Μικροί παραβάτες ή Μεγάλα Θύματα; (β΄ μέρος)

01/07/2012 - 05:56
Το σχολείο, είναι ένα ερώτημα, τι κάνει; Παράγει ή αναπαράγει την ευρύτερη βία; Σύμφωνα με μαρτυρίες των ίδιων των εκπαιδευτικών ισχύουν και τα δύο.
ΠΑΡΑΒΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΑΝΗΛΙΚΩΝ:

Το σχολείο, είναι ένα ερώτημα, τι κάνει; Παράγει ή αναπαράγει την ευρύτερη βία;
Σύμφωνα με μαρτυρίες των ίδιων των εκπαιδευτικών ισχύουν και τα δύο. Συνήθως αναπαράγει την ευρύτερη βία, αφού το σχολείο είναι ένας καθρέφτης της ευρύτερης κοινωνίας. Σε ελάχιστες περιπτώσεις μπορεί να παράγει και βία, όταν υπάρχει πολύ χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης, όταν οι σχέσεις μεταξύ των μαθητών και των δασκάλων είναι πολύ ασαφής, χωρίς ξεκάθαρα όρια και κανόνες και, γενικώς, όταν έχει αποτύχει η εκπαιδευτική διαδικασία. Επίσης, παρατηρούμε ότι υπάρχει μια διαρκής ανταλλαγή ρόλων μεταξύ ανηλίκων θυμάτων βίας στο σχολείο και δραστών βίας στο σχολικό περιβάλλον. Βλέπουμε ότι τα παιδιά που δημιουργούν προβλήματα προϋπήρξαν θύματα βίας. Συχνότερη μορφή βίας στα σχολεία είναι ο βανδαλισμός και έπονται οι κλοπές, οι επιθέσεις και οι παρενοχλήσεις.
Η βία, λοιπόν, αναπαράγεται από την οικογένεια που είναι ένας χώρος εκμάθησης της βίας, την οποία τη μεταβιβάζει ως «κοινωνική αξία» και, πολλές φορές, νομιμοποιεί την ίδια τη χρήση βίας ως μέσο πειθαρχίας.
Εδώ θα ανοίξω μια μικρή παρένθεση να πω δύο λόγια για τη σωματική τιμωρία. Μένω στη φράση «… νομιμοποιεί τη βία ως μέσο πειθαρχίας…». Η σωματική τιμωρία των παιδιών ως μέθοδος διαπαιδαγώγησης χρησιμοποιείται από το 80% περίπου των γονέων σήμερα στην Ελλάδα, σύμφωνα με την ερευνητική δραστηριότητα των Ε. Φερέτη και Μ. Σταυριανάκη του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού. Κι ας μην κρυβόμαστε, η έννοια της σωματικής τιμωρίας δεν έχει να κάνει με τίποτα άλλο παρά το γεγονός ότι «προκαλώ πόνο στο παιδί για να το τιμωρήσω».
Η πρόκληση σωματικού πόνου είναι το μέσο της πειθαρχίας και της τιμωρίας. Βεβαίως, αυτό είναι ένα μέτρο ολοκληρωτικά αναποτελεσματικό, γιατί το παιδί πολύ συχνά επαναλαμβάνει την ίδια μέρα ή και την επόμενη στιγμή την πράξη για την οποία έφαγε ξύλο, σύμφωνα με τα πορίσματα της έρευνας. Τελικά, θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο βασικός άξονας της επιβολής βίας ενάντια στο παιδί δεν είναι μόνο αναποτελεσματικός, αλλά κυρίως ισοδυναμεί με την παραβίαση των δικαιωμάτων του παιδιού.
Άρα, πολιτισμικές αναπαραστάσεις και παγίδες, κατά τη γνώμη μου, του τύπου «... το ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο…», έχουν «διαποτίσει» την ελληνική κοινωνία, όχι μόνο στο ζήτημα της ανατροφής των παιδιών, αλλά κυρίως στην πολιτισμική ανοχή της βίας ως μέσου σωφρονισμού, τιμωρίας και διαπαιδαγώγησης.
Παρατηρείται, επίσης, συλλογική αποδοχή και εξύψωση της βίας από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας. Υπάρχει βία στον αθλητισμό, στην πολιτική, υπάρχει βία στο Στρατό. Οι αυτοκτονίες, επίσης, που δεν είναι τίποτε άλλο παρά η επιθετικότητα η οποία στρέφεται κατά του ίδιου μας του εαυτού. Τελικά θα μπορούσε να πει κανείς ότι υπάρχει μια σαφής κυκλική διαδικασία αναπαραγωγής της βίας στα πλαίσια της ελληνικής κοινωνίας.
Οι συνέπειες είναι πάρα πολλές στα παιδιά-θύματα και κυμαίνονται από ψυχοσωματικές διαταραχές έως κατάθλιψη, από χαμηλή αυτοεκτίμηση έως διαταραχές ύπνου, από απόπειρες αυτοκτονίας ή τετελεσμένες αυτοκτονίες έως τη χρήση νομίμων ή και παρανόμων ναρκωτικών ουσιών και εθισμό.
Σε ό,τι αφορά στους παράγοντες κινδύνου για την εκδήλωση παραβατικής συμπεριφοράς των ανηλίκων, πέραν της θυματοποίησης, πρέπει να αναφέρουμε τους συναισθηματικούς παράγοντες, καθώς και εκείνους που αφορούν στη λειτουργία των θεσμών, όπως το σχολείο και την τοπική κοινωνία, αφού οι έρευνες δείχνουν ότι σε ένα μεγάλο βαθμό οι ανήλικοι παραβάτες έχουν διακόψει το σχολείο και δεν έχουν ολοκληρώσει την υποχρεωτική τους εκπαίδευση.
Η χαμηλή ακαδημαϊκή απόδοση, η έλλειψη στόχων και φιλοδοξιών από τους ανηλίκους σε κίνδυνο, το υπο-πολιτισμικό περιβάλλον στη γειτονιά και οι επιδράσεις των συνομηλίκων είναι μερικοί από τους παράγοντες κινδύνου.
Οι περισσότερες έρευνες δείχνουν ότι το οικογενειακό υπόβαθρο μπορεί να είναι πολύ καλό, ωστόσο η επίδραση της παρέας και ιδιαίτερα εκείνη των συνομηλίκων συχνά αίρει τις αρχές και τις αξίες που η οικογένεια έχει μεταβιβάσει στον ανήλικο.
Πιο συγκεκριμένα, οι οικογενειακοί παράγοντες κινδύνου εστιάζονται στην απόσταση και την αποτυχία των σχέσεων της επικοινωνίας μεταξύ γονέων και παιδιών, σε οικογένειες όπου και οι δύο γονείς είναι ανήλικοι ή πολύ νεαροί σε ηλικία, οπότε δεν υπάρχει η απαιτούμενη ωριμότητα για την ανατροφή των παιδιών τους.
Σήμερα, αν και η εικόνα των ανήλικων παραβατών δείχνει ότι 80% των περιπτώσεων της παραβατικότητας αφορά σε παραβιάσεις του κώδικα οδικής κυκλοφορίας, εν τούτοις το πλέον εντυπωσιακό και ταυτόχρονα πολύ ανησυχητικό στοιχείο είναι η αξιόλογη αύξηση των ανηλίκων που καταφεύγουν στη χρήση ναρκωτικών ουσιών, αλλά και η αύξηση του ποσοστού αυτών που καταφεύγουν σε επιθέσεις και ληστείες.
Ποιοι είναι, λοιπόν, οι ανήλικοι παραβάτες;
Δίχως κανείς να έχει την παραμικρή διάθεση να προσδιορίσει ένα και μόνο προφίλ του Έλληνα ανήλικου παραβάτη και, κατά συνέπεια, εύκολα να χαρακτηριστεί ως ένας υπεραπλουστευτής ή ακόμα και οπαδός της Αταβιστικής Θεωρίας του Lombrosso (Λομπρόσο) για την εξήγηση του εγκληματικού φαινομένου, θα μπορούσε να πει, σύμφωνα με τα αποτελέσματα των περισσότερων ερευνητικών προσεγγίσεων και μελέτης του φαινομένου της νεανικής παραβατικότητας στην Ελλάδα, ότι πρόκειται για αγόρια στο 97% των περιπτώσεων, ηλικίας 14 έως 17 ετών, τα οποία προέρχονται από χαμηλά κοινωνικοοικονομικά στρώματα και από δυσλειτουργικές οικογένειες, χρήστες τοξικών ουσιών στην πλειοψηφία τους, που έχουν εγκαταλείψει το σχολείο ή έχουν χαμηλή απόδοση στα μαθήματα και αδικαιολόγητες απουσίες. Αυτά τα στοιχεία προκύπτουν από τη Στατιστική της Αστυνομίας και κυρίως από τα δικαστήρια ανηλίκων.
Το ερώτημα που πρέπει να τεθεί εδώ είναι, εάν όντως τα χαμηλά κοινωνικοοικονομικά στρώματα παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στο ζήτημα αυτό.
Επισημάνθηκε και πριν ότι το ζήτημα της εγκληματικότητας και της βίας είναι διαταξικό.
Όμως, τα παιδιά που προέρχονται από χαμηλά κοινωνικοοικονομικά στρώματα επισημαίνονται πιο εύκολα από τις διωκτικές αρχές. Και όταν έχουμε περιστατικά θυματοποίησης ανηλίκων μέσα στην οικογένεια, για παράδειγμα, από οικογένειες που ανήκουν σε υψηλότερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα, τα παιδιά παρακολουθούνται από ιδιώτες παιδοψυχολόγους ή παιδοψυχιάτρους ή άλλους επαγγελματίες υγείας και δεν παραπέμπονται σε κοινωνικές υπηρεσίες ή την Αστυνομία.
Για τον παραπάνω λόγο ενδεχομένως να βλέπουμε ότι υπάρχει μια υπερ-αντιπροσωπευτικότητα των χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων στα δείγματα των κοινωνικών υπηρεσιών ή των δικαστηρίων. Αυτό δε σημαίνει ότι το πρόβλημα περιορίζεται μονάχα εκεί. Το πρόβλημα είναι διαταξικό, αυτό που αλλάζει είναι η θεατότητα, η επισήμανση και η αντιμετώπισή του.
Επιπροσθέτως, πρέπει να θυμόμαστε ότι όταν παρεμβαίνουμε στιγματίζοντας το παιδί, τον ανήλικο ή και την οικογένειά του, είναι λάθος. Οποιαδήποτε παρέμβαση πρέπει να είναι έγκαιρη (ίσον πρόληψη), ακριβώς για να μη στιγματίσουμε το παιδί, και κατάλληλη, δηλαδή πάντα με την επέμβαση κατάλληλα εκπαιδευμένων επαγγελματιών.
Η εμπειρία δείχνει ότι πάρα πολλοί εκπαιδευτικοί ή άλλοι επαγγελματίες που έρχονται σε επαφή με ανηλίκους, όταν προκύπτει κάποιο πρόβλημα έχουν ισχυρή θέληση να το λύσουν. Πιο συγκεκριμένα, από τις μαρτυρίες των ίδιων των εκπαιδευτικών αυτοί πολλές φορές, από υπέρτατο ζήλο ίσως, υποδύονται τον κοινωνικό λειτουργό, άλλοτε τον αστυνομικό, άλλοτε το θεραπευτή από τις ναρκωτικές ουσίες.
Όλοι πιστεύω ότι επικροτούμε τη διάθεση για βοήθεια, αλλά και όλοι πιθανώς επικρίνουμε έναν ή κάποιους λανθασμένους τρόπους ή ημίμετρα. Θεωρώ ότι δεν είναι σωστό να είμαστε λίγο από όλα. Πρέπει να υπάρχει κατάλληλα εκπαιδευμένο προσωπικό και επαρκείς δομές για αυτά τα περιστατικά.
Υπάρχει ένα σύνολο προτάσεων σε ό,τι αφορά στα συμπεράσματα και την πρόληψη.
1. Θα επέμενα, κυρίως, στα παιδαγωγικά μέτρα για την πρόληψη και την καταπολέμηση της βίας στην οικογένεια.
2. Θα πρότεινα, αν όχι αναθεώρηση της ισχύουσας νομοθεσίας, την περισσότερο προσεκτική εφαρμογή της. Άλλωστε, η πρόληψη της ενδοοικογενειακής βίας στην ελληνική πραγματικότητα και διεθνώς δεν εξαρτάται μόνο από την ύπαρξη ή μη νομοθετικών διατάξεων, αλλά κυρίως από τον τρόπο και τα μέσα εφαρμογών τους.
3. Αυτό που χρειάζεται κυρίως η σύγχρονη ελληνική οικογένεια είναι οι εκστρατείες πληροφόρησης, εκπαίδευσης και ευαισθητοποίησης με σκοπό την αλλαγή των αρνητικών παραδοσιακών στερεοτύπων αναφορικά με τη βία και τις παραμέτρους που συνδέονται με αυτή.
4. Πρέπει να αναπτυχθούν περισσότερα προληπτικά και υποστηρικτικά μέτρα και προγράμματα για τους γονείς, μέσω εκπαιδευτικών προγραμμάτων οικογενειακής συμβουλευτικής και υποστήριξης, όπως αυτά που αναπτύσσονται στα πλαίσια των Κέντρων Πρόληψης & Συμβουλευτικής του ΟΚΑΝΑ, με σκοπό να ενθαρρυνθούν θετικές, συμμετοχικές και μη βίαιες μορφές διαπαιδαγώγησης των ανηλίκων από τους γονείς τους.
5. Πρέπει όλοι να μάθουμε να μη χρησιμοποιούμε τη βία ως μέσο επίλυσης διαφορών.
6. Πρέπει να εισαχθούν στα σχολεία τα προγράμματα διαμεσολάβησης, για να μάθουν οι μαθητές να δουλεύουν με το διάλογο. Βεβαίως, οι επαγγελματίες πρέπει να εκπαιδεύονται διαρκώς και τα μέσα μαζικής επικοινωνίας να ενθαρρυνθούν να αναλάβουν πιο ενεργό ρόλο στη διαπαιδαγώγηση του κοινού μέσω της ευαισθητοποίησης της κοινής γνώμης αρχικά και της έγκαιρης και έγκυρης πληροφόρησης έπειτα, με κατάλληλα προγράμματα και παρουσιαστές.
7. Πρέπει να αναπτυχθεί ένα δίκτυο υπηρεσιών στην τοπική κοινότητα, όπου πάντα σε συνεργασία με αυτή θα πρέπει να συντονίζονται από μια κεντρική υπηρεσία στην οποία θα συμμετέχουν τα αρμόδια υπουργεία (Δικαιοσύνης, Παιδείας, Υγείας). Είναι αξιοσημείωτο ότι έχουν αναπτυχθεί κάποιες πρωτοβουλίες, αλλά αυτό που τις χαρακτηρίζει είναι ο κατακερματισμός, η έλλειψη συνεργασίας, η αποσπασματικότητα και η ασυνέχεια, με αποτέλεσμα να μην κατορθώνεται μια ολοκληρωμένη θεραπευτική - αποκαταστασιακή λειτουργία. Σε μια τέτοια λογική θα μπορούσε να επιδιωχθεί η δημιουργία εξειδικευμένων μονάδων τοπικής εμβέλειας, το έργο των οποίων θα είναι η ανάπτυξη δικτύου πρωτοβουλιών με τη συνεργασία όλων των τοπικών κυβερνητικών ή μη οργανισμών, αλλά και των κοινωνικών φορέων.
8. Πρέπει να αναπτυχθούν «Μονάδες Εκπαίδευσης» για την εφαρμογή θεραπευτικών προσεγγίσεων της βίας, για τις οποίες υπάρχουν επιστημονικά τεκμηριωμένες ενδείξεις για την αποτελεσματικότητά τους.
9. Πρέπει να αναπτυχθούν μέθοδοι αξιολόγησης των παρεχόμενων υπηρεσιών ή πρακτικών με τη χρήση δεικτών (δείκτες αξιολόγησης), όπως αυτοί που χρησιμοποιούνται στα πλαίσια της λειτουργίας των παρεμβάσεων πρόληψης και ψυχικής υγείας των Κέντρων Πρόληψης & Συμβουλευτικής του ΟΚΑΝΑ, καθώς και άλλων οργανισμών στην Ελλάδα και διεθνώς.
10. Πρέπει να αναπτυχθούν τα κατάλληλα επανδρωμένα με επιστημονικό προσωπικό και υλικοτεχνική υποδομή δίκτυα επισήμανσης και υποστήριξης θυμάτων βίας.
Ολοκληρώνοντας, θα ήθελα να τονίσω ότι η σοβαρότητα του κοινωνικού φαινομένου της παραβατικότητας των ανηλίκων με οδηγεί να επισημάνω τρία ακόμη βασικά σημεία, τα οποία πρέπει να μας απασχολούν:
1. Η βία δυστυχώς είναι κώδικας επικοινωνίας μεταξύ των μελών της οικογένειας, στο σχολείο και στην κοινωνία.
2. Η βία, όμως, είναι έγκλημα και πρέπει να έχουμε μηδενική ανοχή στη χρήση βίας.
3. Ως φαινόμενο κοινωνικής παθολογίας η παραβατικότητα των ανηλίκων απαιτεί πολυπαραγοντικές ερμηνείες, σύνθετη, ολοκληρωμένη, ορθολογικά σχεδιασμένη κοινωνική πολιτική πρόληψης και αντιμετώπισης. Και βέβαια, όπως σε κάθε ευαίσθητο κοινωνικό ζήτημα, πρέπει να υπάρχει η κατάλληλη παρέμβαση, με κυρίαρχη προσέγγιση το σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα.

* Ο δρ. Αναστάσιος Γ. Ρούσσης είναι κοινωνιολόγος - εγκληματολόγος, Μ.Α., Μ.Α., διδάκτορας Εγκληματολογίας Παντείου Πανεπιστημίου.

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey