Μαθαίνοντας για μια τέχνη ξεχασμένη και πλέον σπάνια

Δημιουργώντας Σαμάρια στον Σκόπελο με τον Παναγιώτη Τσουκαλοχωρίτη [Vid & Pics]

03/05/2022 - 09:00 Ενημερώθηκε 03/05/2022 - 14:54

Είναι ένα γωνιακό εργαστήρι, στον Σκόπελο της Γέρα, με μία ξύλινη πόρτα που τα γυάλινα παράθυρά του μαρτυρούν μία τέχνη σπάνια, που χάνεται στο πέρασμα του χρόνου, καθώς οι ανάγκες του ανθρώπου έχουν αλλάξει.  

Τα σαμαράδικα (σαγματοποιεία) που διατηρούνται σήμερα στην χώρα μας είναι ελάχιστα, αφού πλέον τα ιπποειδή, έχουν πάψει πλέον να αποτελούν το βασικό εργαλείο των αγροτών στις δουλειές τους. Σήμερα γαϊδούρια και μουλάρια, ζώα που χρησιμοποιούνταν ως επί το πλείστον για φόρτωμα ξύλων, μεταφορά προϊόντων, όργωμα κλπ έχουν πλέον δώσει την θέση τους σε μηχανήματα. Άρα τα όποια εξαρτήματα χρησιμοποιούνταν ως συνοδεία δεν είναι πλέον σε ζήτηση. 

Παρά ταύτα ο Παναγιώτης Τσουκαλοχωρίτης, στον ελεύθερό του χρόνο, φτιάχνει σαμάρια ή συντηρεί εκείνα που του φέρνουν, όλοι όσοι σε πείσμα των καιρών θέλουν να τα διατηρούν καινούρια.  

Η τέχνη αυτή αποτελούσε κάποτε την βασική πηγή εσόδων για τον πατέρα του, ο οποίος το 1967 αποφάσισε να ασχοληθεί επαγγελματικά με αυτή. Έτσι ο Παναγιώτης Τσουκαλοχωρίτης έμαθε να φτιάχνει σαμάρια και όλα τα συνοδευτικά εξαρτήματα - δερμάτινα είδη που χρειάζονται τα ζώα όπως καπίστρι, καπλουδέτης και μεσιά.  

Μάλιστα παλαιότερα τα καλοκαίρια πήγαινε με τον πατέρα του σε άλλα χωριά, όπως Άργενο και Μανταμάδο για να φτιάξουν σαμάρια. Σημειώνεται ότι για να φτιαχτεί ένα σαμάρι απαιτούνταν 3-4 ημέρες χωρίς να περιλαμβάνονται σε αυτό τα επιπλέον εξαρτήματα, τα οποία δουλεύονται στο χέρι.  

Μέσα στο μικρό εργαστήριο στον Σκόπελο της Γέρας, κόβει τα ξύλα, τα πελεκά τους δίνει το σχήμα μου θέλει, κάνει σχέδια επάνω τους σηματοδοτώντας έτσι τον κατασκευαστή, φτιάχνει τα σαμάρια και δημιουργεί τα κεντημένα δερμάτινα είδη.  

Το σαμάρι  

Το Σαμάρι λοιπόν είναι ένα ξύλινο εξάρτημα που προσαρμόζεται στη ράχη γαϊδουριού ή μουλαριού ώστε να φορτωθεί πάνω σ’ αυτό ένα φορτίο ή να κάθεται ο αναβάτης. 
Πριν την εμφάνιση των αγροτικών μηχανών και αυτοκινήτων στα χωριά μας, οι μεταφορές της κτηνοτροφικής παραγωγής, της ξυλείας αλλά και των ίδιων των ανθρώπων γίνονταν αποκλειστικά και μόνο με τα άλογα, μουλάρια και γαϊδούρια.  

Για αυτό το σκοπό τα ζώα αυτά έπρεπε να εξοπλιστούν με την κατάλληλη ιπποσαγή που θα μοίραζε και θα μετέφερε ομαλά στις πλάτες των υποζυγίων το βάρος και τις δυνάμεις του φορτίου που συχνά ξεπερνούσε τα 150 κιλά.  

Αυτό το έκανε το σαμάρι. Κάθε ζώο είχε σαμάρι φτιαγμένο στα μέτρα του για να εφαρμόζει τέλεια και για να σαμαρωθεί έπρεπε να είχε κλείσει τα 3-4 χρόνια της ηλικίας του. Ένα καλό σαμάρι μπορούσε να κρατήσει πάνω από 15 χρόνια. Συνήθως τα υποζύγια κουβαλούσαν το ίδιο σαμάρι μια ολόκληρη ζωή. 

Η κατασκευή του Σαμαριού 

Ο σκελετός του σαμαριού είναι ξύλινος και για να φτιαχτεί δουλεύονται από κορμό πλατάνου ή καρυδιά, όπου τα «νερά» του ξύλου είναι στρογγυλά και έτσι είναι δύσκολο να σπάσει η κατασκευή. Το Σαμάρι αποτελείται από δύο πιστάρια, ο «ώμος» που αποτελεί το μπροστινό μέρος και ο «πισινός» που αποτελεί το πίσω. Για να ενωθούν τα δύο πιστάρια χρειάζονται έξι ξύλα οι λεγόμενες παγίδες. Οι δύο επάνω παγίδες, δηλαδή εκεί που κάθεται ο άνθρωπος έχουν σχήμα οβάλ, δηλαδή μια σχετική καμπή. Οι δε άλλες τέσσερες έχουν ελάχιστη καμπή, αναλόγως τα πλευρά του ζώου και του όγκου του σώματος του.  

Γι’ αυτό και ο «πισινός» είναι εντελώς διαφορετικός από τον «ώμο». Ενώ το ώμος πέφτει στις αρχές του σβέρκου και πριν τις ωμοπλάτες του υποζυγίου, ο πισινός, που έχει διπλό άνοιγμα, πέφτει στο κορμί του ζώου λίγο πιο μπροστά από τα καπούλια. 

Ο ξύλινος σκελετός θα αποτελέσει την βάση όπου θα τοποθετηθεί το δέρμα και έπειτα ο κετσές. Το κενό που σχηματίζεται ανάμεσα στο δέρμα του σαμαριού και τον κετσέ, που δημιουργείται από μαλλί προβάτου, γεμίσει με άχυρο για να κάνει πιο ομαλή την επαφή του εξαρτήματος με το σώμα του ζώου. Αξίζει να αναφέρουμε ότι παλαιότερα κετσέδες φτιάχνονταν σε χωριά της Λέσβου όπως Βατούσα, Σκαλοχώρι και Αγιάσο, απ’ όπου τα προμηθεύονταν οι τεχνίτες, τώρα τα εισαγάγουν από άλλα μέρη.  

Το καπίστρι, ο καπλουδέτης και η μεσιά του ζώου που είναι η συνέχεια του σαμαριού είναι πάντα από μαλακό κατεργασμένο δέρμα καμωμένο να πιέζει το σώμα του ζώου χωρίς να του προκαλεί τραύματα. Ο καπλουδέτης είναι μια λουρίδα που περνά πίσω στο ζώο και ενώνεται με το σαμάρι. Ο καπλουδέτης όπως και το καπίστρι είναι κεντημένα με χάντρες στο χέρι, μια δουλειά καθόλου εύκολη αν αναλογιστεί κανείς ότι ο τεχνίτης κεντά πάνω σε δέρμα.

 
Η δερμάτινη ζώνη με την οποία δένεται το σαμάρι στην κοιλιά του ζώου λέγεται και μεσιά, ή ζωστήρας. Στηριγμένη αυτή η ζώνη στις επάνω παγίδες του σαμαριού με μια στροφή στην καθεμιά. 
Στα άκρα έχει από ένα χαλκά τριγωνικό περίπου και από τον ένα χαλκά είναι δεμένο ένα λουρί δερμάτινο που δένει τη μια άκρη με την άλλη, αναλόγως το σώμα του ζώου και το γέμισμα της στρώσης. Πολλές φορές χρησιμοποιούν μια λουρίδα, που περνά στο στήθος του ζώου και στηρίζεται στον ώμο. Αυτή η λουρίδα λέγεται και μπροστέλα και τη βάζουν στα μουλάρια που δουλεύουν σε βουνά και ανηφόρες για να κρατούν το σαμάρι για να μη φεύγει πίσω. 

Τα σαμάρια είχαν συχνά λειτουργικό διάκοσμο, όπως για παράδειγμα τα αρχικά του ιδιοκτήτη καρφωμένο με καρφιά στον ώμο ή και κάποιο σχήμα που συμβόλιζε το χωριό καταγωγής του.  

Τα σαμαράδικα (σαγματοποιεία) σήμερα σε όλη την Ελλάδα είναι μετρημένα στα δάχτυλα των χεριών. Ελάχιστοι άνθρωποι συνεχίζουν να κρατούν «ζωντανή» μία τέχνη που τείνει να εξαφανιστεί όπως πάρα πολλές άλλες!! 

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey