Για την «καλοχρονιά», έξω από την αυλόπορτα μας, καθάριζα με το φτυάρι το δρόμο, που είχε σκεπαστεί από χιόνι, για να περάσει ο Αγιοβασίλης. - Καλημέρα και τ’ άη Βασίλη! - Καλημέρα, καλώς τονε το Βασίλη! Κόπιασε να σε μελώσω!
Για την «καλοχρονιά», έξω από την αυλόπορτα μας, καθάριζα με το φτυάρι το δρόμο, που είχε σκεπαστεί από χιόνι, για να περάσει ο Αγιοβασίλης.
- Καλημέρα και τ’ άη Βασίλη!
- Καλημέρα, καλώς τονε το Βασίλη! Κόπιασε να σε μελώσω!
Ήμουν στα δέκα χρόνια μου και η Μαριγούλα εικοσάρα. Όλη μέρα έπλεκε στον αργαλειό, γελούσε γι’ αυτά που σκεφτότανε κι ονειρευότανε και τραγουδούσε. Σαν έπιανε το νυφτιάτικο κι ένα πολλά παθιάρικο, που έφτανε να τρεμοπαίζει η γάργαρη φωνή της, μερμίδιζε το δέρμα σου. Έβαλε σκοπό να παντρευτεί χουρτσούδα, νέα κοπελιά. Δίπλα οι πόρτες μας. Σαν έβγαινα, έτρεχε, μ’ άρπαζε, μ’ αγκάλιαζε, με φιλούσε, με πίθεβγε, με παίδευε, να με καταφέρει να της κάνω το ποδαρικό, για να την πάρει ο γαμπρός.
- Έλα βρε που είσαι Βασίλης, και φαίνεσαι καλοπόδαρος, να γίνει το χαρούμενο, το ευτυχισμένο.
Έλα, να δεις εγώ τι θα σου δώσω. Τα θαμάσματα! Αϊ, θα σου δώσω θαμάσματα και την κόρη μου, σα παντρευτώ και τη γεννήσω.
Χάχανα, τ’ αγαπούσε τα γέλια και τρελοτραγουδούσε. Ονειροπαρμένη με τριανταφυλλένια χείλια, ζουμερά, ολόμαυρα μαλλιά τη στεφανώνανε και βυζάκια τσιτωμένα που τρεμοπαίζανε, καθώς σπαρταρούσε με τα χάχανα της. Από τη μια, από την άλλη είχε, με κατάφερε και ποίκε τη γνώμη μου. Με πήρε στην πλάτη της και με πήγε στ’ ανώγι της. Σαν πάτησα το κατώφλι, η Μαριγούλα μου ‘δωσε ένα σταμνάκι γεμάτο νερό, λιόκλαδο, ρόδι, πορτοκάλι, «μαλλιαρή» πέτρα» χορταριασμένη. Τα είχε τοιμασμένα η πονηρή.
Με φίλησε και «λέγε».
- Αμ τι να πω;
- Ουχού! Τι Βασίλης είσαι συ να μη νογάς τι λένε, τα λόγια στο ποδαρικό. Και λογάριαζα να σε κάνω γαμπρό στην κόρη μου. Τέτοιος γαμπρός ας μου λείπει. Λέγε ό,τι λέγω. Ό,τι άκουγα τόλεγα. Κι άρχισε:
- Καλημέρα και του αγίου Βασιλείου, γεια χαρά και γεια Βασίλη, γεροσύνη, καλοσύνη, όλο μάλαμα κι ασήμι.
- Όπως είναι η ελιά ευλογημένη, νάναι βλογημένος όλος ο χρόνος. Πέταξε χάμω το λιόκλαδο. Το πέταξα.
- Όπως είναι γεμάτο το ρόδι, νάναι γεμάτο τ’ ανώγι από τα καλά και τ’ αγαθά. Ρίξε χάμω το ρόδι. Το ‘ριξα κι αυτό.
- Όπως είναι χρυσό το πορτοκάλι, νάναι χρυσός κι όμορφος ο χρόνος κι ο γαμπρός που θα πάρεις! Το ξανάπα και χάχανα η Μαριγούλα.
- Όπως είναι βαριά η πέτρα, τέτοια νάναι κι η παραδοσακκούλα στο νοικοκύρη!
- Όπως τρέχει το νερό από το σταμνί, να τρέξει ένας καλός γαμπρός να πάρει τη Μαριγούλα μας. Σαν τι να της φαινόταν όταν τόλεγα αυτό. Την πιάνανε γέλια μουρφατιστά, ξεχειλισμένα από χαρά.
- Έλα βρε Βασιλάκη, ξαναπέστο. Τρεις φορές πρέπει να το πεις για να πιάσει.
Το ξανάπα τρεις φορές. Δεν πρόκανα να τελειώσω, μ’ άρπαξε στην αγκαλιά της και με καταφίλησε. Σαν ξεθύμανε και πέρασε η τρανή πεθυμιά, μου γύρεψε να της τραγουδήσω τα κάλαντα, σαν καλλίφωνος που ήμουνα κι έλεγα ωραία τραγούδια στην κούνια και στον κλήδονα. Αυτά τάξερα από πολύ μικρός, που γύριζα στις γειτονιές και στα σπίτια.
«Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά,
ψιλή μου δεντρολιβανιά,
κι αρχή καλός μας χρόνος,
εκκλησιά μετ’ άγιον θρόνος,
κι αρχή που βγήκεν ο Χριστός,
άγιος και πνευματικός,
στη γη να περπατήξει,
και να μας καλοκαρδίσει.
Περπάτηξε χαιρέτησεν
όλα τα ζευγαρούδια,
ο πρώτος ο χαιρετισμός
ήταν Άγιος Βασίλης.
- Άγιε μ Βασίλη μ δέσποτα,
πόσα πινάκια σπέρνεις;
- Σπέρνω σιτάρι δώδεκα,
κριθάρι δεκαπέντε,
σπέρνω και ρόβι δεκοχτώ
κάτω στο περιγιάλι,
και κείνο μου το φάγανε
περδίκια και λαγούδια,
παίρνω το τουφεκάκι μου
να πα να τα σκοτώσω,
μηδέ περδίκια σκότωσα,
μηδέ λαγούδια πιάσα,
μον θέρισα κι αλώνισα
όλα τ’ αποφαγούδια,
κι έκανα χίλια αμέτρητα
και χίλια μετρημένα.
Κι εκεί που τα μετρούσαμε,
να κι ο Χριστός και πέρνα
και στάθηκε τα βλόγησε
με το δεξί το χέρι,
με το δεξί, με το ζερβί,
με το μαλαματένιο.
Κι εκεί που παραπάτησε
χρυσό δεντράκι βγήκε,
στη μέση ήταν ο Χριστός,
στους κλώνους οι γι άγγελοι
και στα περικλωνάρια του
οι δώδεκα Ποστόλοι,
και κάτω στη ριζούλα του
μια κρουσταλλένια βρύση
και κατεβαίναν πέρδικες
και πίναν κι ανεβαίναν
και βρέχαν τις φτερούγες τους
και τον αφέντη ραίναν.
Κι εμείς καλά τα είπαμε
κι ο Θιός καλά ας τα κάνει
κι η Παναγιά η Δέσποινα
να σας πολυχρονάει.
Και βάλε το χεράκι σου
στην αργυρή σου τσέπη
κι αν έχεις γρόσα δος μας τα,
φλουριά μην τα λυπάσαι,
αν έχεις και μονόγροσα
και κείνα παίρνουμε τα.
Και εις έτη πολλά».
- Γεια στο στόμα σου και του χρόνου! Τούτο τόξερες και μου τόπες μορφιά!
Και ξανά φιλιά η Μαριγούλα.
- Έλα να δούμε τώρα, αν θα παντρευτώ και θα γίνει ο γάμος μου μέσα στο χρόνο. Ρίξε το λιόκλαδο στη φωτιά, στο τζάκι.
Το πέταξα και το λιόκλαδο πήδηξε και βρόντηξε.
Α, τι χαρές και παναγύρια η Μαριγούλα. Η παντρειά της ήταν σίγουρη με τούτο το σημάδι. Να μ’ αγκαλιάζει καταχαρούμενη και να με φιλά παθιασμένα, σα νάμουνα ο γαμπρός. Με μέλωσε, μου γέμισε και μια μαντήλα γλυκά και αηβασιλιάτικα πράματα και με πήγε στη μάνα μου.
- Ο γιος σου ο προκομμένος, δε νογούσε τίποτα, είπε.
- Έϊ κάδα! Αναφώνησε η μάνα μου.
- Αϊ να δούμε, τι θα κάνει το ποδαρικό του;
Δεν περάσανε τρεις μήνες και η Μαριγούλα παντρεύτηκε. Γαμπρός από τους λίγους, κι όπως τον ήθελε. Και σπουδαγμένος. Ενώ η Μαριγούλα...Τα κατάφερε μια μορφιά, τον πλάνεψε με τα καμώματα της στο παναγύρι που τον γνώρισε και παρθήκανε.
Σα το μάθαν οι λέφτερες στο χωριό, τρέξανε και τη ρωτούσανε ποιος έκανε το ποδαρικό της. Τον άλλο χρόνο, σα τέτοια μέρα, με πήρε η Λεφτερίγια κι έκανα το ποδαρικό. Παντρεύτηκε κι αυτή. Τον πάρα πάνω χρόνο, η μια μ’ έπαιρνε κι η άλλη μ’ άφηνε. Και γύριζε η μάνα μου -θεός σχωρέστηνε- και μ’ αναγύρευε. Το χωριό είχε να κάνει με το ποδαρικό μου. Ωστόσο δα, δε μπόραγα να παντρέψω τη δασκάλα μου την Ελένη, που ήτανε χρόνια λέφτερη και δε μπεγιεντούσε, δεν εύρισε αυτόνε που της άρεσε.
Στο τέλος τα καταβόδωσα, είμαι καλοπόδαρος και «νόρφανος», είχα στη ζωή τους γονιούς μου, που είχε ξεχωριστή σημασία για να πιάσει το ποδαρικό. Πήγα στη γριά Περμαθούλα-Υπέρμαχο, αξεπέραστη γητεύτρα, μούμαθε τα πατροπαράδοτα και μια Πρωτοχρονιά της τόκανα. Ε, μάγος ήμουνα; Παντρεύτηκε γαμπρό που ούτε στον ύπνο της δε θα λόγιαζε. Κι έτσι ζήσαν αυτές καλά κι εμείς χειρότερα!
Πέρασαν έξι μήνες από την παντρειά της κι η Μαριγούλα δεν είχε γκαστρωθεί. Ήρθε ο Ιούνης κι άρχισα να κολυμπώ στον Κάμπο, στη Καταβάθρα, γυμνός, καθώς με γέννησε η μάνα μου. Έτσι συνηθίζουμε στο χωριό. Η Μαριγούλα κολύμπαγε κι αυτή με μπανιερό, αλάργα με τις γυναίκες. Με είδε που τσαλαβουτούσα στη θάλασσα με άλλα παιδιά.
- Βασιλάκη, Βασιλάκη, έλα να κολυμπήσουμε μαζί. Άκουσα να με φωνάζει, πήγα. Με πήρε στην αγκαλιά της, μπήκαμε στη θάλασσα και μ’ έπαιζε. Με σήκωνε με τα χέρια της ψηλά, μ’ άφηνε, έπεφτα στο νερό, βούταγα, ξανά και ξανά, γέλια. Παίζαμε πολλή ώρα. Κι όπως ήμουνα κρεμασμένος στο λαιμό της, πετάχτηκε το βυζί της έξω από το μπανιερό και το φούχτιασα. Η Μαριγούλα βάζει τη βυζόρογα της στο στόμα μου και,
- Δάγκωσε τη, για να κατεβάσω γάλα και να γκαστρωθώ, μου λέει.
Πατώ μια δαγκωματιά, που η Μαριγούλα τρελάθηκε.
- Πόνεσα, αλλά μ’ άρεσε πολύ. Μου τόχε πει η συχωρεμένη γιαγιά μου Κανέλα, που είχε κάνει δεκαοχτώ παιδιά. Να σε δαγκώσει αρσενικό «νόρφανο» στο βυζί και θα γεννοβολάς αράδα.
Σε λίγο χρόνο γκαστρώθηκε και γέννησε κόρη. Σα τράνεψε, την πήρε κι ήρθανε στο χωριό να παραθερίσουν. Είχανε δα τα σόγια τους, τους παππούδες και τις γιαγιάδες. Σα με είδε, ύστερα από χρόνια, έχασε το μυαλό της. Μόνο που δε με φίλησε, όπως ήμουνα μικρός, γιατί είχα τρανέψει. Μ’ έβαλε κοντά στην κόρη της, που ήταν πιο όμορφη. Τα ψήσαμε μια μορφιά. Σ’ όλα τα παναγύρια μαζί λιώμασταν. Θυμήθηκα το τάμα που μούκανε η Μαριγούλα, τότε με το ποδαρικό.
- Κυρά Μαριγούλα, θυμάσαι το τάμα σου, τότε στο ποδαρικό μου;
- Αμ δε το θυμάμαι; Κι έβαλε τα χάχανα.
- Αϊ, τι καλοκάθεσαι. Η κόρη σου είναι δική μου.
- Θα σου τη δώσω, μετά χαράς. Και μ’ όλη μου την καρδιά. Θα πας να μάθεις το παραμύθι για την προβατίνα, που πάντεχε η γριά να τρέξει γλίνα από τον πισινό της, για να τη σφάξει ο γέρος και να τη φάνε τα Χριστούγεννα.
Πήρα υγρά τα πλυμένα και γιουρούντισα να βρω τη γριά ή το γέρο, να μου μάθουνε το παραμύθι, να το πω στη Μαριγούλα, για να μου αποχέριζε την ταμένη κόρη της. Πού τέτοια τύχη. Πού γέρος και γριά. Ποθάνανε, τους έσυρε ο Αβόλαδος. Πόθανε και το παραμύθι. Απόμεινα με τη λαχτάρα μου. Κι ήταν η κόρη της όμορφη, σαν Παναγιά. Πού η λαλιά από τη μάνα της την ξελογιάστρα!