Οι απόγονοι των ηρώων διηγούνται…

01/07/2012 - 05:56
Το «Ε» κάνει σήμερα, με αφορμή και τον εορτασμό της 28ης Οκτωβρίου, ένα αφιέρωμα σε τέσσερις «ανθρώπους του τόπου μας», που εκτελέστηκαν στα Τσαμάκια και στα Μπλόκια από τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής από το 1941 έως και το 1944.
Οι δύο από αυτούς δεν ήταν αναγραμμένοι στο μνημείο μέχρι τώρα. Ο τρίτος αναγραφόταν τόσα χρόνια με λάθος επώνυμο και ο τέταρτος αποτελεί μια από τις ιδιαίτερες περιπτώσεις, καθώς εκτελέστηκε μαζί με τον πατέρα του και τον πεθερό του. Το «Ε» κάνει σήμερα, με αφορμή και τον εορτασμό της 28ης Οκτωβρίου που πλησιάζει, ένα αφιέρωμα σε τέσσερις «ανθρώπους του τόπου μας», που εκτελέστηκαν στα Τσαμάκια και στα Μπλόκια από τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής από το 1941 έως και το 1944 και που στο σύνολό τους, μαζί με τα εννιά ονόματα που προστέθηκαν από το δήμο Μυτιλήνης το Σεπτέμβριο που μας πέρασε, μετά την έρευνα που έκανε ο συμπολίτης μας Γιώργος Γαλέτσας, ανέρχονται σε 42.

Σχεδόν δύο εκατοντάδες ήταν οι Μυτιληνιοί που πέρασαν από τα κελιά της Γκεστάπο, είτε στη Λέσβο είτε στην υπόλοιπη χώρα, για ενέργειες κατά των γερμανικών αρχών κατοχής. Όλοι τους βασανίστηκαν άγρια και καταδικάστηκαν σε «θάνατο διά τυφεκισμού», είτε επειδή δε συμμορφώθηκαν με τις υποδείξεις των αρχών κατοχής είτε επειδή δεν παρέδωσαν τα όπλα τους είτε γιατί δεν πρόδωσαν την ιδεολογία τους. Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν μέλη των ομάδων τριών έως έξι ατόμων που άρχισαν να σχηματίζονται το καλοκαίρι του 1941, με στόχο τη διαφυγή στα απέναντι παράλια και τη συμμετοχή τους, μέσω αγγλικού δικτύου, στις συμμαχικές ένοπλες δυνάμεις της Μικράς Ασίας.
Όσοι συνελήφθησαν από τα τουρκικά φυλάκια ή πριν ακόμη φτάσουν εκεί, εδώ στη Λέσβο από την Γκεστάπο, ήταν κι αυτοί που δεν τα κατάφεραν. Οι τελευταίοι, 42 στον αριθμό, εκτελέστηκαν στο νησί σε 17 συνολικά εκτελέσεις, έχοντας περάσει από τα υπόγεια κελιά της ανάκρισης και το γερμανικό στρατοδικείο. Το θέατρο των πρώτων τριών εκτελέσεων υπήρξαν τα «Μπλόκια» (ο σημερινός χώρος από το ξενοδοχείο «Blue Sea» έως το χώρο κάτω από το Άγαλμα της Ελευθερίας) και για τις υπόλοιπες το άλσος «Τσαμάκια», περίπου μπροστά από τη σημερινή ξύλινη εστία των Προσκόπων.
Η (δύσκολη) επιλογή για το σημερινό αφιέρωμα μας οδήγησε στις ιστορίες τεσσάρων από τους εκτελεσμένους, τις οποίες και σας παρουσιάζουμε χάρη στη συμβολή εν ζωή απογόνων τους και του Γιώργου Γαλέτσα.


Το βιβλίο του Γιώργου Γαλέτσα «Στο σημάδι…», ένα πολύτιμο ντοκουμέντο για την ιστορία του τόπου

Γεώργιος Λαγουτάρης
Η πρώτη εκτέλεση

Ο Γεώργιος Λαγουτάρης του Παναγιώτη ήταν ο πρώτος που εκτελέστηκε από τους Γερμανούς, στις 28 Αυγούστου τού 1941, στα «Μπλόκια». Η εκτέλεση ανακοινώθηκε δύο μέρες μετά από την εφημερίδα «Φως». Ήταν γεννημένος το 1896 στην Πλαγιά και παντρεμένος με τη Μαρία Στεριανού. Είχε επτά παιδιά, τη Βενετία, την Περσεφόνη, την Αικατερίνη, τον Παναγιώτη, την Αμερισούδα, τη Σοφία και το Γιάννη, ηλικίας 24, 16, 13, 11, 8, 6 και 2 ετών όταν εκτελέστηκε.
Σύμφωνα με τα διαθέσιμα πλέον στοιχεία, ο Γιώργος Λαγουτάρης συνελήφθη στην περιοχή «Παληόμυλος - Χορεύτρια» της πρώην Κοινότητας Πλαγιάς. Ο γιος του ο Γιάννης, ο μικρότερος από τα παιδιά του, εξιστορεί στο βιβλίο του Γιώργου Γαλέτσα πως η μητέρα του τού είχε πει ότι ο πατέρας του ήταν αρκετά νευρικός τις τελευταίες μέρες πριν συλληφθεί και κοιμόταν πάντα με το περίστροφο στο προσκεφάλι. Μετά τη σύλληψή του και στην τελευταία επίσκεψη που του έκανε η σύζυγός του Μαρία στα κρατητήρια της Γκεστάπο, αυτός της εκμυστηρεύεται χαρούμενος: «Άντε, Μαρία, ησύχασε και φύγε για το σπίτι και φίλησέ μου τα παιδιά· μάλλον τη γλυτώσαμε!» Με την είδηση αυτή που έφερε η γυναίκα του στο χωριό, οι καταδότες του ειδοποίησαν την Γκεστάπο ζητώντας τη θανατική του καταδίκη, για να μην έρθουν σε δύσκολη θέση με την απελευθέρωσή του.


Συνολικά 17 εκτελέσεις, με 42 θύματα, έγιναν από το 1941 έως το 1943 στα «Τσαμάκια» και στα «Μπλόκια»

Ο 71χρονος Γιάννης Λαγουτάρης, από την Πλαγιά του Πλωμαρίου, διηγείται στο «Ε» για τον πατέρα του:
«Από πού να αρχίσω; Ό,τι ξέρω το έχω ακούσει από τη μητέρα μου. Εγώ δεν έχω εικόνα, μια δυσάρεστη μόνο γεύση που δε γνώρισα τον πατέρα μου. Η μάνα μου μού έλεγε ότι τον φάγανε για παραδειγματισμό. Στον ύπνο του τον έπιασαν. Τον είχαν ότι πέθανε τότε, όχι ότι τον σκότωσαν οι Γερμανοί, αφού δεν είχε γίνει ληξιαρχική πράξη θανάτου. Γιατί τον πρόδωσαν; Σε τι έφταιξε; Από όσο ξέρω, ο πατέρας μου δεν ήθελε την αδικία, δεν ήταν κανένας ληστής, τι είχε κάνει; Μικρός αυτό προσπαθούσα να μάθω, γιατί τον έφαγαν. Και δε βρήκα κάτι κακό να έχει κάνει, όπως άλλοι που είχαν μικροκλεψιές.»
«Είχαμε ψάξει για να μπει το όνομά του και βρήκαμε κάποια πράγματα, αλλά δεν υπήρχαν όλα τα στοιχεία», συνεχίζει. «Στην εκδήλωση δεν πήγα, είχα δυσαρεστηθεί που δεν μπήκαν κι άλλα στοιχεία στο βιβλίο. Εγώ αυτό που θα ήθελα, ήταν να έχουν γραφτεί και τα ονόματα των σπιούνων. Όπως και να το κάνουμε, όμως, νιώθουμε μια δικαίωση μετά από τόσα χρόνια που το όνομά του δεν ήταν γραμμένο.»


Ο Γεώργιος Λαγουτάρης, ο πρώτος των εκτελεσθέντων (αριστερά). Η γνωστοποίηση του τουφεκισμού του Γεώργιου Λαγουτάρη, όπως υπογράφηκε από το στρατιωτικό διοικητή στις 28 Αυγούστου 1941 (δεξιά)

Η εκτέλεση του «Τουρκολευτέρη»
«Τον παππού μου τον φώναζαν “Τουρκολευτέρη”», λέει ο εγγονός του Ελευθέριου Καπακτσή τού Ιζέτ, ενός από τα θύματα της έκτης εκτέλεσης, που έγινε στα Τσαμάκια στις 4 Μαΐου 1942, μαζί με τον Αριστείδη Μαραγκό του Φωτίου (24 χρονών από την Άντισσα) και τον Πέτρο Γκιργκέτσο του Γεωργίου (21 χρονών από τη Μυτιλήνη).
Ο Ελευθέριος Καπακτσής γεννήθηκε το 1901 στο Ίππειος και ήταν γιος των μουσουλμάνων Ιζέτ και Χαλίζ. Έχοντας παντρευτεί το 1921 στη Μυτιλήνη την Ευγενία Τζανέτογλου από την Αγιάσο, άφησε πίσω του πέντε παιδιά. Τον Ιωάννη (19), την Αγγέλα (18), την Καλλιόπη (15), τον Αθανάσιο (14) και τη Μυρσίνη (9). Το Μάιο του 1942, οπότε και εκτελέστηκε, έμενε με την οικογένειά του στο Ίππειος.
«Εμάς τότε, επειδή ο παππούς μου ήταν Τούρκος, οι γονείς μου δε μας μιλούσαν καθόλου γι’ αυτόν. Δεν ξέρω γιατί, ίσως υπήρχε μια φοβία. Ξέραμε ότι έχει εκτελεστεί, αλλά δε μας έλεγαν παραπάνω πράγματα», διηγείται ο εγγονός του που μένει σήμερα στη Μυτιλήνη. «Αυτός που μου έχει πει τα περισσότερα, είναι ο παλιός μου δάσκαλος ο Φρίξος. Μου είχε πει ότι ο παππούς μου είχε περάσει απέναντι πέντε Μοριανούς και η οικογένεια ενός από αυτούς τον πρόδωσε. Ήταν και η τελευταία φορά που πήγε απέναντι ο παππούς μου. O δάσκαλος τα ήξερε αυτά γιατί στο ίδιο κελί που κρατούσαν τον παππού μου είχαν και τον αδελφό του και πήγαινε να τον επισκεφτεί. Εκεί του τα ‘λεγε ο παππούς μου, μισοπεθαμένος, αφού δεν του έδιναν φαγητό. Όμως, με το δάσκαλο συναντηθήκαμε μια φορά και μετά από λίγες μέρες πέθανε, χωρίς να προλάβει να μου πει και άλλα που ήθελε, για να τα γράψω.»
Σύμφωνα με τη δημοσιευμένη απόφαση του γερμανικού στρατοδικείου Μυτιλήνης, ο Καπακτσής εκτελέστηκε διότι «[…] επροπαγάνδιζε και διοργάνωνε διάφορα άτομα, διά να μεταβούν κριφύως και παρανόμως όπως αντιδρούν κατά του άξωνος». Η ληξιαρχική πράξη θανάτου ανέφερε ως αιτία εκτέλεσης: «Διότι ως συνεργάτης των Γερμανών, υπέπεσεν εις δυσμένιαν». Ωστόσο, στο βιβλίο «Αντίσταση στη Λέσβο (πηγές και πτυχές της)» των Π. Κεμερλή και Α. Πολυχρονιάδη, αναφέρεται: «[…] Ο Καπακτσής Λευτέρης ατομικά ανέπτυξε σημαντική δραστηριότητα στις διαφυγές. Πιάστηκε όμως από την G.F.P. και εκτελέστηκε […]»


Τα ονόματα και των 42 εκτελεσμένων, όπως αναγράφονται πλέον στο Μνημείο Εκτελεσμένων

Σχετικά με τη δράση του παππού του, ο Σταύρος Καπακτσής αναφέρει: «Παλιότερα είχα ψάξει στοιχεία, γιατί με είχε βρει ο πρόεδρος των Αντιστασιακών στη Μυτιλήνη, ο Όμηρος Κοντούλης, και είχαμε πάει μαζί στο δήμο, αλλά είχα ακούσει τότε ότι ο παππούς μου ήταν “Γερμανοφορεμένος”. Με είχε πειράξει αυτό και άρχισα να ρωτάω παλιούς ανθρώπους που τον είχαν ζήσει και όλοι μου έλεγαν πως ήταν ψέμα και πως ήταν δουλειά ρουφιάνων που ήθελαν να σπιλώσουν το όνομά του. Αυτό που μου έλεγαν οι περισσότεροι, είναι πως ο παππούς μου ήταν ο καλύτερος άνθρωπος, πως βοηθούσε κόσμο…»
Όντως, ο Λευτέρης Καπακτσής τάισε, με όποια περιουσία τού είχε μείνει, όλους τους πεινασμένους στο Ίππειος και πληρώνοντας με λίρες, έστελνε στις μικρασιατικές ακτές Άγγλους και Έλληνες. Για να του πάρουν την περιουσία, τον κατηγόρησαν ως «προδότη» και αυτός που πραγματικά τον πρόδωσε χειροτονήθηκε παπάς.
«Με τον τόπο που κατάγεται, δεν έχω κανένα δεσμό», συνεχίζει. «Μια φορά μόνο θυμάμαι, ήμασταν μικρά τότε, είχαν έρθει στο Ίππειος που μέναμε οι τρεις αδερφάδες του παππού μου από την Τουρκία.»
Για τον ίδιο, η εκδήλωση που έγινε μέσα στο Σεπτέμβριο στα Τσαμάκια, με την εγκαινίαση της καινούργιας στήλης του Μνημείου Εκτελεσμένων, ήταν πολύ σημαντική. «Ήμουν στην εκδήλωση και συγκινήθηκα πολύ. Ένιωσα ικανοποίηση, γιατί ακόμη και τους πρώτους Άγγλους που ήρθαν για να οργανώσουν το αντιστασιακό εδώ, ο παππούς μου ήταν να τους περάσει απέναντι. Ικανοποίηση ήταν και όταν έμαθα παλιότερα ότι είχαν δώσει το όνομα του παππού μου σε μια οδό στη Βαρειά.»


Ο Σταύρος Καπακτσής, αλλιώς «Τουρκολευτέρης», σε φωτογραφία που παραχωρήθηκε από τον εγγονό του, Σταύρο Καπακτσή (αριστερά). Η οικογένεια του Λευτέρη Καπακτσή (δεξιά)

Γεώργιος Βαρβάκης
Ήταν γραμμένος λάθος…

Ο Γεώργιος Βαρβάκης (μέχρι πρόσφατα γραμμένος λάθος στο Μνημείο Εκτελεσμένων ως «Βαρκάρης»), εκτελέστηκε στις 8 Μαρτίου 1943 στα Τσαμάκια, σε ηλικία 32 ετών. Γιος του Αριστείδη και της Βλωτίνας και γεννημένος στην Αγιάσο, είχε παντρευτεί τη συγχωριανή του Αγρίτη Παναγιώτα και είχαν τρία παιδιά, τον Αριστείδη, τη Μαρία και το Γιώργο, ηλικίας τεσσάρων, δύο και ενός έτους αντίστοιχα. Ο τελευταίος πήρε το όνομα του πατέρα του, αφού ήταν αβάπτιστος όταν τον εκτέλεσαν.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση του γερμανικού στρατοδικείου Μυτιλήνης, ο Γεώργιος Βαρβάκης καταδικάστηκε σε θάνατο διότι «[…] κατείχε όπλον κυνηγετικόν μετά πυρομαχικών […]». Ήταν, άλλωστε, μανιώδης κυνηγός εκτός από τσομπάνης που ήταν στο επάγγελμα και έτσι δεν παρέδωσε ποτέ στις Αρχές το αγαπημένο μονόκαννο εμπροσθογεμές όπλο του. Από το χειμώνα τού ’41 - ’42 άρχισε να πηγαίνει κυνήγι, στην αρχή πιο αραιά και μετά συχνότερα, μέχρι που το Φεβρουάριο του 1943 συνελήφθη από απόσπασμα Χωροφυλακής στη θέση «Μάγγανα», μετά από μεσολάβηση του αγροφύλακα της Αγίας Παρασκευής. Ο διοικητής προσπάθησε να αναβάλει την αυθημερόν μεταγωγή του στη Μυτιλήνη και την παράδοσή του στις γερμανικές αρχές, αλλά, παρ’ όλο που το πρώτο βράδυ τα αδέλφια του κρατουμένου πρότειναν την απελευθέρωσή του, ο ίδιος αρνήθηκε πιστεύοντας πως θα βρεθεί μια λύση. Ωστόσο, παρά τις προσπάθειες να «πέσει στα μαλακά», ο διοικητής αποφάσισε τελικά τη μεταγωγή του και παρέδωσε στον καταδότη του αντίγραφο του πρωτοκόλλου κατάσχεσης όπλου.
«Δεν ξέρω πολλά για τον πατέρα μου, εγώ δεν τον θυμάμαι καλά», λέει σήμερα ο μεγαλύτερος γιος του, Αριστείδης. «Η μάνα μου μετά ξαναπαντρεύτηκε και ήρθε στην Εύβοια και έκανε κι άλλα παιδιά. Από την πλευρά του πατέρα μου όλοι έχουν πεθάνει. Μόνο η γιαγιά μου θυμάμαι να μας λέει πως “ζει ο γιος μου, θα έρθει”. Έτσι τους είχαν πει κι έτσι νόμιζαν.»
Ο ίδιος ήρθε από την Εύβοια όπου μένει, στη Μυτιλήνη, μαζί με την κόρη του, για να παρακολουθήσουν τα εγκαίνια του καινούργιου μνημείου. «Είχα να έρθω στη Μυτιλήνη 51 χρόνια. Κανένας δε με γνώριζε, εκτός από μια ξαδέλφη μου από την Αγιάσο. Η συγκίνηση ήταν μεγάλη, δεν μπορώ να την περιγράψω. Τα πράγματα που γράφει το βιβλίο για τον πατέρα μου, ήταν πράγματα που ούτε εμείς ξέραμε…»


Η γνωστοποίηση του τουφεκισμού του Γεώργιου Βαρβάκη στις 8 Μαρτίου 1943 (αριστερά). Ο Γεώργιος Βαρβάκης, που μέχρι προσφάτως αναγραφόταν λάθος στο Μνημείο (δεξιά)

Γεώργιος Παναγής
Η εκτέλεση μιας… οικογένειας

Ο Γεώργιος Παναγής, από το Σκόπελο Γέρας, εκτελέστηκε στις 23 Μαρτίου 1942 σε ηλικία 21 ετών, μαζί με τον πατέρα του Παναγιώτη Παναγή (51 ετών), το Θεόδωρο Τσάρτα του Παναγιώτη (51 ετών από τα Λουτρά) και το Μιχαήλ Χατζηγιάννη του Γεωργίου (42 ετών από το Σκόπελο Γέρας). Ο Θεόδωρος Τσάρτας, μάλιστα, ήταν ο πεθερός του Γεώργιου Παναγή, που ήταν παντρεμένος με την κόρη του Βασιλική. Ήταν η πρώτη ομαδική εκτέλεση που έγινε στα Τσαμάκια, εγκαινιάζοντάς τα ως νέο χώρο εκτέλεσης και βυθίζοντας στο πένθος τέσσερις οικογένειες.
Η Βασιλική ήταν και το τραγικότερο θύμα αυτής της εκτέλεσης, αφού σε μια μέρα έχασε τον άντρα της, τον πατέρα και τον πεθερό της. Ο δεύτερος εκτελέστηκε διότι «[…] παραβέντες την διαταγήν του Ανωτάτου Στρατιωτικού Διοικητού περί παραδώσεως όπλων και εκρηκτικών υλών δεν παρέδωσεν κυνηγετικόν όπλον» και ο τρίτος λόγω του ότι δεν παρέδωσε αντίστοιχα το πολεμικό του όπλο και «[…] μετήρχεντο εμπορίου δυναμίτιδας παρά τας ως άνω διαταγάς».
Ο ίδιος ο Γεώργιος Παναγής, που την περίοδο που εκτελέστηκε έμενε με την οικογένειά του στο Πέραμα, εκτελέστηκε, σύμφωνα με τη δημοσιευμένη απόφαση του γερμανικού στρατοδικείου Μυτιλήνης, επίσης γιατί «[…] μετήρχεντο εμπορίου δυναμίτιδας […]».
Ωστόσο, οι ληξιαρχικές πράξεις θανάτου που συντάχθηκαν στο δήμο Μυτιλήνης στις 24 Αυγούστου τού 1942 (πέντε μήνες μετά την εκτέλεση), αναφέρουν ως αιτία και για τους τέσσερις εκτελεσμένους, προφανώς λανθασμένα: «διότι αποπειράθησαν να φύγουν εις Τουρκίαν, διά τας δυνάμεις της Μέσης Ανατολής».
Ο μοναχογιός του Γεώργιου και της Βασιλικής, ο Στρατής, ήταν μόνο τριών μηνών όταν εκτελέστηκε ο πατέρας του. Ο ίδιος, 68 χρονών σήμερα, λέει από την Αθήνα όπου μένει: «Εγώ ήμουν τριών μηνών μόνο όταν πέθανε ο πατέρας μου. Έχω μόνο μια φωτογραφία του και αυτή πώς σώθηκε δεν μπορώ να καταλάβω. Ήταν νέος άνθρωπος. Είχα μάθει ότι έκαναν αντίσταση με τον πεθερό του κατά των Γερμανών - και οι δύο ήταν ψαράδες - και ότι κάποιος συγχωριανός τους τούς πρόδωσε στους Γερμανούς. Αυτά, μου τα είπε η γιαγιά μου.»


Ο Παναγιώτης Παναγής, πατέρας του Γεώργιου Παναγή, που εκτελέστηκε μαζί του (αριστερά). Ο Θεόδωρος Τσάρτας, πεθερός του Γεώργιου Παναγή, που εκτελέστηκε επίσης την ίδια μέρα (δεξιά)

(Τα ιστορικά και βιογραφικά στοιχεία και το φωτογραφικό υλικό είναι από το βιβλίο «Στο σημάδι...», που επιμελήθηκε ο Γιώργος Γαλέτσας και εξέδωσε ο δήμος Μυτιλήνης. Οι συνεντεύξεις με τους απογόνους των θυμάτων έγιναν από το «Ε», μετά από στοιχεία που μας παραχώρησε ο Γιώργος Γαλέτσας.

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey