«Θε μου, δώσε μου μπόρεση…»

01/07/2012 - 05:56
Διαβάζεις βιβλία και γραφτά κάποιων ανθρώπων και νιώθεις το άγγιγμα και τη μαγεία των λέξεών τους. Έχουν το χάρισμα - πολλοί νομίζουν, αλλά λίγοι το έχουν - να χρησιμοποιούν με μαστοριά τις λέξεις, να τους δίνουν αξία και μια δύναμη τέτοια που ο αέρας τους φουσκώνει τα πανιά του μυαλού και το κάνει να ταξιδεύει.
Διαβάζεις βιβλία και γραφτά κάποιων ανθρώπων και νιώθεις το άγγιγμα και τη μαγεία των λέξεών τους. Έχουν το χάρισμα - πολλοί νομίζουν, αλλά λίγοι το έχουν - να χρησιμοποιούν με μαστοριά τις λέξεις, να τους δίνουν αξία και μια δύναμη τέτοια που ο αέρας τους φουσκώνει τα πανιά του μυαλού και το κάνει να ταξιδεύει. Απευθύνονται τόσο άμεσα σε σένα που σε προκαλούν να ξαπλώσεις πάνω στα γραφτά τους να τα σκεπάσεις και να τα κάνεις δικά σου. Διαβάζεις τα όσα καταθέτουν -την ψυχή τους όλη- και σε κάνουν να πιστεύεις, πως τελικά, δεν είναι οι λέξεις -αυτές υπάρχουν-, μαγεία, αξία και δύναμη έχουν αυτοί που τις γράφουν.
«Στα παραδρόμια της ζωής σού λαχαίνουν» τέτοιοι γραφιάδες που έχουν τον τρόπο, «τα ξεσπάσματα της καρδιάς, του νου και της ψυχής τους να τα καταθέτουν στην απλάδα του χαρτιού», και να σε κάνουν να νιώθεις το απόλυτο άγγιγμα. «Αγκάλιασμα ψυχής» το λέει ο Γιώργος Καμβυσέλλης. «Σκόρπιες αξίες» είναι για κείνον, που τον «κεντρίζουν, τις ξεχωρίζει, τις αγκαλιάζει και τις βάνει αψηλά, σηματοδότη στο διάβα του». Και μ’ όλη εκείνη την απλότητα που τον χαρακτηρίζει, απορεί… κι αναρωτιέται: «Πώς γίνεται μαθές… Πώς γίνεται να μη φλογιστώ από των ματιών σας τις λάμψεις και τις καρδιάς σας το ξεχείλισμα;» «Μαζώνει ευτυχία», όση γίνεται και παρακαλά: «Θε μου, δώσε μου μπόρεση, μη σας απογοητέψω…». Αυτή είναι η έγνοια του, αυτό ζητάει…
Όταν κι εσένα, σε στιγμές «πνευματικής ατροφίας», τα «αν», τα «μήπως», οι δισταγμοί και οι αμφιβολίες σε κυριεύουν και… σκας, η ανάγκη επικοινωνίας σε κάνει να ψάχνεις μια λύση… Χάνεσαι τότε ανάμεσα στις λέξεις και τους στίχους, τις στροφές, τις παύλες και τις αποχρώσεις που ξεφεύγουν από την πένα - άλλη πολυαγαπημένη πένα... - του Δημήτρη Νικορέτζου. Καθώς τα διαβάζεις κι αφήνεσαι να σε παρασέρνουν στο ρυθμό τους, ξαφνικά ανακαλύπτεις τη δική του αμφιβολία: «Να πω τι και σε ποιον…», γράφει, «σε ποιον ν’ απευθυνθώ και σε ποιον ν’ απολογηθώ. Ποιον ενδιαφέρει η απολογία ενός ποιητή…». Κάτι τέτοια σκέπτεσαι, πότε-πότε κι εσύ με τα δικά σου. Κι ενώ εισβάλλεις ακόμα πιο μέσα στη «χαρτογραφημένη» ψυχή του, βρίσκεις τη λύση και τη λύτρωση. Το άλλοθί του έτοιμο, κομμένο και ραμμένο για σένα: «Σφράγισα», λέει, «σε μποτίλιες τα ποιήματά μου και τ’ άφησα να τα πάρει το πέλαγο… μήπως και κάποιος ναυαγός τα βρει». Το κύμα, ευτυχώς τ’ άφησε μπροστά μας, στα πόδια μας. Τα βρήκαμε εμείς οι, περισσότεροι από ένας, τυχεροί ναυαγοί. Ευδαίμονες αποδέκτες. Άξιζε, κι ήταν… η σωτηρία μας.
Ξέρω, ωστόσο, πως κάτι τέτοια καθορίζουν και τα δικά σου αισθήματα. Σε στιγμές «περισυλλογής και λυρικής ρέμβης», ανατρέχεις στα κύματα με την ελπίδα να βρεις το ξεβρασμένο μπουκάλι. Στο μήνυμά του ψάχνεις τον τρόπο, τη συνταγή και τη βοήθεια για να μπορέσεις να καταθέσεις, χωρίς τσιγκουνιά… τη δική σου ψυχή. Κάτι τέτοια έγραφες την περασμένη εβδομάδα στην «Εξομολόγηση μπροστά στην άδεια σελίδα…». Και να, πρωί Τρίτης, το απρόσμενο τηλεφώνημα από τη Μυτιλήνη. Ακούς την παλλόμενη φωνή της άγνωστής σου 90χρονης κυρίας Βάνας να σου μιλά, μ’ εκείνη την ευγένεια που έχουν αυτοί οι άνθρωποι, για τη συγκίνηση που της προκάλεσε η «εξομολόγησή» σου, που μόλις πριν λίγο είχε διαβάσει… και σιωπάς.
Να το «αγκάλιασμα ψυχής» του Γιώργου. Να ο «ναυαγός» του Δημήτρη. Πόσο δίκιο έχουν, σκέφτεσαι. Και η κυρία Βάνα θέλει να μάθει για σένα, σε ρωτά διάφορα και σου λέει, σου λέει… Κι εσύ τι να πεις… «Πώς γίνεται μαθές…»; Αναρωτιέσαι… Αναγκάζεσαι να επικαλεστείς - χωρίς προσχήματα - λόγια απλά, σοφά, αγαπημένα. Αυθαίρετα ποδοπατάς τα πνευματικά δικαιώματα του φίλου σου και… ικετεύοντας παρακαλάς, όπως κι εκείνος: «Θε μου, δώσε μου μπόρεση…».

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey