ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: Μιὰ ἀνορθόδοξη κριτικὴ θεώρηση τῆς ποίησης τοῦ Ἐλύτη

01/07/2012 - 05:56
Ένα από τα κεφάλαια του μνημειώδους δίτομου έργου του Δημήτρη Νικορέτζου «Ο άγνωστος Ελύτης της Μυτιλήνης» που κυκλοφορεί προσεχώς από τις εκδόσεις «Αιολίδα».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

 

 


«Μονάχα ἡ βίαιη  χειρονομία τῆς φαντασίας

μπορεῖ νὰ ἐλπίσει σὲ ἀληθινὰ δάκρυα»

Ἐλύτης (Ἀνοιχτὰ Χαρτιά, σελ. 477)

 

Θεωρω τον εαυτο μου — τὸ ἐξομολογοῦμαι — ἐντελῶς ἀκατάλληλο νὰ μιλήσει γιὰ τὴν ποίηση τοῦ Ἐλύτη. Δὲν παραδοξολογῶ, μήτε τὸ ἰσχυρίζομαι ἐπιταυτοῦ, μολονότι πιστεύω ὅτι εἶμαι ἀρκετὰ ἐντριβὴς περὶ τὸν ποιητικὸ λόγο, ποὺ τὸν μελέτησα σὲ βάθος μιὰ ὁλάκερη ζωὴ καὶ — πέρ’ ἀπὸ περιττὲς ταπεινολογίες — θὰ ἤμουν ἀπ’ τοὺς ἁρμοδιότερους νὰ μιλήσουν. Μὲ τὴν ἔννοια αὐτή, δὲν ἔχει κανεὶς τὴν ὑποχρέωση νὰ συμφωνήσει μὲ τὴ γνώμη ἑνὸς προκατειλημμένου κριτικοῦ, ποὺ ἴσως — ἐκ κατασκευῆς — ἀδυνατεῖ νὰ συλλάβει «οἱ Ἰθάκες τὶ σημαίνουν». Αὐτὸ καθόλου δὲν ἐξυπονοεῖ πὼς μὲ κάποιες — ἀρνητικὲς ἴσως — ἐπισημάνσεις, θὰ ἐπιδιώξω Ἡροστράτειες δόξες.

Ξεκινῶ λοιπὸν τὸ συναρπαστικό... ἐλυτικὸ ταξίδι, τελείως ἀπρογραμμάτιστα, μὴν ξέροντας ποῦ τελικὰ θὰ μὲ φτάσει — ἐννοῶ ἂν θὰ μὲ φτάσει στὴν ἄρνηση ἢ στὴν κατάφαση.

Φρονῶ ὅτι τὴν αὐθεντικότερη ἑρμηνεία τῆς ποιητικῆς τοῦ Ἐλύτη τὴν ἔδωσε ὁ ἴδιος γιὰ τὸν ἑαυτό του, μιλώντας στὰ Ἀνοιχτὰ Χαρτιά, μὲ μιὰ ἐκπληκτικὰ τετράγωνη λογική. Ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα, τὰ ὑπόλοιπα ποὺ γράφτηκαν γιὰ τὸ ἔργο του εἶναι μόνο ἀπόπειρες μιᾶς in vitro ἀνατομικῆς. Συνεπῶς καὶ ἡ δική μου ἑρμηνεία παρέλκει.

Τὸ γενικότερο πρόβλημα, στὸ ὁποῖο ἐντάσσεται καὶ ἡ ἑρμηνευτικὴ τῆς ποίησης τοῦ Ἐλύτη, συμπυκνώνεται στὸ ἐρώτημα, τὶ θεωρεῖ ἢ τὶ ἀποδέχεται κανεὶς ὡς ποιητικὸ λόγο καὶ μὲ τὶ μέτρα καὶ σταθμὰ τὸν ἀποτιμᾶ. Ἂν οἱ αἰσθητικὲς ἀντιλήψεις, ἀνάμεσα στὸν ποιητὴ καὶ τὸν κριτικό, διίστανται, γιὰ τὸ τὶ ἀκριβῶς σημαίνει ποιητικὸς λόγος καὶ γενικότερα τέχνη, τότε τὸ ἀμάλγαμα ποιητῆ καὶ κριτικῆς θὰ εἶναι ἀσφαλῶς τραγέλαφος. Κατανοῶ ὅτι ὅταν ὁ θόρυβος τῆς φήμης ἠχεῖ ἐκκωφαντικὸς — ἡ περίπτωση τοῦ Ἐλύτη — ἡ μειοψηφία τῆς ἐπιφύλαξης οὔτε «προφρόνως» ἀκούγεται, οὔτε εὔκολα εἶναι διατεθειμένος κανεὶς νὰ τὴν ἀποδεχτεῖ, ὅταν τὸν κυβερνᾶ μιὰ ἤδη διαμορφωμένη κοινὴ συνείδηση. Ἄρα καὶ ἡ ἀντικειμενικότερη κριτικὴ (ὅσο ἀντικειμενικὴ διάσταση μπορεῖ νὰ ἔχει τὸ ὑποκείμενο), θὰ φαντάζει στοὺς πολλούς, ποὺ ἀρκοῦνται στὴ χωρὶς συζήτηση ἢ ἀβασάνιστη ἀποδοχὴ τῆς περιρρέουσας γνώμης, ἄγνοια, προκατάληψη ἢ καὶ ἀσέβεια.

Τὸ μόνιμο λάθος τῆς κριτικῆς εἶναι — κι ἔγινε κατὰ κόρον στὴν ἑρμηνευτικὴ τοῦ  Ἐλύτη — ὅτι οἱ περισσότεροι (ὄχι ὅλοι), γιὰ ν’ ἀποφανθοῦν, ξεκινοῦν ἀπ’ τὴν ὑπογραφὴ γιὰ νὰ ὁδηγηθοῦν στὸ ποίημα, ἐνῶ ἔπρεπε νὰ κάνουν τὸ ἐντελῶς ἀντίθετο. Φρονῶ ὅτι ἡ κριτικὴ ὀφείλει νὰ ἐρείδεται στὴν μὴ ἐπωνυμία τοῦ ποιητῆ, σταθμίζοντας ἢ ἀναλύοντας τὴν ἀκτινοβολία τοῦ ποιήματος, χωρὶς νὰ διηθεῖται ἀπὸ τὸν ἠθμὸ τοῦ ὀνόματος. Τότε καὶ μόνο τότε, ἡ κριτικὴ πεποίθηση θὰ εἶναι ἀλάθητη. Διαφορετικὰ θὰ εἶναι μεροληπτική. Ὅταν οἱ ἧλοι εἶναι ὀξειδωμένοι, ὁ κόλαφος γιὰ τὸν ἀσεβῆ εἶναι ἀμείλικτος. «Ποιός εἶσαι σὺ ποὺ τολμᾶς»; Σύμφωνοι. Ὅμως ἂς ἐπιστρέψω στὸ ἀρχικὸ ἐρώτημα, τῆς διάστασης — ἐφ’ ὅσον ὑπάρχει — ποιητῆ καὶ κριτικοῦ, πάνω στὸ πραγματικὸ ἀντικείμενο τῆς ποίησης. Μπορεῖ ἄραγε μιὰ κομφορμιστικὴ διάνοια νὰ εἰσέλθει στὴν ἐνδοχώρα μιᾶς νεωτερικῆς; Ἂν δὲν εἶναι ἀνέφικτο, εἶναι ἐξαιρετικὰ δύσκολο. Γιὰ νὰ γίνει ἀντιληπτὸ τὶ ἐννοῶ, τὸ νὰ ἐπιχειρεῖ νὰ ἑρμηνεύσει μιὰ κλασικιστικὴ σκέψη μιὰ ἄλλη, καθαρὰ ὑπερβατική, εἶναι σὰν νὰ προσπαθεῖ νὰ συλλάβει κανείς, μὲ ὅρους Νευτώνειας Μηχανικῆς ἢ Εὐκλείδειας Γεωμετρίας, ἔννοιες τῆς Σχετικιστικῆς Μηχανικῆς ἢ γεωμετρικοὺς χώρους τοῦ Riemman. Ἡ ἀναντιστοιχία θὰ εἶναι πλήρης. Γιὰ νὰ διαρρήξεις μιὰ κλειδαριά, πρέπει νὰ διαθέτεις τὸ ἀνάλογο κλειδὶ καί, γιὰ νὰ ἐπανέλθω στὴν ποίηση, γιὰ νὰ τὴν πλησιάσεις, πρέπει νὰ ἔχεις τὸν ὁμόλογο ψυχισμό. Ἂν δὲν διατρήσεις τὸν παρθενικό της ὑμένα, δὲν θὰ σοῦ ἀποκαλυφθεῖ τὸ θαῦμα. Σὲ ὅ,τι μὲ ἀφορᾶ, ἔχω τὴ θέληση, μὰ δὲν δια­θέτω αὐτὸ ποὺ ὁ Ἐλύτης θὰ ἔλεγε «στερεοσκοπικὴ φαντασία». Γεννημένος δυστυχῶς ὀρθολογιστὴς — ἄλλωστε θετικὲς ἐπιστῆμες σπούδασα — εἶμαι ὑποχρεωμένος νὰ παραχωρήσω τὴ μελέτη τῆς ποιητικῆς τομογραφίας του, σὲ ἀγχινούστερους ἐγκεφάλους!

  Ἐλύτης ὑπῆρξε ποιητὴς νεωτερικὸς κι ἂν τὸν προσεγγίσει κανεὶς μὲ ἀξιωματικὰ κριτήρια τῆς «ὀρθόδοξης» ποιητικῆς, σαφῶς θὰ τὸν ἀδικήσει. Ὁ Ἐλύτης ξεκίνησε ἀπὸ τὴ χώρα τοῦ σχετικοῦ, τῆς σχετικῆς λογικῆς, ποὺ δὲν ἔχει κανένα κοινὸ σημεῖο μ’ αὐτὸ ποὺ αὐστηρὰ θὰ ὀνομάζαμε λογικὴ ἀλληλουχία τῶν ἰδεῶν. Ὁ Einstein ἔλεγε: «Δυσπιστῶ στὸ γενικῶς ἀποδεκτὸ καὶ τὸ μάχομαι». (Αὐτὸς ἦταν ὁ δρόμος ποὺ τὸν ὁδήγησε στὴ Θεωρία τῆς Σχετικότητας). Ὁ Ἐλύτης εἶπε: «Δυσπιστῶ σὲ καθετὶ τὸ παραδεγμένο καὶ συστηματικὰ τὸ ἀντιστρατεύομαι» (Α.Χ., σελ. 5). Δὲν εἶναι ἐκπληκτικὴ ἡ φιλοσοφικὴ ὁμοιότητα; Ἡ αἵρεση δὲν ὁδήγησε στὴν ἄλλη ἀλήθεια; Ὅπως ὁ Einstein, στὸ φυσικὸ σύμπαν, ἔτσι κι ὁ Ἐλύτης, στὸ ποιητικὸ σύμπαν, προτίμησε τὴν τόλμη τῆς ἐπανατοποθέτησης. Ἡ ἀνατροπὴ τὸν ἔφτασε στὴν «ἄλλη» θέαση, ἀφοῦ πλήρωσε, βέβαια, τὸ κόστος.

Ἡ ποίηση τοῦ Ἐλύτη κεῖται ἔνθεν καὶ ἐκεῖθεν τῶν διαχωριστικῶν ὁρίων τοῦ ὁρατοῦ φάσματος. «Συχνάζει» στὸ ὑπέρυθρο καὶ ὑπεριῶδες. Ἡ ποίησή του εἶναι ποίηση τῶν πολικῶν σημείων, βιώνοντας περιοχὲς ποὺ εὔκολα θὰ μποροῦσε νὰ γίνει κανεὶς «Φυλλομάντης». (Ἡ λέξη εἶναι δική του). Ἂν καὶ δὲν εἶναι λίγες οἱ φορὲς ποὺ ἐπιστρέφει στὴ «Νευτώνεια» σκέψη — κι ἐλπίζω ὁ ἀναγνώστης ν’ ἀντιλαμβάνεται τοὺς παραλληλισμοὺς — σκέψη ποὺ σαφέστατα διαθέτει, τὸ ὑπέδαφός του καλύπτεται, κατὰ τὸ μεγαλύτερο μέρος του, ἀπὸ λογικὲς σχετικότητες.

Κατ’ ἀρχὴν στὴν ποίηση τοῦ Ἐλύτη διακρίνει κανεὶς τὴν πανσπερμία τῶν ὑλικῶν της. Ὑλικὰ ἐπιχρίσματα, κάθε προέλευσης καὶ κάθε μορ­φῆς, τόσο στὸν γλωσσικὸ τόπο, ὅσο καὶ στὸν ἱστορικὸ χρόνο, μειγνύονται μὲ τρόπο κάποτε Μεφιστοφελικό, δημιουργώντας ἀλλοῦ τὸ θαῦμα, ἀλλοῦ τὸ αἴνιγμα. Παντοῦ ἐλλοχεύει ἡ ἔκπληξη, τὸ ἀπρόοπτο, σὲ μιὰ συμπλοκὴ λογικῆς καὶ παραλόγου, ὀρθολογισμοῦ καὶ ἀδιεξόδου. Ὑπάρχουν, μὲ ἀφανεῖς περιοδικότητες, ἐναλλὰξ «ζῶνες» διαύγειας — «κυανοῦ τῆς μέντας» — καὶ «ζῶνες» λογικῆς σιγῆς. Ὅσο δύσκολα — ὡς ὁλότητα — μπορεῖς ν’ ἀπορρίψεις ἕνα του ποίημα, ἄλλο τόσο δύσκολα — ὡς ὁλότητα — μπορεῖς νὰ τὸ ἀποδεχτεῖς. Οἱ ἐντυπώσεις συνεχῶς ἐπαμφοτερίζουν. Τὰ ἀκρότατα σημεῖα ἦταν ἡ μοίρα τῆς ζωῆς του. Ἂς μὴν ξεχνᾶ ὁ ἀναγνώστης ὅτι καὶ ἡ ἀποδοχὴ τῆς ποίησής του πέρασε ἀπ’ τὰ ἴδια σημεῖα: ναδὶρ-ζενίθ. Νομίζω πὼς ἀποτελεῖ μοναδικὸ φαινόμενο ποιητῆ, ποὺ ἡ ἀναγνώρισή του πέρασε ἀπὸ τόσα καυδιανὰ δίκρανα, ξεκινώντας ἀπ’ τὴν πλήρη ἄρνηση καὶ φτάνοντας ὣς τὸν ἀπροκάλυπτο θαυμασμό. Ἀρκεῖ νὰ θυμηθεῖ κανεὶς ὅτι ἀπὸ τὰ πρῶτα του βήματα, μὲ τοὺς Προσανατολισμούς, εἶχε δεχτεῖ — κατὰ κόρον — καὶ μάλιστα ἀπὸ ἐπώνυμους κριτικούς, τὰ ἰοβόλα βέλη, ὄχι ἁπλὰ τῆς ἄρνησης, μὰ καὶ τῆς εἰρωνείας. Κάποτε καὶ τοῦ... οἴκτου. Εἶχε μιλήσει γι’ αὐτό, ὄχι λίγες φορές, μὲ βαθύτατη πικρία. Σὲ γράμμα του, τὸ 1938, στὸν Γιῶργο Θεοτοκᾶ (Α.Χ., σελ. 472) γράφει: «Ξέρω πολὺ καλὰ πὼς μὲ ὅλη αὐτὴ τὴν ὑπόθεση — ἐννοεῖ τὸν ὑπερρεαλισμό του — ἔχω κερδίσει πολλοὺς ἐχθροὺς καὶ τὴ γενικὴ ἀντιπάθεια τοῦ φιλολογικοῦ μας κόσμου».

Ποῦ νὰ φανταζόταν τὶ τοῦ ἐπιφύλασσε ἡ φιλολογική του μοίρα, ὕστερ’ ἀπὸ σαράντα χρόνια! Ὅτι θὰ ἔφτανε στὸ Nobel καὶ θὰ τὸν πρότειναν ἀκόμη καὶ γιὰ Πρόεδρο τῆς Δημοκρατίας!

Ἤμουν πιὰ ἀρκετὰ μεγάλος ὅταν ἀνακάλυψα τὸν Ἐλύτη κι ἦταν ἤδη ἀρκετὰ ἀργὰ νὰ τὸν ἀγαπήσω. Ὅμως δὲν ἦταν καθόλου ἀργὰ νὰ τὸν θαυμάσω. Συχνὰ θαυμάζεις κάτι ποὺ ἀγαπᾶς, ἀλλὰ λιγότερο συχνὰ ἀγαπᾶς κάτι ποὺ θαυμάζεις. Τὸ δυστύχημα γιὰ μένα ἦταν ὅτι ἄρχισα νὰ μελετῶ τὸν Ἐλύτη ἐντελῶς ἀνορθόδοξα. Ξεκίνησα ἀπ’ τὴν πιὸ δύσληπτη, τὴν πιὸ ἀντιλυρική, σκηνικὴ συλλογή του Μαρία Νεφέλη (1978), ποὺ πολὺ σωστά, νομίζω, ὁ Τάσος Λιγνάδης, ἀπ’ τοὺς ἐγκυρότερους μελετητὲς τοῦ ἔργου του, τὴ χαρακτήρισε «ἰδιαίτερα κρυπτικὴ σύνθεση, ποὺ διατυπώνεται σὲ μορφὴ παράλληλων μονολόγων, μὲ μορφὴ θεατρικοῦ δρώμενου». Αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ δυσκολία προσπέλασης σ’ ἕνα ἔργο σφιγγῶδες ἦταν ποὺ μὲ φόρτωσε μὲ πολλὴ προκατάληψη, ὥσπου ν’ ἀνακαλύψω ὅτι ὁ Ἐλύτης δὲν ἦταν βέβαια μόνο ἡ Μαρία Νεφέλη. Ἀπὸ τότε κατάλαβα ὅτι ἦταν ἀνέφικτο — λόγω τῆς φύσης του — νὰ συλλαβίσει κανεὶς ὁλόκληρο τὸ ἀλφαβητάρι τῆς ποίησής του. Ὅμως, ὅταν πρωτοδιάβασα τοὺς Προσανατολισμούς του, δὲν ἦταν λίγες οἱ φορὲς ποὺ ξεσηκώθηκαν μέσα μου ἐπιφωνήματα θαυμασμοῦ. Καὶ  μπορῶ νὰ ἰσχυριστῶ, τώρα ποὺ διάβασα ὅλες τὶς συλλογές του, ὅτι ὁ καλύτερος — γιὰ μένα — Ἐλύτης, βρίσκεται στοὺς Προσανατολισμούς, γιὰ τὸ λόγο ὅτι ἐκεῖ, χωρὶς νὰ ὑποτιμῶ τὶς ὑπόλοιπες, μιλοῦσε κατ’ ἐξοχήν τὸ ποιητικό του ἔνστικτο, ἀποκαθαρμένο ἀπὸ ἐπιδράσεις ἢ καὶ ἀπὸ μιμήσεις ξένων προτύπων, ποὺ δέχτηκε ἀργότερα. (Ἴσως νὰ μὴν εἶναι συμπτωματικό, ὅτι ἡ πρώτη συλλογὴ ἑνὸς ποιητῆ εἶναι συχνὰ ἡ καλύτερη).

Δέν θὰ ξεχάσω ποτὲ τὴν ἐντύπωση ποὺ μοῦ ἔκαναν μερικὰ — τὰ περισσότερα — ποιήματα τῆς συλλογῆς ἐκείνης. (Ἄλλωστε, δὲν εἶναι καθόλου τυχαῖο ὅτι τὰ γνωστότερα ποιήματα — καὶ τὰ πιὸ δημοφιλῆ— ποὺ ἐρανίζονται οἱ Ἀνθολογίες εἶναι ἀπ’ τοὺς Προσανατολισμούς).

Ποιό νὰ πρωτοθυμηθῶ; Σχεδὸν ὅλα ἔχουν καταγραφεῖ στὴ μνήμη μου. «Ἡ τρελὴ ροδιά», «Ἡ Μαρίνα τῶν βράχων», «Μελαγχολία τοῦ Αἰγαίου», «Ἡλικία τῆς γλαυκῆς θύμησης», «Γέννηση τῆς μέρας», «Μιὰ ἱππασία στὰ σύννεφα...», «Ἕνα ζαρκάδι τρέχει...», «Φλοῖσβος φιλί...», «Χρυσίζει ὁ κόπος...», «Ὄλβια Ντόννα», «Ἄνεμος τῆς Παναγίας», «Ἡ πεντάμορφη στὸν κῆπο» κι ἐκεῖνα τὰ μικρὰ μπριλλάντια, ὅπως τὸ «Ἐπίγραμμα», «Ἕνας ὦμος...», «Ὅλα τὰ σύννεφα...» καὶ τὸ πιὸ ἐκπληκτικὸ ἀπ’ ὅλα «Ὅλα τὰ κυπαρίσσια»:

 

Ὅλα τὰ κυπαρίσσια δείχνουνε μεσάνυχτα

ὅλα τὰ δάχτυλα

σιωπή.

Ἔξω ἀπὸ τ’ ἀνοιχτὸ παράθυρο τοῦ ὀνείρου

σιγὰ-σιγὰ ξετυλίγεται

ἡ ἐξομολόγηση

καὶ σὰ θωριὰ λοξοδρομάει πρὸς τ’ ἄστρα!

 

Ἡ ἐντύπωση ποὺ μοῦ προκάλεσε αὐτὸ τὸ ποίημα, ὅταν τὸ πρωτοδιάβασα, ἦταν καταλυτική, ἀνακαλύπτοντας τὶ ποίηση ἐσωτερικῆς ὀμορφιᾶς μποροῦσε νὰ δώσει ὁ τρόπος τοῦ ἤπιου ὑπερβατισμοῦ. Ἐδῶ φυσικὰ ὅλα κατανοοῦνται κι ἡ ὑποβολὴ εἶναι σχεδὸν δαντική.

Ὅμως ποῦ ν’ ἀρχίσει καὶ ποῦ νὰ τελειώσει κανείς. Διαβάστε:

 

Ὄνειρα κι ὄνειρα ἤρθανε

Στὰ γενέθλια τῶν γιασεμιῶν

Νύχτες καὶ νύχτες στὶς λευκὲς

Ἀϋπνίες τῶν κύκνων.

                   (Προσανατολισμοί, «Ἑπτὰ νυχτερινὰ ἑπτάστιχα»).

 

Ὕστερα, ἐκεῖνοι οἱ καταπληκτικοὶ στίχοι τῆς «Ἑλένης»:

 

Κατὰ ποῦ θ’ ἁπλώσουμε τὰ χέρια μας

τώρα ποὺ δὲ μᾶς λογαριάζει πιὰ ὁ καιρός.

Κατὰ ποῦ θ’ ἀφήσουμε τὰ μάτια μας

τώρα ποὺ οἱ μακρινὲς γραμμὲς ναυάγησαν στὰ σύννεφα,

 

πόση ἀνθρώπινη ἐγκαρτέρηση κρύβουν!

Εἶναι τόσο ἰσχυρὴ ἡ φαντασμαγορία τοῦ Ἐλύτη, ποὺ εἶναι στιγμὲς ποὺ ἡ λυρικὴ πλησμονή του σὲ καταπονεῖ. Ἔχεις τὴν αἴσθηση ὅτι βλέπεις ἕναν ἀλχημιστή, ποὺ ἐπιδίδεται μὲ τὶς λέξεις σὲ ἀσκήσεις ὕφους.

Τὶς ἴδιες διαπιστώσεις θὰ μποροῦσα νὰ κάνω καὶ γι’ ἄλλα ποιήματα τῶν Προσανατολισμῶν, καὶ ἰδιαίτερα γιὰ κεῖνα ποὺ περιλαμβάνονται στὴν ἑνότητα «Ἡ θητεία τοῦ καλοκαιριοῦ», ποὺ εἶναι καὶ τὰ ὡραιότερα. Ὅμως δὲν εἶναι αὐτὸς ὁ στόχος μου.

Τί συνέβαινε λοιπόν; Τόσο τροχιοδεικτικὴ στὴ σημασία της ἦταν αὐτὴ ἡ συλλογή; Τὸ πιστεύω ἀπόλυτα. (Ἡ συνέχεια στό βιβλίο)

 

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΝΙΚΟΡΕΤΖΟΣ

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey