Ο μπροστάρης

01/07/2012 - 05:56
Στην κορφή σαν ανέβαινα, ο Ανεμόγιαννος, με την κελαριστή όλο μελωδία κι αγριάδα φωνή του, καλούσε τα πρόβατα να τα μαντρώσει για να τα ταΐσει. Ακούγανε αυτά, διακόσια μέτρα αλάργα, μα δε γυρίζανε.
Στην κορφή σαν ανέβαινα, ο Ανεμόγιαννος, με την κελαριστή όλο μελωδία κι αγριάδα φωνή του, καλούσε τα πρόβατα να τα μαντρώσει για να τα ταΐσει.
Ακούγανε αυτά, διακόσια μέτρα αλάργα, μα δε γυρίζανε. Ακλουθούσανε τον μπροστάρη κριό που τρεχάτος τα πάγαινε παραπέρα, στην πλαγιά με τη μεγάλη άπλα, χωρίς συρματοπλέγματα που τους στερούνε τη λευτερία τους.
Φουρκίστηκε ο βοσκός, έμπηξε πιότερο φωνή αγριεμένη, έστειλε και το τσοπανόσκυλο, πισωγύρισε τον μπροστάρη, που αρχίνιξε πάλι να τρέχει με τα υπόλοιπα πρόβατα ξοπίσω του, κι ήρθανε ως τον αφέντη. Τα ‘βαλε στο ξεροχώραφο με τα αψηλά ντουβάρια και το αγκαθωτό σύρμα, ήταν δεν ήταν μισό στρέμμα, και τους έριξε κάμποσο καλαμπόκι. Ορμήξανε, τρώγανε με λαιμαργία, και μοναχά ο κριός απόμεινε στην άκρη και λόγιαζε μια το συννεφιασμένο ουρανό και μια την απεναντινή πλαγιά. Ήθελε να πηδήξει το μαντρότοιχο, μέτραγε τις δυνάμεις του και το μπορούσε, μα δεν του πήγαινε να αφήσει τα άλλα ζώα απροστάτευτα. Κι έμεινε σκεφτικός, νηστικός και περίλυπος. Ως το βράδυ.
Καθώς έφτασα τον τσοπάνο που ήταν γερμένος στο ραβδί του απάνω και σκούπιζε τον ιδρό του, με το αυλακωμένο πρόσωπο να γυαλίζει, έκοψα το βηματισμό μου, τον καλημέρισα.
- Ανάθεμά το, για ζωντανό! Πολλά ξύπνιος κι επαναστάτης βγήκε, είπε και κάρφωσε με την ματιά του τον κριό.
- Δεν υπακούει, ε;
- Με τίποτα δεν μπαίνει στο φράμα. Να σου πω την πάσα αλήθεια τον αρέσω γιατί μου μοιάζει, μα ο κερατάς κάθε πρωί, με παιδεύει.
- Είναι πολύ όμορφος και καμαρωτός με τα στριφτά, ίδια αγριμιού, κέρατά του!
- Περήφανο ζο, και πεισματάρικο. Δεν το βλέπεις; Μπουκιά δε βάνει στο στόμα του. Στέκει και θωρεί καρσί την αγριγιάδα. Την λευτερία του.
- Γιατί δεν το ελευθερώνεις; Δε θα κάνει μεγάλη ζημιά.
- Δε φεύγει μονάχος. Θέλει ολόκληρο το κοπάδι μαζί του.
Στράφηκα, χαιρέτηξα, κι έκανα να κατηφορίσω σαν τον άκουσα να μονολογεί.
- Θα το φάει το κεφάλι του! Πολλά ψηλά το σήκωσε θαρρώ.
Στην ισιάδα σα βρέθηκα, ένα άλλο κοπάδι, με ένα πιο ήμερο και λεπτοκαμωμένο κριάρι, να πασκίζει μα να μην καταφέρνει πρωτολάτης να γενεί, έτρεχε να μπει σε ξέφραγο χωράφι. Εκατό μέτρα πίσω, τα φώναξε η τσοπάνισσα, κι ευτύς κάνανε μεταβολή, πήγανε τρεχάτα κοντά της, μπήκανε στο μικρό χωράφι, ίσα να τα χωρεί, και χαρούμενα, αποχαυνωμένα θαρρείς, τρώγανε το λιγοστό καλαμπόκι που τους έριξε. Μαζί και το σερνικό. Να μην ξεχωρίζει. Μόνο να πασκίζει πιότερο από τ’ άλλα να φάει. Το χάδεψε η Σπανακομαριά η τσοπάνισσα, του έδωκε άλλη μια χούφτα καλαμπόκι, κάτι μουρμούριξε κι έφυγε.
Ως πέρναγα, την καλημέρισα και παίνεψα τα ζωντανά της.
- Καλά είναι τα έρμα, είπε.
- Και το σερνικό, …
- Κριγιός, πρώτο πράμα! Υπάκουος! Γι’ αυτό και του έβανα κουδούνι. Θα τον βαστήξω χρόνια.
Την άλλη μέρα περνούσα από του Πλεύρη το χασάπικο. Ο Ανεμόγιαννος, με μια χούφτα παράδες, έστεκε λυπημένος και θωρούσε ένα αχνιστό ακόμα ζωντανό που κρεμόταν στο τσιγκέλι.
Τα στριφτά κέρατά του, ίδια αγριμιού, βαλμένα στην άκρη, θα στολίζανε, λέει, το κρεοπωλείο.

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey