Σαν έφυγ’ ο πατέρας μου

18/05/2018 - 16:51

Είχανε περάσει σαράντα ώρες απού ‘χε έρθει το φριχτό μαντάτο χωρίς να κλείσει μάτι, κι ως άλαξ’ η μέρα, ξαναγέμισε το αρχοντικό. Γειτόνοι, συγγενείς και φίλοι. Από αγάπη, συμπόνια, συμπαράσταση ή και περιέργεια.

Τους τράταρε χουβαρντάδικα καφέδες κουλουράκια, τυριά, ό,τι βρέθηκε μπροστά της, να συχωρέσουνε το νεκρό άντρα της, που δεν τον ξανάδε απού ‘φυγε για τον Ευαγγελισμό πριν δυο βδομάδες.

Στριφογύριξε η κουβέντα, δε λείψανε κι οι πονηρές ερωτήσεις.

- Και πού τον τακτοποιήσανε το συχωρεμένο; Ρώτηξε με προσποιητό ενδιαφέρον η Ξενούλα.

- Αλήθεια, ποιος τον φρόντισε; Ακούστηκε μια άλλη.

- Δε μπόρεσα, ούτε στη κηδεία του να πάω! Πού ν’ αφήσω τα ορφανά του στους πέντε δρόμους! Ήτανε και τα κουνιάδια μου! «Κάτσε στα παιδιά σου Μαριγώ, μου λέγανε, θα πάμε εμείς στο πόδι σου». Μα ούτε κι αυτοί πήγανε. Μοναχά ο Αντρέας… ο αδερφός του…

Τα ‘λεγε κι έκλαιγε, και χτυπιότανε. Πότε στο στήθος με σφιγμένους γρόθους, πότε μ’ ανοιχτές παλάμες στους μηρούς. Μαζί κλαίγανε κι οι μοιρολογήτρες, με τα ακαταλαβίστικα όλο σπαραγμό κι επαγγελματισμό μακρόσυρτα, αυτοσχέδια, του χαμένου κατευόδια και των ζωντανών παρηγόρια.

Άξαφνα, φωνούλες και κλάματα ακουστήκαν από δίπλα, απότομα άνοιξε η μεσόπορτα, και φτερούγησαν ωσάν τις νυχτερίδες τα πέντε μαυροφορεμένα ορφανά. Κλαίγανε, κι αναστατωμένα τρέξανε στη μάνα κοντά, που θάρρεψαν πως πέθανε κι αυτή με τα τόσα κλάματα και μοιρολόγια που φτάνανε στ’ αυτάκια τους. Τα λυπηθήκανε μοιρολογήτρες και γειτόνισσες, πάψανε τον οδυρμό, πιάσανε τα φλιτζανάκια με το καφέ, δείξανε συμπόνια στα μωρά. Πέρασε η ώρα φύγανε κι αυτές, ηρέμησε ο τόπος.

Βάλθηκε η αδερφή της η Θεανώ, που ωστόσο με είχε γυρίσει στην αγκαλιά, βρέφος χωμένο στα μαύρα, με της Μερόπης, της παραμάνας, το γάλα χορτασμένο, να δώσει γνώμη, πως τάχα δεν είναι σωστό μαύρα τα παιδάκια να φοράνε, «και τα συκώτια τους θα μαυρίσουν» είπε. Τινάχτηκε η χήρα, βουτηγμένη κι αυτή μέχρι και τα εσώρουχα στη καραμπογιά, άφρισε.

- Και ποια είσαι συ που θες κουμάντο να μου κάνεις; Δικά μου τα βάσανα, και τα παιδιά δικά μου.

Έπεσε μια βουβαμάρα, καμιά δεν αντιμίλησε, βαρύ το χτύπημα, σκεφτήκανε, σηκωθήκανε με την ώρα τους φύγανε ούλες.

Φάνηκε η ψυχοκόρη μ’ ένα κουτί στο χέρι γιομάτο μπογιά. Κι άλλη μπογιά. Μαύρη κι αυτή.

Πιάσανε μαζί, κατεβάσανε κατσαρόλες, μπρίκια, λάμπες, κουρτίνες, καθρέφτες, ό,τι βρισκότανε πάνω και κοντά στους τοίχους, τους αφήκανε ανατριχιαστικά γυμνούς, άσπρους.

Κλείστηκε μόνη της μέσα, έριξε τη μπογιά στο νερό, την ανακάτωσε, πήρε τη βούρτσα κι άρχισε να βάφει τους τοίχους σ’ όλο το σπίτι. Μέσα κι όξω. Με τα λογικά της σαλεμένα πρόσκαιρα, σαν το αγρίμι, πάγαινε από τον ένα τοίχο στον άλλο. Όλα μαύρα τα ‘θελε. Να δείξει το πόνο της για τον άντρα της, που έτσι, σαν ένα ζώο, χωρίς δικούς, χωρίς φίλους και συγγενείς, χωρίς κανέναν να τον συνοδέψει προς το στερνό του ταξίδι, άπλυτος κι ανάλλαχτος, με τα μάτια ανοιχτά, έφυγε, πήγε στον άλλο τον κόσμο. Κι ας ζήταγε άδικα τη γυναίκα του.

Μπογιάτιζε και μαύριζε ό,τι εύρισκε ομπρός της. Ντουβάρια, πόρτες, παναθύρια, πατώματα και δώματα κι αγέρα και ψυχές κι ανήλια σπαργανικά ψυχανεμίσματα, ψυχοραγίσματα. Πασάλειβε τον τοίχο κι έβρεχε το πάτωμα πότε με της βούρτσας, πότε με των ματιών της το στράγγισμα. Έκλαιγε και πάσκιζε της καρδιάς της το φαρμάκι να σκορπίσει. Να φτάσει παντού, κι όλοι να πούνε πως η Μαριγώ, πονεί, κι αιμορραγεί και πνίγεται με των πληγών της το χοχλαστό το αίμα. Το αίμα τούτονα, που αβούλητα πέρασε και στων παιδιών της τις φλέγες. Και πιότερο στου δικού μου του άυλου κι ασχημάτιστου βρέφους που με πότισε και με το δικό της το πικρό κι αρρωστημένο γάλα.

 

                                                                                                Γιώργος Καμβυσέλλης

                                                                                                gkamvysellis@yahoo.gr

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey