Ο Αλβανός συγγραφέας και δημοσιογράφος Γκασμέντ Καπλάνι με αφορμή και τη μεθαυριανή Παγκόσμια Ημέρα Προσφύγων, μιλά στο ''Ε'' για την οικονομική κρίση και το πώς επηρεάζει τον Τύπο, για τους «Αγανακτισμένους», για τη σημερινή ζωή των μεταναστών στην Ελλάδα.
Την προηγούμενη εβδομάδα βρέθηκε για δύο μέρες στη Μυτιλήνη, προκειμένου να παρουσιάσει το νέο του βιβλίο, «Με λένε Ευρώπη». Γεννημένος το 1967 σε μια κωμόπολη της κεντρικής Αλβανίας, τη Λούσνια, ο Γκασμέντ Καπλάνι ζει τα τελευταία 20 χρόνια μόνιμα στη χώρα μας, έχοντας έρθει ως μετανάστης, έχοντας κάνει κάθε πιθανή δουλειά και καταφέρνοντας στην πορεία να κάνει αυτό που ήθελε: να γίνει συγγραφέας - και παράλληλα δημοσιογράφος. Συναντηθήκαμε μαζί του λίγο πριν την παρουσίαση του βιβλίου του και μιλήσαμε για όλα: για την οικονομική κρίση και το πώς επηρεάζει τον Τύπο, για τους «Αγανακτισμένους», για τη σημερινή ζωή των μεταναστών στην Ελλάδα. Αν μη τι άλλο, αν και μιλάει σε μια γλώσσα που δεν είναι η μητρική του, ξέρει να τη χειρίζεται πολύ καλύτερα από πολλούς Έλληνες. Ίσως γι’ αυτό νιώθαμε πως δε θέλαμε να τελειώσει και η συζήτηση μαζί του. Μια συζήτηση που δημοσιεύουμε σήμερα, με αφορμή και τη μεθαυριανή Παγκόσμια Ημέρα Προσφύγων.
Κύριε Καπλάνι, λίγοι ομοεθνείς σας κατάφεραν να αναδειχθούν στον τομέα του πνεύματος, της λογοτεχνίας και της δημοσιογραφίας. Εσάς τι πιστεύετε πως σας βοήθησε;
«Κατ’ αρχήν, στην Ελλάδα λίγοι διακρίνονται στον τομέα του πνεύματος ούτως ή άλλως. Εγώ, δεν ήρθα εδώ για να κάνω τον ανθρωπολόγο και το συγγραφέα. Ήμουν ένας μετανάστης, που έπρεπε παράλληλα να επιβιώσει. Θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό που κατάφερα να κάνω αυτό που ήθελα, τουλάχιστον μέχρι τώρα. Υπάρχουν βέβαια και άλλοι μετανάστες, που έχουν διακριθεί στην υποκριτική και σε άλλα επαγγέλματα και τέχνες, δεν είναι όμως τόσο γνωστοί. Στη δική μου περίπτωση, ήταν και το θέμα του ότι έπρεπε να τα καταφέρω και σε μια γλώσσα, που δεν είναι η μητρική μου. Δεν ήξερα καθόλου ελληνικά, ήμουν αυτοδίδακτος. Όταν πήγα στο πανεπιστήμιο, αναγκάστηκα να μάθω. Χρειαζόταν πολύ μεγάλη θέληση και την είχα.»
Το πρώτο σας βιβλίο που κυκλοφόρησε το 2006, το «Μικρό Ημερολόγιο Συνόρων», ήταν από τα σπάνια βιβλία του είδους του που είχαν εκδοθεί στην Ελλάδα. Πόσο κοντά σε εσάς ήταν οι ιστορίες που περιγράφονται στις σελίδες του;
«Τα βιβλία δεν είναι η αυτοβιογραφία μου. Οπωσδήποτε, όμως, γράφοντας ένα βιβλίο, η αφορμή είναι τα δικά μου βιώματα και τα δανείζω στους ήρωές μου, γιατί γνωρίζω πολύ καλά τα μονοπάτια που έχω κάνει, προκειμένου να έχουν κι αυτοί πειθώ. Σημασία, όμως, δεν έχει το τι γράφουμε, αλλά το πώς το γράφουμε και το τι είναι αυτό που σε κάνει να γράφεις. Για εμένα δεν ήταν απλώς ότι ήθελα να γράψω ένα ημερολόγιο.. Ήταν η ανάγκη μου να το μοιραστώ με κάποιους άλλους και να ψυχαγωγήσω κάποιους άλλους. Η ανάγκη μου να γίνω συγγραφέας.»
Έχει πολύ ενδιαφέρον ο χρόνος και ο τόπος όπου τοποθετείτε τον ήρωά σας στο «Με λένε Ευρώπη». Στην Αλβανία τού 2041, που είναι γεμάτη μετανάστες και βιώνει έντονη κρίση.
«Είναι κάτι που ήθελα να κάνω, γιατί μερικές φορές η ιστορία επαναλαμβάνεται και μάλιστα με έναν τόσο βαρετό τρόπο. Οι άνθρωποι ξεχνούν εύκολα. Και είναι αναπόφευκτο, γιατί αλλιώς δε θα μπορέσεις να επιβιώσεις. Υπάρχει, όμως, η λήθη για να ανανεώσεις την ταυτότητά σου και η λήθη για να μην αναλάβεις την ευθύνη απέναντι στον άλλο. Να μη δεις ότι ο άλλος είναι ο καθρέφτης σου. Γι’ αυτό έχω μεταφέρει τη σημερινή Αθήνα στην Αλβανία τού 2041. Και νομίζω πως ο αναγνώστης θα το αναγνωρίσει αυτό.»
Για τους «Αγανακτισμένους»
Στο βιβλίο σας, συσχετίζετε τη λέξη αντίσταση που ακούγεται συνέχεια στην Ελλάδα με το πώς σας μεγάλωναν στην Αλβανία. Βρίσκετε, πλέον, ομοιότητες ανάμεσα σε όσα ζούσατε εκεί και όσα βλέπετε τώρα να συμβαίνουν εδώ;
«Οι συνθήκες είναι πολύ διαφορετικές, το πολιτικό καθεστώς είναι άλλο, βρίσκω όμως μερικές ομοιότητες στην εθνική αφήγηση και ίσως αυτό είναι χαρακτηριστικό των μικρών εθνών, που νιώθουν πάντα ανασφαλή. Η Αλβανία δεν είχε το προνόμιο που είχε η Ελλάδα, να ζει σε έναν κόσμο της αφθονίας και της ειρήνης. Δεν μπορούσα να καταλάβω πώς η “αντίσταση” αναπαραγόταν εδώ, σχεδόν με τον ίδιο λόγο. Νομίζω πως, γύρω από αυτές τις λέξεις και τους λόγους διαμορφώνονται και δομές εξουσιαστικές, που εκμεταλλεύονται πάντα τις ανασφάλειες και δε σε αφήνουν να αποκτήσεις αυτοπεποίθηση, για να πας μπροστά. Κάνουν τις κοινωνίες να νιώθουν ότι πάντα καταδιώκονται, ότι πάντα είναι θύματα, και να μην αναλαμβάνουν τις ευθύνες των πράξεών τους, αφού άλλοι αποφασίζουν γι’ αυτές.»
Στο ιστολόγιό σας, αναφέρετε πως δε θεωρείτε τον εαυτό σας «αγανακτισμένο», αλλά πιο πολύ «μπερδεμένο». Δε σας εκφράζει το συγκεκριμένο κίνημα;
«Η Αθήνα σού δίνει την εντύπωση μιας πόλης που έχει βγει από έναν αόρατο πόλεμο ή έναν τυφώνα καταστροφικό, όχι φυσικό, αλλά ηθικό. Βλέπεις τα σημάδια της εξαθλίωσης, της κατάθλιψης. Πηγαίνοντας στο Σύνταγμα, ένιωθα μια έντονη αμφιθυμία. Είναι ένα πλήθος ετερόκλητο, σα να έχει βγει το Μετρό ξαφνικά στην επιφάνεια και να έγινε συγκέντρωση. Θα πήγαινε ίσως πιο πολύ το σύνθημα “Γιατί μας ξυπνήσατε;”. Αναρωτιέμαι, τι θα γινόταν αν έβγαινε ο πρωθυπουργός ξαφνικά κι έλεγε “κοιτάξτε, όλα θα είναι όπως παλιά”, εννοώντας με τις πολλές πυρκαγιές, το Βατοπέδι κ.λπ.. Φοβάμαι πως οι περισσότεροι θα πήγαιναν στα σπίτια τους.»
Ο κόσμος γνωρίζει τι θέλει;
«Όχι, γι’ αυτό και έχω γράψει ότι είναι σα μια ομαδική ψυχοθεραπεία. Είμαι πολύ αισιόδοξος για το ότι ο κόσμος κατεβαίνει στις πλατείες. Ένας κόσμος που οι μηχανισμοί της εξουσίας έστησαν μαζί του μια σχέση όχι πολίτη, αλλά πελάτη, είναι σα να ξαναπροσπαθεί να γίνει πολίτης, αλλά να μην ξέρει πώς. Δεν υπάρχει καθόλου αυτοπεποίθηση, δεν υπάρχουν σημεία αναφοράς, πράγμα που είναι τρομερό. Θα έπρεπε αυτός ο κόσμος να συζητούσε στα πανεπιστήμια, τα πνευματικά κέντρα, τις γειτονιές, αλλά φαίνεται πως αυτοί οι χώροι δεν υπάρχουν, ήταν ψεύτικοι ή κατειλημμένοι από συντεχνίες. Και ο κόσμος αυτός μού φαίνεται άστεγος υπαρξιακά, γι’ αυτό σα να έχει βαφτίσει την ορφάνια του “ανεξαρτησία από κόμματα και ιδεολογίες”, γιατί δεν έχει σημεία αναφοράς. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι δεν είμαστε απέναντι από μια δικτατορία, αλλά μια δημοκρατία με μεγάλα προβλήματα, το κυριότερο από τα οποία είναι η ισοπέδωση αξιών και η πελατοκρατεία. Οι Έλληνες δοκίμασαν ένα διαφορετικό κοινωνικό στάτους και είναι φυσικό να θέλουν να το διατηρήσουν. Δεν μπορούν, όμως, να αναπαράγουν τις δομές τού “χθες”. Το θέμα είναι με τι υλικό θα κολλήσουν τα κομμάτια. Αυτογνωσία, σκληρή δουλειά; Τελείωσε μια εποχή. Το τσουνάμι ερχόταν, εμείς δε μιλούσαμε, αλλά συμμετείχαμε λίγο ως πολύ, όχι με την έννοια τού “μαζί τα φάγαμε”, αλλά αυτήν της μη συμμετοχής.»
Έχουν πλέον αρχίσει να δυσκολεύουν τα πράγματα στην Ελλάδα και για τους συμπατριώτες σας. Πολλοί αρχίζουν και φεύγουν.
«Πώς να μη φεύγουν; Ίσως θα έρθει μια εποχή στην Ελλάδα, που θα νοσταλγούν τους μετανάστες. Ελπίζω να μην έρθει, βέβαια, αυτό το λέω μεταξύ πλάκας και αστείου, όταν μιλάω και με διάφορους δυτικούς. Τους λέω: “Κοιτάξτε, από τη στιγμή που έρχονται, είναι το βαρόμετρο ότι είμαστε ακόμη καλά. Τα βάσανά μας θα αρχίσουν από τη στιγμή που θα σταματήσουν να έρχονται, όταν κι εμείς θα σκεφτούμε ποιο καράβι θα πάρουμε και πού θα πάμε”. Έχουμε μια κοινή μοίρα. Όπως θα φύγουν οι μετανάστες, θα φύγουν και οι ντόπιοι. Νομίζω, όμως, πως μπορούμε ακόμη να το αποφύγουμε αυτό. Έχω δει πολύ χειρότερα. Δε μένει, παρά η υπομονή και η αισιοδοξία.»
Τύπος και κρίση
Το ιστολόγιό σας εσείς το ξεκινήσατε το 2005 ως μέσο επικοινωνίας ή έκφρασης;
«Εγώ το άνοιξα διότι τότε άνοιγαν όλοι. Μετά είδα τη χρησιμότητά του. Θα μπορούσα να γράψω πράγματα πιο συχνά από ό,τι γράφω στην εφημερίδα. Πιο εκτενή κείμενα. Και μερικές φορές, έγινε και τόπος να γράψω πράγματα που δεν μπορούσα να τα γράψω στην εφημερίδα, αφού εκεί επιβάλλεται μέτρο στο τι θα γράψεις. Μου ζητήθηκε ακόμη και το να βάλω το μπλογκ μου στην εφημερίδα, ρωτήθηκα γιατί έχω ανεξάρτητο μπλογκ. Και αυτό είναι μια στροφή αυταρχική. Κάποιοι έχουν μια αντίληψη για την ελευθερία του λόγου πολύ συγκεκριμένη. Και ήδη έχουμε αρχίσει να το ζούμε αυτό, ειδικά με τους κραδασμούς του Τύπου.»
Γράφατε στα «Νέα», τώρα γράφετε στο «Βήμα». Τι εικόνα έχετε για το μέλλον του Τύπου;
«Η παγκόσμια εικόνα είναι πως ο Τύπος περνάει δύσκολα. Δεν ξέρω αν είμαστε πιο κοντά στο τέλος μιας εποχής ή στην αρχή μιας άλλης, αλλά είναι μια εποχή μεταβατική, που ξεκίνησε από την πτώση του τείχους. Από τότε, η μηχανή του χρόνου σα να τρελάθηκε. Η επιτάχυνσή της ήταν πολύ μεγάλη. Ζούμε αλλαγές στην οικονομία, στις νέες τεχνολογίες, μπαίνει το ίντερνετ, μπαίνει το θέμα του περιβάλλοντος, που σχετίζεται με το χαρτί. Πιστεύω πάντως πως, όπως δεν εξαφανίστηκε το τραίνο από το αεροπλάνο, ούτε ο έντυπος Τύπος θα εξαφανιστεί. Απλά, θα δημιουργηθούν παράλληλοι κόσμοι. Μετά, από εκεί και πέρα, το ποια θα είναι η ποιότητά του και αν αυτό θα βοηθήσει στην πληροφόρηση, αυτά είναι θέματα δημοκρατίας, εξουσίας κ.λπ.. Και, δε σημαίνει πως ηλεκτρονικό σημαίνει πρόχειρο. Στην Ελλάδα, έντυπο σημαίνει πρόχειρο επίσης. Ζούμε μια εποχή κατάρρευσης ή τέλος παιχνιδιού, όπως παίχτηκε μέχρι σήμερα. Και περιμένεις τουλάχιστον να δεις διαφορετικές φωνές στο διαδίκτυο και δεν τις βλέπεις. Και ίσως πρέπει κι εμείς να βάλουμε το χεράκι μας.»