«Οι Έλληνες δεν είναι πια ρατσιστές.» Έτσι μου έλεγε πριν από λίγες μέρες ο φίλος μου ο Σάββας* και συνέχιζε: «Μπορεί τα πρώτα χρόνια να έβλεπαν τους αλλοδαπούς με μισό μάτι, αλλά τώρα έχουν συνηθίσει. Το καταλαβαίνεις από τις εφημερίδες, από την τηλεόραση, αλλά και από τις κατ’ ιδίαν συζητήσεις.»
«Οι Έλληνες δεν είναι πια ρατσιστές.» Έτσι μου έλεγε πριν από λίγες μέρες ο φίλος μου ο Σάββας* και συνέχιζε: «Μπορεί τα πρώτα χρόνια να έβλεπαν τους αλλοδαπούς με μισό μάτι, αλλά τώρα έχουν συνηθίσει. Το καταλαβαίνεις από τις εφημερίδες, από την τηλεόραση, αλλά και από τις κατ’ ιδίαν συζητήσεις.»
Δυστυχώς, αναγκάστηκα να διαφωνήσω με το φίλο Σάββα. Όντως, ο μέσος Έλληνας δεν είναι τόσο hardcore ρατσιστής όπως παλιότερα - κάπου η συνεχής τριβή με τους ξένους τον έχουν αναγκάσει να βάλει (λιγάκι) νερό στο κρασί του. Επίσης, ως φανατικός λάτρης της «μόδας», δεν μπορεί να πάει κόντρα στο σύγχρονο lifestyle, το οποίο επιβάλλει τις αντιρατσιστικές θέσεις και δηλώσεις. Μιλάμε για «θέσεις και δηλώσεις», καθώς στις πράξεις τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά.
Πόσες φορές δεν έχει τύχει και σε σας, φίλοι φίλαθλοι, να ακούτε γνωστούς σας να κλαψουρίζουν για τους «καημένους τους μετανάστες, που έχουν έρθει στην χώρα μας αναζητώντας ένα καλύτερο αύριο, που δουλεύουν για ένα κομμάτι ψωμί».
Και μετά από λίγη ώρα, οι ίδιοι άνθρωποι να λένε «Δεν περνάω πια από τον Χ δρόμο, μένουν μόνο Πακιστανοί εκεί» ή «Ήμουν σήμερα στην Ομόνοια και δεν άκουγα λέξη ελληνικά», ή ακόμη περισσότερο: «Ρε μαλάκες, η Σούλα βγαίνει με έναν Αλβανό, χαχαχα, lol!»
Χαρακτηριστική, όμως, είναι και η θέση των Μ.Μ.Ε., τα οποία, κατά την ταπεινή άποψή μου, δε διαμορφώνουν την κοινή γνώμη, αλλά προσαρμόζονται σε αυτήν. Είναι αλήθεια πως τα τελευταία χρόνια έχουν περιοριστεί (περιοριστεί όχι εξαφανιστεί) τα ρεπορτάζ τύπου «Έχουν αποθρασυνθεί οι Αλβανοί» (αυθεντικός τίτλος σε δελτίο ειδήσεων του «ΑΝΤ1»).
Επίσης έχουν αρχίσει να «παίζουν» θέματα, που προσεγγίζουν τους μετανάστες πιο ανθρώπινα, μιλώντας για τα προβλήματά τους κ.ο.κ.. Σε αυτά τα τελευταία, το λογικό θα ήταν να πρωταγωνιστούν Αλβανοί, Πακιστανοί, Ρώσοι, Ρουμάνοι, Βούλγαροι, Πολωνοί, άτομα δηλαδή που αποτελούν την πλειοψηφία του μεταναστευτικού πληθυσμού στη χώρας μας. Κι όμως, αγαπητοί αναγνώστες, στα ρεπορτάζ αυτά πρωτοστατούν ως επί το πλείστον μαύροι (χρησιμοποιώ τον όρο «μαύροι» γιατί θεωρώ το «έγχρωμοι» εξαιρετικά ρατσιστικό - δηλαδή εμείς είμαστε «κανονικοί» και αυτοί έχουν χρώματα;).
Κάποιος ξένος που θα έβλεπε greek TV, θα πίστευε πως οι περισσότεροι μετανάστες στην ελληνική επικράτεια προέρχονται από χώρες όπως η Νιγηρία, η - εξαιρετικά επίκαιρη δυστυχώς - Αϊτή και το Μπουρκίνα Φάσο. Μέχρι και ένα νεαρό δεύτερης γενιάς από τις Σεϋχέλλες εντόπισα (είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα αυτή η ανταλλαγή πληθυσμών: Οι Σεϋχελλέζοι έρχονται στην Ελλάδα για να δουλέψουν και οι Έλληνες πάνε στις Σεϋχέλλες για διακοπές!).
Γιατί συμβαίνει αυτό; Θα σας απαντήσω αμέσως, φίλοι και φίλες: Γιατί τον Έλληνα ρατσιστή δεν τον ενοχλούν οι μαύροι. Γιατί οι μαύροι φαίνονται, είναι μαύροι. Και 100 γενιές αργότερα πάλι μαύροι θα είναι. Και 100 ελληνικές υπηκοότητες να πάρουν, πάλι μαύροι θα είναι. Και ο Έλληνας ρατσιστής θα το βλέπει, θα τους απομακρύνει και θα τους έχει πάντα στην απ’ έξω. Αντίθετα, π.χ. τους Αλβανούς (ειδικά δεύτερης γενιάς), δεν μπορεί τόσο εύκολα να τους ξεχωρίσει!
Ο Έλληνας ρατσιστής είναι ξενόφοβος με όλη τη σημασία της λέξης. Φοβάται τους ξένους. Και δε φοβάται πως θα του κλέψουν το σπίτι, αυτό είναι απλώς η δικαιολογία, το άλλοθι. Φοβάται πως οι ξένοι θα μπούνε στο σπίτι του. Τρέμει στην ιδέα πως μια μέρα η κόρη του ή η αδελφή του θα του παρουσιάσει το νέο της γκόμενο και αυτός - αν και θα φαίνεται εκ πρώτης μια χαρά άνθρωπος - θα ονομάζεται Σοκόλ, Μιχάι ή Νεμάνια.
Ο Έλληνας ρατσιστής πανικοβάλλεται στη σκέψη πως κάποια μέρα θα ανακαλύψει ότι το επώνυμο του συνεταίρου του είναι Ντεμολάρι, Ραντουκάνου ή Τκατσένκο. Εξ άλλου, οι μαύροι που ζουν στην Ελλάδα είναι ελάχιστοι, σε σχέση με τους Βαλκάνιους και τους Σλάβους, άρα ο Έλληνας ρατσιστής δε νιώθει να απειλείται από αυτούς.
Σε γενικές γραμμές, ο Έλληνας ρατσιστής θέλει να ελέγχει τους ξένους που βρίσκονται στη χώρα του, να τους έχει από κάτω του. Όταν ο Τσενάι σήκωνε την ελληνική σημαία στις αρχές της περασμένης δεκαετίας, ο Έλληνας ρατσιστής δεν ενοχλείτο (τόσο) επειδή τα αλβανικά χέρια του μόλυναν το ιερό πανί μας. Τσαντιζόταν που ένα Αλβανάκι έπαιρνε καλύτερους βαθμούς από τους Έλληνες φωστήρες.
Bλέπεις, λοιπόν, φίλε Σάββα; οι Έλληνες εξακολουθούν να είναι ρατσιστές…
*Δεν έχω φίλο Σάββα. Τον επινόησα για να με διευκολύνει στη συγγραφή του κειμένου.