Ο Λαξευτής

10/01/2013 - 14:25

Από το 1980 και έπειτα, η Ελλάδα με αίσθημα ανακούφισης διάχυτο, βάλθηκε να εισέλθει στη «νεωτερικότητα». Από τους πρώτους θεσμούς που επλήγησαν, ήταν η εκκλησία. Στον πολιτικό κόσμο, μια στροφή προς την ανοιχτή υπεράσπιση της διωκόμενης μέχρι τότε αριστεράς αποτέλεσε το «καινούργιο».

Ισοπεδώνοντας το παλιό
Από το 1980 και έπειτα, η Ελλάδα με αίσθημα ανακούφισης διάχυτο, βάλθηκε να εισέλθει στη «νεωτερικότητα». Από τους πρώτους θεσμούς που επλήγησαν, ήταν η εκκλησία. Στον πολιτικό κόσμο, μια στροφή προς την ανοιχτή υπεράσπιση της διωκόμενης μέχρι τότε αριστεράς αποτέλεσε το «καινούργιο». Όπως και να έχει, η νεωτερικότητα κέρδισε έδαφος. Μέχρι εδώ όλα καλά. Ψάχναμε να βρούμε με τι θα αντικαταστήσουμε το παλαιό, γιατί όντως δε μας είχε πάει μακριά. Και βρήκαμε τροφή εισαγόμενη, υπήρχε μπόλικη για πούλημα από τους «ευεργέτες μας». Οι ξενόφερτες ιδέες ταυτίστηκαν με το νέο - το πολυπόθητο «νέο» - που θα έφερνε την αλλαγή.

Πολλά πράγματα που ταλαιπωρούσαν την κοινωνία, νόρμες, φοβίες, πισωπατήματα, πραγματικά άλλαξαν και μάλιστα προς το καλύτερο. Φοβάμαι όμως πως δεν ψωνίσαμε καλά. Πως αγοράσαμε εν γνώσει μας αυτά που θέλησαν να μας πουλήσουν. Φοβάμαι πως δε μιλάμε για διαφωτισμό. Φοβάμαι πως επρόκειτο απλά για χρήμα που ήρθε, μας έκανε για λίγο να νιώσουμε δυνατοί, μα ξοδεύτηκε σε μια επανάσταση καταναλωτισμού δίχως αντίκρισμα. Σε αυτήν την επανάσταση αποκτήσαμε μια πλασματική απελευθέρωση από το «παλιό» και το «οπισθοδρομικό». Από τη μια αποκηρύξαμε το παρελθόν γιατί είχαμε την οικονομική άνεση να το κάνουμε, από την άλλη όμως δεν ξεριζώσαμε από μέσα μας τα όσα μας κρατούν πραγματικά πίσω.

Δεν επενδύσαμε, με λίγα λόγια, στην πνευματική ανάπτυξη, απλά ταυτίσαμε την αλλαγή με τη δυνατότητα να ξοδεύουμε και να μιμηθούμε τη Δύση, μια Δύση στην οποία ποτέ δεν ανήκαμε. Καλύψαμε τα κενά μας για λίγο με τα όσα μπορεί να αγοράσει το χρήμα. Και τώρα που το χρήμα στέρεψε, είμαστε πάλι γυμνοί, έχουμε μείνει με τα όσα έχουμε μέσα μας, με οπισθοδρομικές ιδέες, με φοβίες, ξανά, δίχως ρίζες παρά σε βαθιά προκατάληψη. Είμαστε άοπλοι.

Και το χειρότερο είναι πως η νεωτερικότητα πήρε μαζί της και όσα ελάχιστα είχαμε παλιότερα τα οποία μας έδιναν μια ξεχωριστή ταυτότητα και με τα οποία θα μπορούσαμε να κάνουμε μια μαγιά για το καινούργιο. Τα αφήσαμε, τα ξεχάσαμε γιατί τα θεωρούσαμε και αυτά «παλιές ιδέες». Μουσική, ιστορίες, κοινοτικό βίο, συνεταιριστικές δομές, διευρυμένες μορφές οικογένειας, παραδοσιακά επαγγέλματα κ.ά., την πατήσαμε σαν αχόρταγα παιδιά. Και τώρα ψάχνουμε το «αυθεντικό», μήπως και εκεί μέσα βρούμε ξανά κάτι από τα κομμάτια μας. Είναι άραγε αργά;

Έρχονται και θα τα αλλάξουν όλα!
100 σοφοί Έλληνες ακαδημαϊκοί γυρίζουν στην Ελλάδα από τα ξένα για να αναμορφώσουν τα ΑΕΙ! Η «Καθημερινή», μάλιστα, μιλάει για «λάμψη» από το εξωτερικό και άλλα τινά διθυραμβικά. Πόσο φαιδρότερη πλέον να γίνει αυτή η εφημερίδα; Ας έρθουν λοιπόν οι φωστήρες. Τους εύχομαι καλή δύναμη. Τους εύχομαι επίσης καθώς θα καταναλώνουν την επιχορήγησή τους, 1) να βρουν φοιτητές. Γιατί έτσι όπως πάμε, δεν αξίζει να σπουδάζεις εδώ - και οι νέοι το έχουν καταλάβει και φεύγουν σωρηδόν.

2) Τους εύχομαι να βρουν νέους ερευνητές που να θέλουν να δουλέψουν επιστημονικά στην Ελλάδα. Γιατί είναι τρέλα να θέλεις να κάνεις επιστήμη σε αυτήν τη χώρα. 3) Τους εύχομαι να τα βρουν με τους ήδη υπάρχοντες εντόπιους «σοφούς», που τα έχουν κάνει μαντάρα τόσα χρόνια. Εκεί θα έχει γέλιο. Και αφού τα βρουν όλα αυτά, τους εύχομαι να βρουν πετρέλαιο να θερμάνουν τις αίθουσες των πανεπιστημίων, γιατί μαθαίνω ότι στα βόρεια της χώρας ήδη κάποιοι προσπαθούν να κάνουν μάθημα με παγωμένο εγκέφαλο, με θερμοκρασία μέσα στο εργαστήριο στους μείον πέντε. Αυτό λοιπόν το πρόβλημα που δεν κατάφεραν 250 Έλληνες φωστήρες να το λύσουν, θα έρθουν και άλλοι 100 για επιπρόσθετη υπολογιστική δύναμη. Φαίνεται σε ετούτη τη χώρα έχουμε να την τάση να φτιάχνουμε κονκλάβια άνω των 300 σοφών!

Εγώ δεν είμαι ποιητής
Διαβάζω από τη Μαριλύ, πως όταν άδειασαν οι κατασκηνώσεις στο ΠΙΚΠΑ και οι τελευταίοι πρόσφυγες πήραν το δρόμο για το τμήμα, σε ένα δέντρο βρέθηκε μια κάρτα. Διαφήμιζε ένα κατάστημα στην Κωνσταντινούπολη και στο πίσω μέρος έγραφε στα φαρσί κάτι που μεταφράζεται περίπου στο εξής:

«Τόση πίκρα
ακόμα και ξένοι μου λένε, αρκετή είδες.
Δεν έχω άλλο χώρο μέσα μου πλέον,
δεν μπορώ να δω ούτε καν τη δική σου πίκρα.
Φαίνομαι νέος
μα δεν είμαι.
Είμαι γέρος.»

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey