
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Με 1.500 στρέμματα αμπελώνων οινοποιήσιμων σταφυλιών
Τις δύο τελευταίες δεκαετίες η Λέσβος αναζητά την τύχη της στην ελληνική αγορά του κρασιού. Πέντε μικρές επιχειρήσεις («Οινοφόρος Μεγαλοχωρίου», «Μεθυμναίος», «SMICHT», «Ξενέλλης» και «Μαυρομάτης»), ένας μεγάλος αριθμός ερασιτεχνών αμπελουργών-οινοποιών και δύο σύλλογοι που ενδιαφέρονται για την προώθηση του κρασιού της Λέσβου αποτελούν το δυναμικό της αμπελουργίας του νησιού.
Τις δύο τελευταίες δεκαετίες η Λέσβος αναζητά την τύχη της στην ελληνική αγορά του κρασιού. Πέντε μικρές επιχειρήσεις («Οινοφόρος Μεγαλοχωρίου», «Μεθυμναίος», «SMICHT», «Ξενέλλης» και «Μαυρομάτης»), ένας μεγάλος αριθμός ερασιτεχνών αμπελουργών-οινοποιών και δύο σύλλογοι που ενδιαφέρονται για την προώθηση του κρασιού της Λέσβου αποτελούν το δυναμικό της αμπελουργίας του νησιού.
Αυτοί είναι οι φορείς στην προσπάθεια ανασύστασης του αμπελώνα του νησιού αλλά και της οινικής κουλτούρας. Ιδιαίτερη μνεία αξίζει να γίνει στο Σύλλογο γευστικής και εικαστικής παρέμβασης Οίνου «Περί οίνου ο λόγος», που εδώ και μερικά χρόνια προσπαθεί να διαδώσει και οινική κουλτούρα στη Λέσβο, διοργανώνοντας εκδηλώσεις με θέμα το κρασί και γευσιγνωσίες, όπου αξιολογούνται κρασιά από τη Λέσβο, τη Λήμνο, τα άλλα νησιά του Αιγαίου και όλη τη χώρα.
Τα κρασιά της Λέσβου ξεχωρίζουν για τα έντονα χαρακτηριστικά τους, έχουν έντονες τανίνες, δυνατά αρώματα και αρκετά συχνά ισχυρό σώμα. Αξίζει να τα δοκιμάσει κανείς τούτες τις γιορτινές μέρες.
Τα κατέστρεψε η φυλλοξήρα
Η Λέσβος, ένα από τα σημαντικότερα αμπελοτόπια της αρχαιότητας, βγήκε σχεδόν ολοσχερώς από τον αμπελοοινικό χάρτη του ελλαδικού χώρου στα μέσα του 19ου αιώνα, όταν η φυλλοξήρα κατέστρεψε τα αμπέλια του νησιού. Η εκρίζωση των αμπελώνων στην ανατολική Λέσβο ήταν ολοκληρωτική και οι εκτάσεις χρησιμοποιήθηκαν για την επέκταση των ελαιώνων που εκείνη την εποχή έδιναν πολύ καλό εισόδημα.
Το σημείο καμπής για αυτήν την εξέλιξη θεωρείται το «μεγάλο κάμα» που συνέβη περί τα 1850. Η ανασύσταση του ελαιώνα της Λέσβου που καταστράφηκε ήταν πρωτοφανής σε ρυθμό και ένταση. Τα αμπέλια επιβίωσαν μόνο στη δυτική Λέσβο, όπου ηφαιστειογενή και άνυδρα εδάφη δεν επέτρεψαν την ανάπτυξη της φυλλοξήρας.
Όμως ακόμη και σε αυτές τις περιοχές οι αμπελώνες είναι μικρής έκτασης. Αιτία ήταν ότι το εισόδημα των κατοίκων προέρχονταν από την ελαιοκομία, την κτηνοτροφία, κυρίως αιγοπροβάτων και δευτερευόντως βοοειδών, αλλά και από την καλλιέργεια σιτηρών και καπνού. Η καλλιέργεια των αμπελιών ήταν μια συμπληρωματική δραστηριότητα για την παραγωγή του κρασιού και του τσίπουρου που θα κατανάλωνε η οικογένεια μέσα στο χρόνο.
Από τα μέσα του 20ού αιώνα και μετά, οι καλλιέργειες του καπνού και των σιτηρών εγκαταλείφθηκαν, η ελαιοκομία μπήκε σε φάση στασιμότητας και σταδιακής συρρίκνωσης. Η κτηνοτροφία των αιγοπροβάτων σιγά σιγά έγινε η κυρίαρχη δραστηριότητα, με αποτέλεσμα κάθε διαθέσιμη σπιθαμή γης να μετατραπεί σε βοσκότοπο.
Τις δύο τελευταίες δεκαετίες, δίπλα στους ερασιτέχνες αμπελουργούς, προστέθηκαν οι μικρές μονάδες παραγωγής κρασιού, οι οποίες προσπαθούν να ακολουθήσουν τα βήματα των μεγάλων ελληνικών επιχειρήσεων του κλάδου, στηριζόμενες στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που δίνουν στα κρασιά του νησιού οι σπάνιες τοπικές ποικιλίες.
Σημάδια ανάπτυξης
Αργά αλλά σταθερά ο λεσβιακός αμπελώνας δείχνει να αναπτύσσεται. Σύμφωνα με τα στοιχεία που τηρεί η Διεύθυνση Αγροτικής Ανάπτυξης Λέσβου, στα 1.500 στρέμματα ανέρχονται οι καλλιεργούμενες οινοποιήσιμες ποικιλίες το 2015 (το 2012 ήταν 1.465 στρέμματα). Η έκταση για την οποία κατατέθηκαν δηλώσεις συγκομιδής ανέρχεται στα 300 στρέμματα (245 το 2012), η έκταση από την οποία παράγονται οίνοι ΠΓΕ είναι 130 στρέμματα (80 το 2012), ενώ η έκταση στην οποία καλλιεργούνται αμπέλια χωρίς ονομασία προέλευσης ή γεωγραφική ένδειξη ανέρχεται στα 60 στρέμματα (50 το 2012).
Οι καλλιεργούμενες ποικιλίες
Η σημαντικότερη ποικιλία αμπέλου στη Λέσβο είναι το Φωκιανό, η οποία, σύμφωνα με τα στοιχεία της Διεύθυνσης Αγροτικής Ανάπτυξης Λέσβου, καλλιεργείται σε έκταση 455 στρεμμάτων, ακολουθεί η ποικιλία Χιδηριώτικο ή Καλλονιάτικο, που καλλιεργείται σε έκταση 201 στρεμμάτων, και η Μανδηλαριά, που καλλιεργείται σε έκταση 180 στρεμμάτων (150 στρέμματα το 2012).
Οι ποικιλίες Ασύρτικο και Αθήρι καλλιεργούνται σε μια έκταση 35 στρεμμάτων (25 στρέμματα το 2012) και το λευκό μοσχάτο καλλιεργείται σε έκταση 7 στρεμμάτων. Διάφορες άλλες ποικιλίες καλλιεργούνται σε έκταση 600 στρεμμάτων.
Παράλληλα, στο νησί καλλιεργούνται 700 στρέμματα επιτραπέζιων ποικιλιών αμπέλου, παραγωγή που προορίζεται για αυτοκατανάλωση ως νωπά. Σε κάποιες περιπτώσεις κι αυτά τα σταφύλια οδηγούνται σε οινοποίηση μαζί με κρασοστάφυλα.
Σταθερές είναι οι τιμές παραγωγού για το Φωκιανό και τη Μανδηλαριά για την περίοδο 2012 - 2015 κι ανέρχονται στα 0,70 ευρώ. Η τιμή του Χιδηριώτικου ή Καλλονιάτικου από τα 0,80 ευρώ ανά κιλό που ήταν το 2012 υποχώρησε στα 0,60 ευρώ ανά κιλό.
Τα χαρακτηριστικά των τοπικών ποικιλιών
Το Φωκιανό είναι μία από τις ξεχασμένες ελληνικές ποικιλίες. Η ονομασία του παραπέμπει στη Φώκαια της Μικράς Ασίας, ωστόσο είναι μία ποικιλία διαδεδομένη σε όλη την Ελλάδα και τα νησιά του Αιγαίου. Εκτός από τη Λέσβο, το συναντάμε στη Σάμο, στην Ικαρία, στα Δωδεκάνησα και στις Κυκλάδες. Καλλιεργείται, επίσης, στη Μεσσηνία και στην Αιτωλοακαρνανία.Στη Λέσβο συχνά ονομάζεται ρικαρά (εκ του Iri-Kara: μαύρο δαμάσκηνο). Τα κρασιά που δίνει έχουν τα αρώματα του δαμάσκηνου.
Το φυτό της είναι μέτριας ζωηρότητας, με φύλλα μετρίου μεγέθους. Το σταφύλι είναι μεγάλο, αραιόρραγο, κωνικού σχήματος. Η ρώγα είναι μετρίου μεγέθους, με σχήμα ελλειπτικό προς σφαιρικό και με χρώμα φλοιού ερυθρομελανό. Τα κρασιά που παράγονται από το Φωκιανό είναι πλούσια σε τανίνες, με οξύτητα που κυμαίνεται γύρω στο 5,5 και έντονο κόκκινο χρώμα.
Η Μανδηλαριά -ή γκτούρα ή βάψα κατά τους Μυτιληνιούς αμπελουργούς- είναι άλλη μια ελληνική ποικιλία που μας έρχεται από την αρχαιότητα και καλλιεργείται σε μεγάλες εκτάσεις στα νησιά του Αιγαίου.
Δίνει σταφύλια με βαθύ σκούρο χρώμα σε μεγάλα τσαμπιά. Η ρώγα της είναι μικρή. Συνήθως οινοποιείται μαζί άλλες ποικιλίες προκειμένου να τιθασευτούν τα αχαλίνωτα χαρακτηριστικά του κρασιού που δίνει. Δίνει κρασί με πολύ βαθύ σκούρο κόκκινο χρώμα και ξεχωρίζει για τις πολύ έντονες τανίνες του.
Η ποικιλία Χιδηριώτικο ή Καλλονιάτικο δίνει πυκνό τσαμπί με μεγάλη ροζ ρώγα. Τα κρασιά της ποικιλίας χαρακτηρίζονται από αρώματα τριαντάφυλλου, φρούτα του δάσους, κανέλλα, ενώ υπάρχει έντονη παρουσία ορυκτότητας λόγω του ηφαιστειογενούς εδάφους, γεγονός που τους χαρίζει μακρά επίγευση. Η συγκεκριμένη ποικιλία οινοποιείται στο νησί και ως λευκό κρασί με εξαιρετικά αποτελέσματα.
Η τοπική παραγωγή κρασιού
Στα 413 εκατόκιλα ανέρχεται η ποσότητα λευκών σταφυλιών που οδηγήθηκαν στα οινοποιία της Λέσβου το φθινόπωρο του 2015, ενώ τα ερυθρά σταφύλια ανέρχονται σε 273 εκατόκιλα. Στο νησί παράχθηκαν 195 εκατόλιτρα λευκοί οίνοι, 171,5 εκατόλιτρα επιτραπέζιοι οίνοι, 160 εκατόλιτρα ερυθροί οίνοι και 122 εκατόλιτρα επιτραπέζιοι ερυθροί οίνοι.Το πόσο μικρό είναι το μέγεθος του αμπελώνα της Λέσβου φαίνεται από την παραγωγή σταφυλιών και κρασιών στη γειτονική Λήμνο, που διαθέτει ένα αξιόλογο, αλλά μικρό αμπελώνα.
Συγκεκριμένα, το 2015 στη Λήμνο παραδόθηκαν στα οινοποιεία 20.820 εκατόλιτρα λευκά σταφύλια και 1.226 εκατόκιλα ερυθρά σταφύλια. Παράχθηκαν 11.850 εκατόλιτρα λευκοί ΠΟΠ, 150 εκατόλιτρα λευκοί ποικιλιακοί οίνοι, 2.370 εκατόλιτρα επιτραπέζιοι λευκοί οίνοι, 695 εκατόλιτρα ΠΟΠ ερυθροί οίνοι και 292 εκατόλιτρα επιτραπέζιοι ερυθροί οίνοι.
Το εκατόλιτρο είναι η μονάδα μέτρησης του κρασιού και το εκατόκιλο η μονάδα μέτρησης του σταφυλιού.Από τις πέντε οινοποιητικές επιχειρήσεις που λειτουργούν στη Λέσβο ξεχωρίζουν ο «Οινοφόρος Μεγαλοχωρίου» και ο «Μεθυμναίος» για τον όγκο της παραγωγής τους και το επίπεδο οργάνωσής τους.
Τα προϊόντα τους, εκτός από την τοπική αγορά, διατίθενται στην ηπειρωτική Ελλάδα και παράλληλα κάνουν σημαντικές προσπάθειες εξαγωγών.