Εκείνος¹ (αφήγηση)

06/12/2013 - 19:36

… Ένα τέτοιο μυθικό πρόσωπο ήταν κι Εκείνος, που έσβησε πριν αρκετά χρόνια, κι η μνήμη του μένει ακόμα και σήμερα να πλανάται σαν αερικό πάνω απ’ τις θύμησες όσων τον γνώρισαν.

… Ένα τέτοιο μυθικό πρόσωπο ήταν κι Εκείνος, που έσβησε πριν αρκετά χρόνια, κι η μνήμη του μένει ακόμα και σήμερα να πλανάται σαν αερικό πάνω απ’ τις θύμησες όσων τον γνώρισαν.

Εκείνος! Πρέπει να το πω απ’ την πρώτη στιγμή: ήταν η πιο κυριαρχική μορφή του σπιτιού μας. Ένα ίσιο κορμί, ένα ίσιο μάτι, μια ίσια ψυχή. Δε μιλούσε άσκημα σε κανέναν ποτέ, γιατί δεν μπορούσε να υπάρξει για Εκείνον ποτέ αφορμή να μιλήσει άσκημα σε κανέναν. Αυτό ανάγκαζε κι εμάς όλους ν’ ακολουθούμε τη γραμμή Του, να μπαίνουμε στην ευθεία Του. Θέλαμε δε θέλαμε, γινόμασταν καλοί, δίχως ελαττώματα, δίχως παραλογισμούς. Κι η μητέρα μας. Και τα παιδιά. Όλος ο κόσμος. Αυτή η καλοσύνη γέμιζε αγιοσύνη όλο το σπίτι μας. Κι αυτή η αγιοσύνη ήταν το στοιχείο της παρουσίας Του, μια παρουσία που την ένιωθες παντού, σε κάθε κάμαρα, σε κάθε έπιπλο, στις σκάλες, μες στον αέρα.

Δεν είχε πολλά λόγια, όπως δεν ήξερε και πολλά γράμματα. Αλλά τι σημασία έχει; Όσα έμαθε, έφταναν και περίσσευαν για να εδραιώνουν κάθε μέρα και με μεγαλύτερη σταθερότητα την ακεραιότητά του μέσα στο μικρό μας ανθρώπινο σύμπαν. Τον θαυμάζαμε. Δεν το επιδίωκε. Όλα έρχονταν μόνα τους: κι ο θαυμασμός, κι η αγάπη των άλλων, κι η ανάγκη να είμαστε μπροστά Του πάντα ειλικρινείς, κι η βαθιά μας επιθυμία να είμαστε έτοιμοι σε κάθε στιγμή να Του προσφέρουμε το παν.

Φρόντιζε να ζει στο περιθώριο. Πόσο όμως ήταν πάντα μες στην καρδιά των γεγονότων, και των πράξεών μας, και των ονείρων μας, και των αγωνιών μας! Και πόσο μας συμπαραστεκόταν με τον τρόπο Του, με τον καλό και ήρεμό Του λόγο, ακόμα και με τις σιωπές Του! Τα μάτια Του είχαν εκείνο το θαμπό φως της αγαθότητας και της καλοσύνης, που δεν αστράφτει, δε φεγγοβολά, έρχεται μόνο κοντά σου διακριτικά, σου πιάνει μόλις το χέρι, ρωτά βουβά τι έχεις, αν θέλεις τίποτα, αν μπορεί να σε βοηθήσει σε κάτι.

Το μεγάλο Του μέτωπο είχε μια μόνιμη θλίψη. Λέγαμε πως θα ήταν απ’ τα τυραννισμένα παιδικά του χρόνια εκεί, στο πετραδερό χωριό του, όταν ο ήλιος βασίλευε πίσω απ’ το γυμνό τους βουνό αμέσως μετά το απομεσήμερο. Ήταν δεκατέσσερα παιδιά στην οικογένειά Του, κι Εκείνος ήταν ο μικρότερος, και βέβαια ο τελευταίος που ξενιτεύτηκε, ενώ τ’ άλλα Του αδέλφια είχαν κιόλας σκορπίσει από δω κι από κει, στην πρωτεύουσα της επαρχίας, ή ακόμα πιο μακριά, στα ξένα, στην Ανατολή, στη Δύση, για να εξασφαλίσουν την επιβίωσή τους. Για Εκείνον ήταν γραμμένο να υπηρετήσει πρώτα πιστά, ως το πικρό τέλος τους, τους γονείς Του και τις απάντρευτες αδελφές Του, κι ύστερα να δει τον εαυτό του. Και δεν ήταν, βέβαια, μια ανθούσα οικογένεια, όπως άλλωστε οι περισσότερες κάθε ελληνικού χωριού. Οι βροχές, και το χιόνι, κι η ερημιά των χωραφιών, και το λιγοστό ψωμί, κι η στενότητα του ορίζοντα, έσκαβαν ως πολύ βαθιά την ψυχή των ανθρώπων της φτωχής γης. Προπάντων την παιδική ψυχή.

Σπάνια μας μιλούσε γι’ αυτά τα χρόνια.² Όποτε το έκανε όμως, τα μάτια Του υγραίνονταν, ενώ απ’ το πρόσωπό Του περνούσε φευγαλέα η σκιά μιας παραπονεμένης μελαγχολίας. Ύστερα αναστέναζε διακριτικά πάλι. Ήξερε ότι η ζωή είχε επιφυλάξει στους ανθρώπους και χειρότερες ιστορίες. Έλεγε συχνά: «μη βλέπετε μόνο μπροστά σας· κοιτάτε και πίσω σας, να δείτε τι δράμα που είναι ο κόσμος· κάνετε το σταυρό σας κι ευχαριστείτε το Θεό για όσα σας έδωσε».

Μπορεί η θέση του να ήταν παραπλήσια με τη μοιρολατρική υποταγή. Ωστόσο ήταν και μια σοφία ξεκινημένη απ’ τη θεμελιακή παραδοχή ότι ο άνθρωπος είναι ένα πλάσμα αδύναμο, προορισμένο να ζει αναγκαστικά μέσα στις συνθήκες που άλλες δυνάμεις διαμόρφωσαν, αυτές που συνθέτουν τα πλαίσια της μοίρας μας, έξω απ’ τα οποία δεν μπορούμε να βγούμε σε καμμιά περίπτωση, δρώντας δήθεν με δικούς μας κανόνες και δική μας αποκλειστικά παντιέρα, απαλλοτριωμένοι και ελεύθεροι. «Βέβαια, μέσα σ’ έναν τέτοιο κόσμο, οι άλλοι σε βλέπουν από φυσικού τους εχθρικά. Το ζήτημα είναι να καταφέρεις εσύ, παρά ταύτα, να μην πάψεις να εφαρμόζεις το σωστό, ενώ ταυτόχρονα να αποβάλλεις από μέσα σου κάθε εχθρότητα που μπορεί να πληγώσει το συνάνθρωπό σου.»

Τον ξαναφέρνω μπροστά μου όπως τον είδα την τελευταία φορά: ήρεμο, γαλήνιο, μεγάλο τόσο, που να καλύπτει όλη μου την παιδική ζωή, και την εφηβεία μου, και τη νιότη μου, και τα χρόνια του άντρα με τα γκρίζα μαλλιά. Είχε ένα αδιόρατο χαμόγελο στα χείλια. Αυτά τα χείλια έμοιαζαν να ψιθυρίζουν: «Την πίστην τετήρηκα, τον νόμον τετέλεκα…» Ήταν συμπυκνωμένη η ίδια η σοφία του κόσμου, φτιαγμένη απ’ τον πηλό της γης, προς την οποία επέστρεφε - εκείνον το Νοέμβριο του 1960.

Λοιπόν η μνήμη είναι σαν ένα σμάρι πουλιά του Θεού, περνούν μπροστά απ’ το παραθύρι σου, σε παίρνουν στα φτερά τους, και μπορούν να σε φέρουν ως πέρα απ’ τον ορίζοντα, για να ξαναδείς το ανεπανάληπτο όραμα, που υπήρξε:

Εκείνος! Ο πατέρας.

¹ Απόσπασμα από μεγάλο βιβλίο του συγγραφέα, που αναφέρεται στον πατέρα του κυρ-Στρατή Χατζηαναγνώστου, γραμμένο το 1960. Δημοσιεύεται για την επέτειο του θανάτου Εκείνου.

² Πρόκειται για τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα.

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey