Στο τούρκικο χαμάμ…*

01/07/2012 - 05:56
Το λουτρό ήταν ένα τούρκικο χαμάμ, που βρισκόταν στην Απάνω Σκάλα. Απ’ όξω μου ‘δωσε την εντύπωση εκκλη­σιάς με τους θόλους του και τα στενά παράθυρά του. Καθώς ήμουν τότε στην ηλικία της αδιαφιλονίκητης θρησκευτικής πίστης, μπήκα ανύποπτος και σχεδόν πρόθυμος μέσα.
Η Μυτιλήνη του Μίμη

Το λουτρό ήταν ένα τούρκικο χαμάμ, που βρισκόταν στην Απάνω Σκάλα. Απ’ όξω μου ‘δωσε την εντύπωση εκκλη­σιάς με τους θόλους του και τα στενά παράθυρά του. Καθώς ήμουν τότε στην ηλικία της αδιαφιλονίκητης θρησκευτικής πίστης και μου άρεσε η ατμόσφαιρα της εκκλησίας, μπήκα ανύποπτος και σχεδόν πρόθυμος μέσα.
Μόλις ανεβήκαμε μερικά πέτρινα σκαλιά, βρεθήκαμε σ’ ένα διάδρομο, όπου αριστερά ήταν πολλά δωμάτια με ξύλινους τοίχους και καφασωτά παράθυρα, ενώ δεξιά ήταν ένας πέτρινος τοίχος με μια μεγάλη βαριά ξύλινη θολω­τή πόρτα, απ’ όπου ακούγονταν πνιχτοί και βαθείς ήχοι, σαν να ‘βγαιναν από καμμιά σπηλιά.
Μπήκαμε σε κάποιο από τα δωμάτια της αριστερής πλευράς, όπου όλες οι γυναίκες, η μαμά μου, οι θείες μου και η Παρασκευή, η υπηρέτρια της θείας Μένης, γδύ­θηκαν τελείως και τυλίχτηκαν σε κάτι μεγάλα μπουρνούζια. Παρά τις δια­μαρτυρίες μου μ’ έγδυσαν και μένα και με τύλιξαν σ’ ένα μεγάλο προσόψι. Κατόπιν ήρθε μια χοντρή και πολύ ιδρωμένη γυναίκα με ξύλινα τσόκαρα και πέτσινη ποδιά, που μας οδήγησε όλους μαζί προς την κλειστή θολωτή πόρτα. Όταν άνοιξε η πόρτα, μου πιάστηκε η αναπνοή. Από μέσα βγήκαν πυκνοί ατμοί και με τύλιξε μια υγρή καταχνιά, ενώ διάφοροι καμπανιστοί και σπηλαιώδεις ήχοι με κατατρόμαξαν. Μόλις περάσαμε την πύλη της κολάσεως αισθάνθηκα να γλιστρώ στο βρεμένο και ζεστό δάπεδο, το στρωμένο με μαρμαρόπλακες. Πήγα ν’ αρπαχτώ από τη μαμά μου, αλλά στάθηκε α­δύνατο καθώς όλες οι γυναίκες ήταν ολόγυμνες. Ευτυχώς που η θεία Μένη μ’ έπιασε από τις μασχάλες και μ’ έστησε στα πόδια μου.

Μόλις συνήλθα κάπως και τα μάτια μου συνήθισαν στην ομίχλη, που επικρατούσε σ’ όλο το χώρο, είδα πως στο κέντρο της κυκλικής αίθουσας κάτω ακριβώς από τον κεντρικό θόλο με τους γυάλινους φεγγίτες, που τόσο θύμιζε απ’ όξω την εκκλησιά, ήταν μια ρηχή χαβούζα, στην οποία από τρεις μεριές χύνονταν καυτά, αχνιστά νερά. Σε μικρότερους θόλους, που ακουμπούσαν στις τέσσερις γωνίες της κεντρικής αίθουσας, υπήρχαν κάτι μικρότερες μπανιέρες, όπου επίσης τρέχανε ζεματιστά νερά.
Όλος ο χώρος ήταν γεμάτος γυμνές γυναίκες. Δεν είχα ξαναδεί ποτές μου γυναίκες γυμνές και μού ‘καναν μεγάλη εντύπωση. Με τρόμαξαν λίγο, καθώς μου φάνηκαν άγριες με τις μαύρες τούφες στις μασχάλες και κάτω στην κοιλιά τους. Από μια διπλανή πόρτα, που συνεχώς ανοιγόκλεινε με υπόκωφο θόρυβο, έμπαιναν λουτράρισσες με ρούχα βρεμένα, με πέτσινες ποδιές και ξύλινα τσόκαρα, που έδιναν στις γυναίκες, που λούζονταν, σαπούνια και σφουγγάρια και τις έτρι­βαν στην πλάτη. Μια τέτοια λουτράρισσα, με όψη μέγαιρας, μ’ άρπαξε, με παγίδεψε ανάμεσα στα γόνατα της κι άρχισε να μου τρίβει με μανία το κεφάλι με πράσινο σαπούνι, που μού ‘καιγε τα μάτια. Πριν προφτάσω ν’ αντιδράσω, άρχισαν να πέφτουν απάνω μου καταρράχτες καυτό νερό, που μού ‘κοβε την ανάσα. Γινόταν τέτοιος θόρυβος κι ήταν τόσο δυνατή η αντήχηση, ώστε τα γοερά κλάματά μου ούτε που ακούγονταν.
Καμμιά φορά τελείωσαν τα βάσανά μου και βρέθηκα με το πετσί ροδοκόκκινο από τη ζέστη και το πλύσιμο, τυλιγμένος σ’ ένα στεγνό αφράτο μπουρνούζι, με αναφιλητό από το πολύ κλάμα, στο ήσυχο δροσερό δωμάτιο, όπου είχαμε αφήσει τα ρούχα μας, μαζί με τη μαμά μου και τις θείες μου, ομοίως τυλιγμένες στα μπουρνούζια τους, να τρώω βύσσινο γλυκό.

* Απόσπασμα από το ανέκδοτο μυθιστόρημά του «Επτά ευτυχισμένα καλοκαίρια».

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey