
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Η Μυτιληνιά εκπαιδευτικός και συγγραφέας Κατερίνα Δουκάκη μιλά στο «Ε» για το πρώτο της μυθιστόρημα
«Όλοι μας ζούμε διπλή ζωή: την πραγματική και την ονειρική»
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ στον ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΣΚΟΡΔΑ
Η Κατερίνα Δουκάκη-Κουτσουρίδου γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Μυτιλήνη. Σπούδασε Φυσική στο ΕΚΠΑ και πιάνο στο Εθνικό Ωδείο. Εργάστηκε δέκα χρόνια ως δασκάλα πιάνου και στη συνέχεια ως φυσικός στο δημόσιο σχολείο. Είναι παντρεμένη και έχει δύο κόρες και δύο εγγονές. Πριν λίγο καιρό κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Πλέθρον» το πρώτο της βιβλίο, ένα μυθιστόρημα με τον τίτλο «Στον κόσμο των ονείρων».
Με αφορμή αυτό το βιβλίο συζητάμε με τη συγγραφέα για τη δημιουργική γραφή και τη συγγραφή και φυσικά για τη Λέσβο και τη μεγάλη επιρροή της.
Όπως διαβάζουμε στο βιβλίο το παρόν, πρώτο μυθιστόρημά σας προέκυψε στο πλαίσιο μαθημάτων δημιουργικής γραφής που παρακολουθήσατε. Ποια ανάγκη σάς οδήγησε σε αυτή τη μαθητεία και ποιες είναι οι τελικές εντυπώσεις σας;
Σε όλη μου τη ζωή υπήρξα εκπαιδευτικός. Αρχικά ως δασκάλα πιάνου στο ωδείο και έπειτα ως φυσικός στο δημόσιο σχολείο. Πάντα έγραφα. Όσο κι αν φαίνεται παράξενο και οι σημειώσεις φυσικής αποτελούν κάποιο είδος λογοτεχνίας. Από τη στιγμή που συνταξιοδοτήθηκα αποφάσισα ότι ήθελα να γράψω άλλα πράγματα. Χρειαζόμουν ένα κίνητρο, μια καθοδήγηση για να κάνω την αρχή. Να πάρω τη στροφή. Να ξεφύγω από τη θετική κατεύθυνση. Και αποδείχτηκε ότι η απόφασή μου να παρακολουθήσω τα μαθήματα της κ. Μαρούτσου, αρχικά, και του κ. Οικονόμου, αργότερα, ήταν πολύ σωστή. Με οδήγησε σε άλλα μονοπάτια σκέψης και γραφής.
Πιστεύετε ότι η συγγραφή διδάσκεται. Είναι αποτέλεσμα εκμάθησης τεχνικών ή απαιτείται ένα πηγαίο, πιθανόν κρυμμένο, ταλέντο;
Πιστεύω ότι όλα μπορούν να διδαχτούν κατά κάποιο τρόπο. Ειδικά όταν και ο δάσκαλος και ο μαθητής είναι ανοιχτοί ο ένας στον άλλον. Δεν θα μπορούσα, βέβαια, εγώ να έχω άλλη άποψη αφού τη μισή ζωή μου την πέρασα εκπαιδευόμενη και την άλλη μισή εκπαιδεύοντας. Όμως, όπως σε κάθε τέχνη, έτσι και στη συγγραφή και στη μουσική, είναι απαραίτητο το ταλέντο. Ανάλογα με το μέγεθος και την ποιότητα του ταλέντου απαιτείται και κάποιου βαθμού εκπαίδευση. Η εκπαίδευση σου δίνει έτοιμα κάποια πράγματα που είναι πιθανόν ότι θα τα έβρισκες μόνος σου αλλά ίσως και να μην τα έβρισκες ποτέ. Αν κάποιος έχει σπουδάσει φιλολογία ίσως και να μην το χρειάζεται. Για μένα ήταν απαραίτητο. Βέβαια το μάθημα το θεώρησα πάντα βοηθητικό και όχι καθοριστικό του τρόπου που σκεφτόμουν, φανταζόμουν και έγραφα. Είναι σημαντικό να επιτρέπεις τους άλλους να σε επηρεάζουν τόσο όσο. Να μη χάνεις τον εαυτό σου μέσα σ’ αυτήν τη διάδραση.
Τα πρώτα διαβάσματα…
Πριν αποφασίσετε να πάτε στα μαθήματα δημιουργικής γραφής, διαβάζατε συστηματικά λογοτεχνία, πεζογραφία και ποίηση; Ποιοι συγγραφείς σάς άρεσαν;
Η οικογένεια της μητέρας μου ήταν όλοι πνευματικοί άνθρωποι: δάσκαλοι, καθηγητές, θεολόγοι, ψάλτεςκαι παπάδες, πολλοί παπάδες. Πρώτος μου ξάδελφος είναι ο ιστορικός Στρατής Αναγνώστου. Και η μητέρα μου και ο πατέρας μουείχαν καλλιτεχνική φύση. Η μητέρα μου έπαιζε ακορντεόν και τραγουδούσε πολύ όμορφα και ο πατέρας μου σχεδίαζε μόνος του τα παπούτσια που έφτιαχνε στη βιοτεχνία του. Μεγάλωσα μέσα στα βιβλία και τη μουσική. Το διάβασμα μου έγινε συνήθεια ζωής. Διάβαζα τα πάντα. Από «Μικρό Σερίφη» μέχρι Ντοστογιέφσκι. Στα δεκατέσσερα διάβασα το «Υπόγειο». Δεν θυμάμαι βέβαια τι κατάλαβα τότε. Πάντως ο Ντοστογιέφσκι παραμένει μέχρι και σήμερα ο πιο αγαπημένος μου ανάμεσα στους Κάφκα, Έσε, Μαν, Τσέχωφ, Καμύ, Μαρκές, Σαραμάγκου. Από τους Έλληνες συγγραφείς, ως παιδί, λάτρεψα τον Λουντέμη και αργότερα τους Καζαντζάκη και Τσίρκα. Μα και πάλι, όσο το σκέφτομαι, είναι τόσο δύσκολο να διαλέξω. Μόλις προσπαθώ να το κάνω μου έρχεται στο μυαλό κάποιος άλλος και μετά κάποιος άλλος. Τώρα μόλις θυμήθηκα τον Μπόρις Βιαν, τον διάβαζα φανατικά όταν ήμουν φοιτήτρια.
Γράφετε στον πρόλογο ότι στη ιστορία του μυθιστορήματός σας πρωταγωνιστεί το όνειρο και ο τίτλος που του δώσατε είναι «Στον κόσμο των ονείρων». Θα ήθελα να μας πείτε δυο λόγια για αυτή την επιλογή σας.
Πιστεύω ότι όλοι μας ζούμε διπλή ζωή: την πραγματική και την ονειρική. Όταν αυτές οι δυο διασταυρώνονται τότε είναι και οι πιο αληθινές στιγμές μας. Η επιλογή του τίτλου σ’ ένα κείμενο πάντα με δυσκολεύει. Καμιά φορά μπορώ να γράψω εύκολα, σαν να κυλά νεράκι, σελίδες ολόκληρες αλλά να κολλήσω στην επιλογή του τίτλου. Ο τίτλος «Στον κόσμο των ονείρων» είναι οι τελευταίες λέξεις του βιβλίου. Τον τελευταίο χρόνο που δούλευα πάνω στο κείμενο άλλαξα πολλούς τίτλους. Άλλοι μου φαίνονταν ότι δεν αντιπροσώπευαν ικανοποιητικά την ιστορία μου και άλλοι ότι ήταν χιλιοειπωμένοι. Κάποια στιγμή ο εκδότης μου μού έτριξε τα δόντια: Σε τρεις μέρες χρειάζομαι τον τίτλο. Σταμάτα να ρωτάς τον έναν και τον άλλον και πάρε την ευθύνη. Έτσι, κάπως σαν να έριχνα το ζάρι, κατέληξα σ’ αυτές τις τέσσερις λέξεις που δείχνουν ότι οι ήρωές μου, αλλά και αυτοί που θα διαβάσουν και θα αγαπήσουν το βιβλίο, ονειρεύονται πολύ.
Αγώνες για τη δημοκρατία…
Τι σας έκανε να δομήσετε την πλοκή της ιστορίας σας γύρω από τους απογόνους της Ελένης Αλταμούρας, της πρώτης Ελληνίδας ζωγράφου;
Η γενιά μου ταυτίστηκε με τους αγώνες για τη δημοκρατία και τον σοσιαλισμό και το φεμινιστικό κίνημα. Η Ελένη ήταν μια φεμινίστρια της εποχής της. Ντύθηκε άντρας. Αρνήθηκε τον εαυτό της για να κατακτήσει το δικαίωμά της στην τέχνη της. Ταυτόχρονα η Ελένη έζησε σε μια εποχή που οι αγώνες για τη δημοκρατία και τα πολιτικά και τα εργατικά δικαιώματα ήταν έντονοι στην Ελλάδα αλλά και σε ολόκληρη την Ευρώπη. Αυτό μου έδωσε το έναυσμα να συνδυάσω στο βιβλίο μου και τα δύο μέσα από τις προσωπικότητες των απογόνων της ζωγράφου, μιας και ήθελα να φέρω την ιστορία μου στο παρόν.
Πολιτική, επιστήμη και τέχνη πρωταγωνιστούν στις ζωές των ηρώων. Αυτές θεωρείτε τις σημαντικότερες πτυχές, εκφάνσεις της ανθρώπινης ζωής;
Εδώ, βέβαια, δεν αναφέρεται ο έρωτας που είναι πάνω και πέρα από όλα αυτά. Μπλέκεται μέσα σ’ όλα και φέρνει τα πάνω κάτω. Στ’ αλήθεια πώς μπορεί να ζει ένας άνθρωπος χωρίς αυτά τα τέσσερα; Δεν υπάρχει ανθρώπινη κοινωνία χωρίς την πολιτική. Δεν υπάρχει ανθρώπινος πολιτισμός χωρίς επιστήμη και τέχνη. Δεν υπάρχει αληθινή ζωή χωρίς έρωτα. Μόνοπεζή καθημερινότητα, μεροδούλι-μεροφάι, ανούσια και καταθλιπτική.
Θεϊκός πνευματικός τόπος…
Γεννηθήκατε και μεγαλώσατε στη Μυτιλήνη. Η μεγάλη λογοτεχνική και πνευματική παράδοση της γενέτειρας, άσκησε επίδραση στη μετέπειτα ζωή σας;
Πάντα ήμουν περήφανη για την καταγωγή μου. Όταν, μεγάλη πια και ζώντας στην πρωτεύουσα, δήλωνα με καμάρι ότι είμαι Μυτιληνιά, πολλοί μου έλεγαν θαυμάζοντας: Είσαιτυχερή πουέχεις γεννηθεί σ’ έναν θεϊκά πνευματικό τόπο. Στο δημοτικό διάβασα Εφταλιώτη και Μυριβήλη. Η «Ζωή εν τάφω» έγινε ευαγγέλιο ειρήνης για μένα. Αν και με την ποίηση δεν είχα ιδιαίτερη σχέση, αργότερα γνώρισα τον Ελύτη μέσα από τη μουσική του Μίκη.Ένιωσα περήφανη που αυτός ο μεγάλος ποιητής είχε μεγαλώσει στον τόπο μας. Είχε μυρίσει τη θάλασσά μας. Είχε μετρήσει τ’ αστέριαστον ουρανό μας.Ποια άλλα να πρωτοαναφέρω; Το πανταχηκίνητοντου Βενιαμίν του Λέσβιου, τους τσολιάδες και τα ανάποδα φτυάρια του Θεόφιλου; Τις θεατρικές παραστάσεις με το Μπουρίνι και τη Χορωδία; Τον μαέστρο Νίκο Μυρογιάννης που έμενε για χρόνια από πάνω μας με την οικογένειά του; Τον Χατζηευστρατίου που ήταν ο πρώτος μου δάσκαλος στο πιάνο; Μεγάλη πια, όταν σπούδαζα, είχα την τύχη να συνεργαστώ με τον Ασημάκη Πανσέληνο. Εκδίδαμε τότε μια εφημερίδα, τη Δημοκρατική Λέσβο, ως μέλη του ΚΚΕεσ στην Λεσβιακή παροικία. Τα τελευταία χρόνια έχω χάσει την επαφή με τη λεσβιακή κουλτούρα μιας και περνώ τα καλοκαίρια μου σε μια λίγο απομονωμένη εξοχή, στην Αγία Βαρβάρα στο Πλωμάρι. Κάποια πράγματα μαθαίνω διαδικτυακά. Παλιότερα είχα πιο στενή επαφή μέσα από τη συμμετοχή μου στον πολιτιστικό σύλλογο «Το Πόλιον». Παρακολουθώ τις εκδόσεις του ξαδέλφου μου Στρατή Αναγνώστου. Πρόσφατα διάβασα το καινούριο βιβλίο του Στρατή Χαραλάμπους για τη Μικρασιατική Εκστρατεία. Το επόμενο βιβλίο μου σχεδιάζω να αποτελείται από μικρά διηγήματα και άλλα κείμενα που θα σχετίζονται άμεσα με το νησί μας. Το καθένα θα συνοδεύεται από μια εικόνα του λεσβιακού τοπίου στο οποίο εκτυλίσσεται. Πιστεύω ότι μ’ αυτό το βιβλίο θα έρθω ξανά σε επαφή με τους πνευματικούς ανθρώπους του νησιού μας. Τελειώνοντας θέλω να σας ευχαριστήσω για την ευκαιρία που μου δώσατε να μιλήσω στους συντοπίτες μου για το βιβλίο μου.