Θανάσης Δεικτάκης, ο πολίτης του λαού και του πολιτισμού

01/07/2012 - 05:56
Κατέβαινε σιγανά ο αγέρας απ’ τις κορφές, δρόσιζε αμπέλια, ρεματιές και μποστάνια, αντάμωνε χαρουπιές, λιόδεντρα, σπιτάκια και καφενέδες, σκόρπιζε βουνίσια αρώματα στα μαλλιά μου, ψιθύριζε βιαστικός γλυκόλογα κι έφευγε απ’ τ’ ανοιχτό μου παραθύρι.
Κατέβαινε σιγανά ο αγέρας απ’ τις κορφές, δρόσιζε αμπέλια, ρεματιές και μποστάνια, αντάμωνε χαρουπιές, λιόδεντρα, σπιτάκια και καφενέδες, σκόρπιζε βουνίσια αρώματα στα μαλλιά μου, ψιθύριζε βιαστικός γλυκόλογα κι έφευγε απ’ τ’ ανοιχτό μου παραθύρι.
Κι όλο ανηφόριζα, ερχόμενος με το ταλαίπωρο αμαξάκι μου από Ηράκλειο για τη δυτική μπάντα του θεριού που λέγεται Κρήτη.
Πέρασα τη Νοχιά, τελέψανε οι ανηφοριές, και σαν πρόβαλα στην κορφή, άξαφνα, φωτιά ξεχύθηκε, με τύφλωσε, φως περισσευούμενο με έλουσε κι ένα αυθόρμητο, σαν του εξερευνητή το «Ωωω!», πετάχτηκε από τα χείλη μου. Ήταν απίστευτα όμορφο, άγριο και μαγευτικό το αγκάλιασμα που δέχτηκα από μια γαληνεμένη, αστραφτερή και γκριζογάλανη θάλασσα που τρύπωνε βαθιά στον κόρφο της στεριάς, που πλημμύριζε την πλάση, ανηφόριζε πλαγιές, γιόμισε το αυτοκίνητο και, δέσμιο, με αιχμαλώτισε για ώρα πολλή.
Ήταν ο κόλπος ο Κισσαμίτικος που πρωτοαντίκρισα κι ανήμπορος να αντισταθώ τον ερωτεύτηκα.
Τριάντα πέντε ολάκερα χρόνια αφουγκράζομαι και ζω τον παλμό του κι ακόμα ρωτοτροπώ μαζί του.
Κι ως με φέρανε τα βήματά μου Γραμβούσα μεριά, το ξακουστό βραχονήσι με το περήφανο βενετσιάνικο κάστρο να δεσπόζει και τ’ αγριοκούνελα να τρέφονται ελεύτερα, όλο και πιο συχνά, παινετικά λόγια άκουγα για κάποιον Θανάση Δεικτάκη, μα δε βάλθηκα να τον γνωρίσω, μέχρι που, χρόνια πολλά αργότερα, σμίξανε μιαν ημέρα οι δρόμοι μας.

Χαμηλοβλέπης, πρόσωπο, γελαστή μα αυλακωμένη πανσέληνος, λίγο φαλακρίτσα, κιτρινισμένο μουστάκι, πυκνόφρυδος και σκεπασμένα τα πανώφυλλα των οφταλμών του, κοντολαίμης, ίδιος Μεξικάνος, πλατύ στόμα και παχιά σκισμένα χείλια που αφήνουνε τις λέξεις να βγαίνουν σαν ομοβροντίες, πότε μαζεμένες και πότε καθόλου, με σουσούμια παθιασμένου Κρητικού, που τον έβλεπα καμμιά φορά στο δρόμο να βολοδέρνει, να συζητά και πάντα να τρέχει, και δεν πίστευα πως αυτός ήταν ο πολυσυζητούμενος Θανάσης.
Άρπαξε το χέρι μου, πόνεσα από το σφίξιμο, φανήκανε κοφτερά και παιγνιδιάρικα τα μάτια του να γελάνε, κι η πρώτη ομοβροντία με περέλουσε στοργή και νοιάξιμο. Κατάλαβα τα πιο πολλά, γέλασα, ανταπόδωσα άγαρμπα, κι αμέσως μ’ αγκάλιασε, με έσφιξε, λες κι ήμασταν παλιοί φίλοι. Από κείνη την ώρα τον έβαλα σε μια ξεχωριστή γωνιά της καρδιάς μου.
Αυθόρμητος, με μια γαλήνη ζωγραφισμένη κατακούτελα και τον καλό λόγο να φτερουγίζει ομπρός στη γλώσσα του, δραστήριος, ακάματος, αεικίνητος και προ παντός αγνός και πληθωρικός σε αισθήματα, με τεράστια αποθέματα αγάπης για τον τόπο και το συνάνθρωπό του.
Εχτρούς δεν πρέπει να ‘χει, μα κι αν έχει, αυτός θα τους αγκαλιάζει καταμεσής στο δρόμο και θα τους φιλεί. Σαν όλους μας. Και πάντα θα φεύγει βιαστικός μην ακούσει σχόλια, πετώντας ένα κοφτό «Σ’ αγαπώ».

Βρήκε, που λες, ο Θανάσης κι άλλους «κουζουλούς», άρπαξε μπροστάρης τη σημαία, κι όλοι μαζί στήσανε τον πιο δραστήριο στην περιοχή μας Σύλλογο Προβολής Κισσάμου, του δώκανε και το όνομα «Γραμπούσα», την αδυναμία του.
Και τον βλέπουμε να στροβιλίζεται καθημερινά, να ψάχνει σε βουνά, σπηλιές πολιτείες, τίμια κι αντρίκια, χωρίς υστεροβουλιές και προσωπικά συφέροντα, να ομιλεί με κουστούμι και γραβάτα, ίδιος τζέτλεμαν, σε αίθουσες μεγάλες, να γράφει σε εφημερίδες και περιοδικά, να βγάζει βιβλία, και την ίδια στιγμή, να τος με την κρητικιά φορεσιά να πηγαίνει σε εκδηλώσεις του Συλλόγου ή άλλες, να σφίγγει το κεφαλομάντηλο και να χορεύει, να τραγουδά, να γυρνάει γειτονιές για τα κάλαντα και να σκορπά τη χαρά, ή να ντύνεται μασκαράς ή καβαλάρης σε μουλάρι και να παγαίνει τη νύφη στο γαμπρό σε αναπαραστάσεις κρητικών γάμων. Κι όλα τούτα χωρίς να περιμένει αναγνώριση, συμπαράσταση ή τεμενάδες, χωρίς να ακούει τα σχόλια, πικρόχολα ή όχι. Ό,τι κάνει, το κάνει επειδή το πιστεύει. Και πάντα για τον πολιτισμό μας και τη διαφύλαξη των προγόνων μας την κληρονομιά.
Δύσκολα είναι τούτα για ένα κοπέλι. Πόσο μάλλον για το Θανάση, που, αν και ασπρομάλλης, θαρρώ δεν… ενηλικιώθηκε ακόμα.
Χαίρομαι που ένας τέτοιος άνθρωπος, σε καιρούς χαλεπούς, συνεχίζει με τον ίδιο ζήλο να μας προσφέρει και να μας προβληματίζει.

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey