα σκόπιμο να το δημοσιέψω, γιατί εκτός του ότι μας δείχνει έναν δικό του τρόπο γραφής στους φθόγγους και αλλού, διαβάζοντάς το διαφαίνεται μια μεγάλη συγγραφική ικανότητα. Μια ευαίσθητη - λεπτή ψυχή θα ‘λεγα - στις περιγραφές, στις στιχομυθίες, στους συναισθηματισμούς, στο χιούμορ. Μα προπαντός αξίζει και σαν ιστορικό-λαογραφικό κειμήλιο», γράφει ο επιμελητής στον πρόλογό του.

Οι αναμνήσεις του Μαστρο-Γιώργη έχουν τίτλο «Ότι είδα, και ότι έκανα. Ότι άκουσα». Να ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα:
«Η τούρκικη αυτοκρατορία έβαζε έναν φόρο στους Ραγιάδες. Ήτανε η καλοκαιρινή παραγωγή: Μπαχτσέδες, περιβόλια, αμυγδαλιές, απηδγιές, ροδακινιές, συκιές, μποστανικά, κρομύδγια, σκόρδα και λοιπά. Τον φόρο αυτό τον λέγανε “χασιλάτια”. Τον θέτανε σε πληστηριασμό. Όπγιος τον αγόραζε είχε δικαιώματα: Να στήλη δικούς του ανθρώπους να προγράψουνε όλα τα είδη που είπαμε παραπάνω. Να χρεώσουνε τους αγρότες και τους εργάτες. Ανάλογα στη παραγωγή, το ποσόν του φόρου. Τα ονόματα του καταλόγου τα δύνανε στην υ­πηρεσία του Κράτους. Υπάλληλοι και ζαπτηγέδες θα είνε βοηθή για λογιαριασμό του μισθωτού.
Σε τέτγιες δουλιές ανακατεβότανε πάντοτε κάτι έξυπνοι πούχανε το φιλότιμο πάνω στην κορφή τους. Ο μισθωτός Αγάς, Χριστιανός βέβαια, μας χάριζε στη περιφέρειά μας υπάλληλο το Σπηρέλι και δγιό χωργιανοί που δεν είχανε πγιάσευ ποτέ δουλειά. Είχανε κι’ αυτοί τη χάρι τους. Ξέρανε και γαβγίζανε ώμορφα. Σαν το κόρακα. Το Σπηρέλι ήταν ένα ανθρωπάκι πολύ χαμηλό στο μπόϊ. Έφτανε ώμος ψηλά .... Στο κεφάλι του φορούσε μνια τραγιάσκα χαμηλά, πάνω στα φρύδγια. Πονηρόόόός! Το βλέμα του χόρεβε δεξιά και ζερβά, πτην πονηργιά. Και τα ματέλια του γιαλύζανε σαν της κολοφωτγιάς.»

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey