Ο Παντελής που γνώρισα, ο Παντελής που θυμάμαι

01/07/2012 - 05:56
Δε θυμάμαι πότε ακριβώς γνώρισα τον Παντελή Αργύρη. Σίγουρα όμως ήταν εκεί γύρω στο 1990 όταν επέστρεψα στη Μυτιλήνη για μόνιμη εγκατάσταση.
Δε θυμάμαι πότε ακριβώς γνώρισα τον Παντελή Αργύρη. Σίγουρα όμως ήταν εκεί γύρω στο 1990 όταν επέστρεψα στη Μυτιλήνη για μόνιμη εγκατάσταση.

Αφορμή ήταν, απ’ όσο θυμάμαι, ένα μικρό κείμενο που είχα γράψει τότε σε μια τοπική εφημερίδα για την αναβάθμιση που είχε γίνει τότε στο Αρχαιολογικό Μουσείο Μυτιλήνης από την αρχαιολόγο σύζυγό του, Αγλαΐα Αρχοντίδου, της οποίας το έργο πολύ εκτιμούσε ο Παντελής.
Εξεπλάγη τότε, θυμάμαι, πώς ένας άγνωστος ως τότε στα τοπικά πολιτιστικά έγραψε ένα επαινετικό κείμενο χωρίς να υποκινείται από φιλικά αισθήματα ή αποβλέποντας κάπου αλλού. Αλλά και ούτε αμέσως γίναμε «κολλητοί». Σιγά - σιγά ωρίμασε η φιλική μας σχέση και δεθήκαμε αργότερα τόσο πολύ. Άλλωστε ο Παντελής ήταν πολύ κοινωνικό άτομο και είχε φιλικές σχέσεις με πολύ κόσμο, όχι μόνο λόγω του επαγγέλματός του, αλλά περισσότερο λόγω του χαρακτήρος του.
Στην αρχή οι συναντήσεις μας γίνονταν στο Μουσικό Καφενείο. Εκεί ο Παντελής, από τα κύρια ιδρυτικά μέλη του ομίλου των καφελογίων και πρόεδρος αυτών, των οποίων οι συναντήσεις γίνονταν κάθε Σάββατο το πρωί, είχε καταλυτική παρουσία. Μπορούσε σαν πειραχτήρι που ήταν να εξάψει τη συζήτηση και να «ανάψει τα αίματα», όταν όμως έβλεπε πως τα πράγματα αγρίευαν, μ’ ένα αστείο χαλάρωνε και ηρεμούσε την ατμόσφαιρα.
Πάντα έλεγε πως οι συναθροίσεις μας εκεί έπρεπε να έχουν μία ατμόσφαιρα μεταξύ σοβαρού και αστείου και όχι πολύ-πολύ σοβαρού, διότι ήξερε τις αντιπαλότητες που υπήρχαν μεταξύ των διανοουμένων, όπως άλλωστε και σ’ όλους τους χώρους λίγο - πολύ, και δεν ήθελε να οξύνονται τα πράγματα πολύ παρά μόνο όσο χρειαζόταν για να υπάρχει ενδιαφέρον.
Υποδεχόταν τους νεοφερμένους, τους παρουσίαζε στους υπόλοιπους, δίνοντάς τους μάλιστα και έναν τίτλο, που ανταποκρινόταν πάνω - κάτω στο ταλέντο και στην ασχολία του καθενός. Εμένα θυμάμαι με είχε αποκαλέσει «Δούκα του νεκροφυσιστάν», λόγω της ενασχόλησής μου με τη νεκρή φύση.

Αργότερα, όταν δεθήκαμε περισσότερο, με έπαιρνε και πηγαίναμε μαζί στο Πλωμάρι να δούμε τη μητέρα του που ζούσε εκεί. Δεν ήθελε να πηγαίνει μόνος του. Δεν ξέρω ακόμη γιατί. Του άρεσε η παρέα μου; Δεν του άρεσε η μοναξιά; Ή έβλεπε ότι εγώ ήμουν ο πιο εύκαιρος από τους γνωστούς του; Στο δρόμο πολλές φορές συζητούσαμε για θέματα τέχνης και η συζήτηση μαζί του ήταν ευχάριστη και εποικοδομητική. Διότι ο Παντελής ήταν άνθρωπος ευρείας μόρφωσης, πολύ καλός χειριστής του λόγου, ακριβολόγος, επιχειρηματολόγος και πολλές φορές, αν δε συμφωνούσε σε κάτι, έλεγε: «Σε κατανοώ γι’ αυτά που λες, έστω κι αν δε συμφωνώ απολύτως μ’ αυτά που λες.» Κι έτσι δεν οξυνόταν η ατμόσφαιρα και δεν έπεφτε ποτέ η παγωμάρα μεταξύ μας.
Άλλες φορές, πάλι, τον έπιανε η επιθυμία να τραγουδήσει. Το αγαπημένο του τραγούδι, το οποίο μάλιστα απέδιδε πολύ ωραία με την μπάσα φωνή του, ήταν το: «στη Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωή…».
Άλλοτε πάλι απήγγειλε ποιήματα της Σαπφούς στην αρχαία ελληνική διάλεκτο, διότι λάτρευε την ποίηση και είχε και καλό θυμητικό.
Όταν αγόρασε το γραφείο στην οδό Κομνηνάκη, το επίπλωσε και μας πήγε και μας το έδειχνε με καμάρι. Όλοι πιστέψαμε τότε πως ήταν ένας χώρος όπου θα μπορούσαμε να πάμε να τον βρούμε. Ο Παντελής, όμως, δεν ήταν ο άνθρωπος που θα μπορούσε να κλειστεί στους τέσσερις τοίχους ενός γραφείου. Ήταν ο άνθρωπος της αγοράς, του «έξω», της συναναστροφής με άλλους ανθρώπους, ή καλύτερα της έδρας της διδασκαλίας μ’ ένα φοιτητικό ακροατήριο. Γι’ αυτό κι έκανε τις απαιτούμενες ενέργειες για να εργαστεί ως καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου. Αλλά τον πρόλαβε ο θάνατος.

Κι άλλα πολλά πράγματα ήθελε να κάνει που όμως δεν πρόλαβε, όπως να δει την αγαπημένη του κόρη, την Άννα, νυφούλα, να δει ένα εγγονάκι, να εκδώσει και άλλα βιβλία του…
Ένα από αυτά που πρόλαβε ήταν να μπει στις καρδιές μας, να τον αγαπήσουμε, να τον εκτιμήσουμε, να τον αναφέρουμε συχνά - πυκνά στην κουβέντα μας και να αφήσει έντονα τα ίχνη της παρουσίας του στον περίγυρό του. Θυμάμαι επίσης τότε που πόζαρε για να του κάνω το πορτραίτο· στα διαλλείματα ερχόταν, έβλεπε το μισοτελειωμένο έργο, που ήταν εν τη γενέσει του ακόμη, και χαμογελούσε με κάποιο θαυμασμό παρατηρώντας τον άσπρο καμβά σιγά - σιγά να παίρνει την όψη του δικού του προσώπου. Και ικανοποιημένος ξανακαθόταν να συνεχίσουμε το έργο.
Την τελευταία νύχτα, θυμάμαι, δεν ήθελε να μείνει μόνος στο σπίτι. Αισθανόταν έναν πόνο στην πλάτη και παρ’ όλο που δε φαινόταν τίποτα πολύ σοβαρό, με φώναξε να είμαστε παρέα. Πήρε τα απαιτούμενα χάπια του, καθόταν στην αγαπημένη του πολυθρόνα, συζητούσαμε, κι όταν πια πέρασε αρκετά η ώρα και ήρθε η κόρη του Άννα, τότε έφυγα. Δεν πέρασαν λίγες ώρες, και ένα τηλεφώνημα μου μετέφερε το θλιβερό μαντάτο. Δεν το πίστεψα. Πώς ήταν δυνατόν ένας άνθρωπος με τον οποίον συνομιλούσα λίγες ώρες πριν, χωρίς να φαίνεται να έχει κάτι το πολύ ανησυχητικό, να φεύγει έτσι απότομα ξαφνικά και γρήγορα απ’ τη ζωή. Σηκώθηκα και πήγα στο σπίτι του, όπου έγινε η θλιβερή επιβεβαίωση. Φαίνεται πως η ζωή μας παίζει για δικούς της λόγους τα δικά της παιχνίδια.
Μπορεί να μας λείπει η φυσική παρουσία του Παντελή, δε μας λείπουν όμως τα λόγια του, τα έργα του, η ευαίσθητη ματιά του, και γιατί όχι πολλές φορές και τα διδάγματά του. Ώρα σου καλή, Παντελή, εκεί που βρίσκεσαι.

Ο φίλος σου,
Δημήτρης Καραπιπέρης

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey