Ο Λεωνίδας Σπανέλλης κατάγεται από τη Βατούσα, αλλά γεννήθηκε το 1898 στη Μαινεμένη της Μικρασίας, όπου έμειναν οι γονείς του για ένα διάστημα ως μετανάστες από τη Βατούσα, καθώς ο πατέρας του Λεωνίδα, Ζαφείρης, ασκούσε το επάγγελμα του εμπόρου.
Λεωνίδας Σπανέλλης
Έκδοση του Πολιτιστικού Συλλόγου των Απανταχών Βατουσαίων «Η Κοίμησις της Θετόκου»
Αθήνα 2010, σελ. 62
Εισαγωγή - σημειώσεις: Τάκης Σαλκιτζόγλου
Πρόλογος: Γιάννης Μανούσης
«Ο Λεωνίδας Σπανέλλης κατάγεται από τη Βατούσα, αλλά γεννήθηκε το 1898 στη Μαινεμένη της Μικρασίας, όπου έμειναν οι γονείς του για ένα διάστημα ως μετανάστες από τη Βατούσα, καθώς ο πατέρας του Λεωνίδα, Ζαφείρης, ασκούσε το επάγγελμα του εμπόρου, όπως πολλοί τότε Βατουσιανοί. Μετά την περιπέτειά του, ο Λεωνίδας Σπανέλλης εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου διατηρούσε ως το 1968 εργαστήριο ραφής και πώλησης υποκαμίσων. Ο Λεωνίδας Σπανέλλης παντρεύτηκε την Ερεσία Ειρήνη Ανδρέου και αυτό ήταν η αιτία την οικογένεια του Λεωνίδα να την “κερδίσει” η Ερεσός. Πέθανε το 1975.»
Τα παραπάνω βιογραφικά στοιχεία είναι από τον πρόλογο του Γιάννη Μανούκα, προέδρου του Πολιτιστικού Συλλόγου των Απανταχού Βατουσαίων, στο βιβλίο του Λεωνίδα Σπανέλλη «Απομνημονεύματα αιχμαλωσίας Τουρκικής». Ο Σπανέλλης στρατεύθηκε στη μικρασιατική εκστρατεία και υπηρέτησε στο 2ο Λόχο του 27ου Συντάγματος της Μεραρχίας Αρχιπελάγους. Έλαβε μέρος σε όλες τις μάχες του Συντάγματός του και μετείχε ως απλός στρατιώτης σε όλες τις επιχειρήσεις της Μονάδας του κατά την πορεία της προς το Σαγγάριο. Καθ’ οδόν προς τον ποταμό, προσεβλήθη από κήλη και απεστάλη στα μετόπισθεν, όπου χαρακτηρίσθηκε πλέον ως βοηθητικός. Τοποθετήθηκε ως γραφέας της Στρατιάς στο Διοικητήριο της Σμύρνης, το γνωστό Κονάκι, όπου παρέστη μάρτυς μιας ενδιαφέρουσας συνομιλίας του Χρυσοστόμου Σμύρνης με τους επιτρόπους της Αγίας Φωτεινής. Εκεί, το Σεπτέμβριο του 1922, στα περίχωρα της πρωτεύουσας της Ιωνίας, συνελήφθη αιχμάλωτος από τους στρατιώτες τού Κεμάλ και από εκεί άρχισε το μαρτύριό του, που κράτησε περίπου δύο χρόνια. Μετά τη λήξη της ομηρίας του, επέστρεψε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
Όπως γράφει ο δικηγόρος Αθηνών, μικρασιατικής καταγωγής Τάκης Σαλκιτζόγλου, στα χέρια του οποίου βρέθηκαν τα χειρόγραφα απομνημονεύματα του Λεωνίδα Σπανέλλη, «έχουν γραφεί σε δύο περιόδους που αφίστανται χρονικά κατά πολύ μεταξύ τους. Το πρώτο μέρος άρχισε να γράφεται στο Αϊντάπ της Συρίας από το Δεκέμβριο του έτους 1923 μέχρι τις 6 Ιανουαρίου του 1924. Το τμήμα αυτό περιλαμβάνει τις οδυνηρές μνήμες της αιχμαλωσίας του από τον Αύγουστο του 1922 μέχρι κάποιο αδιευκρίνιστο χρονικό σημείο του επόμενου έτους, αφού ο αιχμάλωτος, παραζαλισμένος από τις κακουχίες, ήταν φυσικό να έχει χάσει τη συναίσθηση του χρόνου. Το μόνο που κυριαρχούσε σ’ αυτόν ήταν η ανάγκη της επιβίωσης από την καθημερινή απειλή του θανάτου και την κόλαση των βασανιστηρίων της αιχμαλωσίας του. Ένα δεύτερο τμήμα, που θα συνεχίσει την εξιστόρηση των συμβάντων, θα γραφτεί μετά από 44 χρόνια, το 1968. Η περίοδος τόσων ετών καθόλου δε μείωσε τη ζωηρότητα των αναμνήσεων του απομνημονευματογράφου, που είχαν εγκατασταθεί μέσα του απαρασάλευτες και ανεξίτηλες και βεβαίως είχαν επηρεάσει τη συμπεριφορά του, ίσως και το χαρακτήρα του.». Αποτιμώντας την αξία των απομνημονευμάτων του Σπανέλλη, ο Τάκης Σαλκιτζόγλου επισημαίνει:
«Κάθε άνθρωπος έχει τουλάχιστον μια ενδιαφέρουσα ιστορία να διηγηθεί από τη ζωή του. Λίγοι είναι όμως αυτοί που βίωσαν την προσωπική ιστορία τους σε μια ενδιαφέρουσα εποχή, ακόμα λιγότεροι εκείνοι που αποφάσισαν να χαράξουν στο χαρτί τα βιώματά τους, και ελάχιστοι αυτοί που με τα γραφόμενά τους κατορθώνουν να μας συγκινήσουν, όπως συμβαίνει με τα απομνημονεύματα του Σπανέλλη. Η τραγωδία της Μικράς Ασίας έμεινε χωρίς κάθαρση και τα αφηγήματα των απλών ανθρώπων που φωτίζουν τις λεπτομέρειες της καθημερινότητας των ιστορικών γεγονότων (αυτών που συγκροτούν τη λεγόμενη petite histoire) λειτουργούν αντιστικτικά με την επίσημη, την από καθέδρας Ιστορία. Το κείμενο του Σπανέλλη έχει σε πολλά σημεία όχι μόνο ιστορική, αλλά και γνήσια λογοτεχνική αξία. Αποκαλύπτει τη βαρβαρότητα του φανατισμένου τουρκικού πλήθους, που λήστεψε, βασάνισε, ατίμασε και έσφαξε χιλιάδες αμάχων και αιχμαλώτων. Δεν παραλείπει όμως να εξάρει και την ανθρωπιστική συμπεριφορά αρκετών Τούρκων, που συμπόνεσαν τη δυστυχία των ανυπεράσπιστων αυτών ανθρώπων. Όλα τα νομίσματα έχουν πάντα δύο όψεις.».