
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Κωνσταντίνου Καμπουρίδη: «Η Λέσβος τον 16ο αιώνα»
Πριν από λίγους μήνες κυκλοφόρησε από τον εκδοτικό οίκο «Κ.&Μ. Σταμούλη» της Θεσσαλονίκης, το πολύτιμο για τη νεότερη ιστορία της Λέσβου, βιβλίο του οθωμανολόγου Κωνσταντίνου Καμπουρίδη με τίτλο: Η Λέσβος τον 16ο αιώνα. Οικονομία και πληθυσμός. Το οθωμανικό κατάστιχο απογραφής του 1548.
Πριν από λίγους μήνες κυκλοφόρησε από τον εκδοτικό οίκο «Κ.&Μ. Σταμούλη» της Θεσσαλονίκης, το πολύτιμο για τη νεότερη ιστορία της Λέσβου, βιβλίο του οθωμανολόγου Κωνσταντίνου Καμπουρίδη με τίτλο: Η Λέσβος τον 16ο αιώνα. Οικονομία και πληθυσμός. Το οθωμανικό κατάστιχο απογραφής του 1548.
Στοιχεία από τα οθωμανικά φορολογικά/απογραφικά κατάστιχα του 16ου, 17ου και 18ου αιώνα, γνωρίσαμε το 2000 από το βιβλίο των Δ. Καρύδη - M. Kiel με τίτλο: Μυτιλήνης αστυγραφία και Λέσβου χωρογραφία (15oς-19oς αιώνας) με βάση αδημοσίευτες oθωμαvικές και γαλλικές αρχειακές πηγές.
Στη συνέχεια περισσότερα στοιχεία είδαν το φως της δημοσιότητας χάρη στη δημοσιοποίηση από την οθωμανολόγο Ευαγγελία Μπαλτά και Τούρκους οθωμανολόγους και άλλων σχετικών μελετών για τη Λέσβο, βασισμένων σε οθωμανικές αρχειακές πηγές, που βρίσκονται σε διάφορα αρχεία της γείτονος χώρας.
Ωστόσο, το βιβλίο του κ. Καμπουρίδη είναι το μόνο που αναδημοσιεύει εξ ολοκλήρου το αναλυτικό οθωμανικό φορολογικό/απογραφικό κατάστιχο του 1548. Ως εκ τούτου, είμαστε σήμερα σε θέση να γνωρίζουμε σημαντικές πτυχές της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής ζωής του νησιού κατά τον 16ο αιώνα.
Για πρώτη φορά βλέπουν το φως της δημοσιότητας, ονόματα των κατοίκων του νησιού, στοιχεία για την ακίνητη περιουσία τους, τα μέσα παραγωγής τους, τις εκκλησίες και τα μοναστήρια τους. Μα πάνω απ’ όλα πληροφορούμαστε λεπτομερώς για την ιδιομορφία του οικιστικού δικτύου της Λέσβου, η δομή του οποίου σχετιζόταν άμεσα και επηρεαζόταν από την ιδιομορφία των πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών δομών της εποχής.
Όλες οι παράμετροι της παραπάνω ιδιομορφίας περιγράφονται λεπτομερώς από τον κ. Καμπουρίδη στο συγκεκριμένο βιβλίο του. Θα ήθελα μόνο να επισημάνω στους αναγνώστες του άρθρου ότι ο 16ος αιώνας είναι μια εποχή, κατά την οποία παρατηρούνται αθρόες μετακινήσεις πληθυσμών εντός του νησιού.
Σε ένα δίκτυο, που αποτελείται από 159 πόλεις και χωριά, άλλοι οικισμοί ερημώνονται, άλλοι συρρικνώνονται κι άλλοι μεγεθύνονται. Κύριο αίτιο αυτών των μετακινήσεων των κατοίκων του νησιού, οι οποίοι στη συντριπτική τους πλειοψηφία είναι χριστιανοί, είναι η αναζήτηση νέων χώρων εργασίας, όπως τις επέβαλε το διαρκώς μεταβαλλόμενο τιμαριωτικό οθωμανικό σύστημα της εποχής.
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο πρέπει να εξετάσουμε, εκτός των άλλων, και τις πολλές διπλές ονομασίες που καταγράφονται στα οθωμανικά φορολογικά απογραφικά κατάστιχα του 16ου αιώνα. Σωστά κατά τη γνώμη μου, ο κ. Καμπουρίδης υποστηρίζει ότι μια καταγραφή του τύπου Οικισμός Α, νέα ονομασία, Οικισμός Β, υπονοεί μετακίνηση πληθυσμού από τον Οικισμό Α στον Οικισμό Β.
Αυτό διαπιστώνεται σε μια σειρά οικισμών, από τους οποίους η χαρακτηριστικότερη περίπτωση είναι για μένα η περίπτωση του οικισμού Αγρίδια (Ağridya), ο οποίος σύμφωνα με το κατάστιχο απογραφής του έτους 1580/1581, φέρει και τη νέα ονομασία Çömlekçi (Τσουκαλάς), πρόδρομη προφανώς ονομασία του χωριού, που στη συνέχεια έλαβε τις ονομασίες Τζηκαλοχώρι ή Τζηκαλοχώρα, Τζουκαλοχώρι ή Τσουκαλοχώρι (Çömleköy) και τελικά Σκαλοχώρι.
Σε αντίθεση με άλλες περιπτώσεις διπλών ονομασιών λεσβιακών οικισμών, στις οποίες έχει ταυτιστεί η ακριβής θέση και των δύο οικισμών, η ανυπαρξία του τοπωνυμίου Αγρίδια στην ευρύτερη περιοχή του Σκαλοχωρίου, δημιουργεί προβληματισμό. Ένα ερώτημα δημιουργείται αναπόφευκτα: Μήπως δεν πρόκειται για μετοικεσία πληθυσμού, αλλά για μια απλή μετονομασία τοπωνυμίου;
Όμως, ακόμα κι αν θεωρήσουμε ότι η υπόθεση αυτή ευσταθεί, δεν θα έπρεπε παράλληλα να ερμηνευθεί ο λόγος της συγκεκριμένης μετονομασίας; Ωστόσο, μια επισταμένη έρευνα που πραγματοποίησα στην πλούσια λεσβιακή βιβλιογραφία, μου επιτρέπει σήμερα να προβώ στη δημοσιοποίηση της παρακάτω εκδοχής: Η ονομασία Αγρίδια ή Γρίδια καταγράφεται ως τοπωνύμιο στην ευρύτερη περιφέρεια της Άγρας και συγκεκριμένα στην περιοχή Κοντίσια. Μάλιστα στο παρακείμενο εξωκλήσι της Αγίας Παρασκευής, βρίσκονται εντοιχισμένα παλαιά αρχιτεκτονικά μέλη.
Παράλληλα, το τοπωνύμιο Αγρίδια καταγράφεται στη λεσβιακή βιβλιογραφία με δύο άλλες διπλές ονομασίες, δηλ. την ονομασία Αγρίδια ή Άγρα και την ονομασία Αγρίδια ή Χίδηρα. Συνεπώς, κατά τη γνώμη μου, ένα μέρος των κατοίκων του οικισμού Αγρίδια πρέπει να μετοίκησε στην παρακείμενη Άγρα, ένα άλλο μέρος στα κοντινά, σύμφωνα με το συγκοινωνιακό δίκτυο της εποχής, Χίδηρα και ένα άλλο μέρος στο πιο μακρινό Σκαλοχώρι.
Το συγκεκριμένο βιβλίο του κ. Καμπουρίδη αποτελεί ασφαλώς σημαντικό σταθμό για τη νεότερη ιστορία της Λέσβου, αφού διευκρινίζει πολλά μέχρι πρότινος σκοτεινά σημεία της ιστορίας του νησιού και προτείνει λύσεις σε δυσεπίλυτους προβληματισμούς, ενώ συγχρόνως αξιοποιεί σε άριστο βαθμό τη γενικότερη τουρκική και ελληνική βιβλιογραφία και σε μικρότερο βαθμό τη λεσβιακή.
Όμως, παράλληλα το βιβλίο του κ. Καμπουρίδη αποτελεί για μας τους Λέσβιους, μια μεγάλη πρόκληση. Ειδικότερα οι Λέσβιοι ιστορικοί οφείλουμε να αξιοποιήσουμε κατάλληλα τα νέα για την ιστορία του νησιού μας, στοιχεία, που ήλθαν στο φως της δημοσιότητας, ώστε να αναδείξουμε καλύτερα τη μέχρι πριν από λίγο «σκοτεινή» περίοδο των πρώτων αιώνων της τουρκοκρατίας στο νησί.
Σε ό,τι αφορά στο οικιστικό δίκτυο του νησιού κατά το 16ο αιώνα, είναι απαραίτητη η συνεργασία των ντόπιων ιστορικών, ιστοριοδιφών και λοιπών πνευματικών ανθρώπων, ώστε χάρη στην καταγραφή των κατά τόπους τοπωνυμίων, να καταστεί ευχερής ο εντοπισμός της ακριβούς θέσης και άλλων οικισμών της Λέσβου, που η μελέτη του κ. Καμπουρίδη δεν κατόρθωσε να εξακριβώσει.
Μόνον έτσι θα μπορέσουν να διορθωθούν οι ονομασίες οικισμών του νησιού, που ο Οθωμανοί καταγραφείς δεν μπόρεσαν να αποδώσουν ευκρινώς στα κατάστιχά τους και οι οθωμανολόγοι, Τούρκοι ή Έλληνες, τις μετέγραψαν λανθασμένα. Αυτό συμβαίνει, γιατί το οθωμανικό/αραβικό αλφάβητο είναι συλλαβικό, τα φωνήεντα σε αρκετές περιπτώσεις παραλείπονται, γράμματα χρησιμοποιούνται άλλοτε ως σύμφωνα και άλλοτε ως φωνήεντα, άλλα πάλι μπορούν να αποδώσουν ακόμα και τρεις διαφορετικούς ήχους φωνηέντων, ενώ ο τρόπος γραφής ορισμένων γραμμάτων είναι πανομοιότυπος, με αποτέλεσμα να υπάρχει σύγχυση στη χειρόγραφη απόδοση ορισμένων γραμμάτων.