Η Καλλονή της Λέσβου μέσα από παλιές φωτογραφίες

01/07/2012 - 05:56
Η δυνατότητα που κάποτε απέκτησε ο άνθρωπος να αποτυπώνει σε χαρτί μια στιγμή της ζωής του στην οποία άμεσα ή έμμεσα ήταν παρών, υπήρξε ανυπερθέτως απόρροια της ανάγκης του να αιχμαλωτίσει το χρόνο.
Χρήστος Τραγέλλης
Σύμβουλος έκδοσης: Παναγιώτης Μιχαηλάρης
Έκδοση του Συλλόγου Καλλονιατών Λέσβου
Αθήνα, 2009, σελ. 285


Η δυνατότητα που κάποτε απέκτησε ο άνθρωπος να αποτυπώνει σε χαρτί μια στιγμή της ζωής του στην οποία άμεσα ή έμμεσα ήταν παρών, υπήρξε ανυπερθέτως απόρροια της ανάγκης του να αιχμαλωτίσει το χρόνο, επενδύοντας σε μια μελλοντική νοσταλγία ή σε μια ανά πάσα στιγμή αναδρομή στο παρελθόν για να αντλήσει πληροφορίες από αυτό, υποστηρίζοντας με οπτικό υλικό τη μνήμη του.
Αναλυτικότερα, η φωτογραφία, μαυρόασπρη αρχικά και λίγο αργότερα έγχρωμη, ήρθε να ικανοποιήσει πλείστες όσες ανάγκες του ανθρώπου, πρώτιστα επαγγελματικές στο χώρο της δημοσιογραφίας ως συμπληρωματικό οπτικό υλικό πληροφόρησης, καθώς και της διαφήμισης ως κατ’ εξοχήν μέσο προπαγανδιστικό για την προώθηση στην αγορά προϊόντων και υπηρεσιών. Παράλληλα, όμως, δελέασε και τον ιδιώτη. Έσπευσε να φωτογραφηθεί θέλοντας να «υλοποιήσει» με τον τρόπο αυτό κάποιες από τις στιγμές της «άυλης» μνήμης του, όχι μόνο για μια νοσταλγική ενατένιση του παρελθόντος του, αλλά και ως μέσο επικοινωνίας συμπληρωματικό και πάλι, της επιστολής αυτήν τη φορά, με άτομα συγγενικά και φιλικά που ζούσαν μακριά του.
Σε κάθε περίπτωση, η φωτογράφιση στα ηρωικά εκείνα χρόνια του μαυρόασπρου φιλμ και συνακόλουθα η συλλογή και ταξινόμηση των φωτογραφιών σε άλμπουμ υπήρξε έθος κατ’ εξοχήν αστικό για λόγους ευνόητους. Η αστική τάξη διέθετε τα οικονομικά μέσα, αλλά και είχε την επίγνωση πως ήταν ο θεματοφύλακας των κατεστημένων κοινωνικών αξιών και αντιλήψεων και η φωτογράφιση οικογενειακών στιγμών και στιγμιότυπων (γάμοι, βαφτίσια, αλλά και ολάκερη «εν στάσει» η οικογένεια με τον πατέρα-αφέντη και τη μητέρα στο κέντρο της πόζας), θρησκευτικών τελετών και εθνικών εορτών διαιώνιζε εξεικονίζοντας την παγιότητα των θεσμών και των αξιών με την προοπτική πάντοτε της μεταλαμπάδευσής τους στις επόμενες γενεές.
Το προνόμιο, βέβαια, τούτο διεκδίκησαν και τα χαμηλότερα στρώματα, καθώς λειτούργησε ο νόμος της μίμησης αλλά και της ανάγκης, όχι βέβαια για να απαθανατίσουν στιγμές μιας δύσκολης ζωής, που σίγουρα δεν είχαν λόγους να νοσταλγήσουν στο μέλλον, αλλά για επικοινωνία με ξενιτεμένους συγγενείς και φίλους, ακόμη και για προξενιά της κόρης, όταν η μοίρα το ‘φερνε να αναζητήσει στην ξενιτιά το νυμφίο της. Γεγονός, πάντως, ότι ο απλός άνθρωπος, και ιδίως αυτός της υπαίθρου, αρχικά στάθηκε ιδιαίτερα επιφυλακτικός απέναντι στη φωτογραφική μηχανή και συχνά αρνητικός στη φωτογράφισή του - και αυτό αποτελεί προσωπική εμπειρία. Γι’ αυτό, άλλωστε, σπανίζουν οι φωτογραφίες στις κατοικίες των ανθρώπων αυτών.
Η Καλλονή, δεσπόζων οικισμός στο κεντρικό λεκανοπέδιο της Λέσβου, υπήρξε, όπως ήταν φυσικό, αγροτικός κατά βάση οικισμός, πριν τη μετάλλαξή του σε καθαρά αστικό κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα, όταν πλέον το μεγαλύτερο μέρος του ενεργού πληθυσμού της περιοχής στράφηκε σε επαγγελματικές δραστηριότητες του τριτογενούς τομέα, οι οποίες προσέφεραν σε αυτούς περισσότερες δυνατότητες οικονομικής ανέλιξης. Ο κάμπος, εξάλλου, απέδιδε κατώτερο των προσδοκιών των καλλιεργητών του εισόδημα, ενώ η μετανάστευση, εσωτερική και εξωτερική, απορρόφησε το μεγαλύτερο μέρος του αγροτικού εργατικού δυναμικού της περιοχής. Επιπλέον, το χρήμα που εισέρρευσε στην περιοχή, αρχικά από το μεταναστευτικό συνάλλαγμα και στη συνέχεια από τις κάθε είδους επιδοτήσεις και ενισχύσεις της Ε.Ε., δεν αξιοποιήθηκε κατά κανόνα σε παραγωγικές επενδύσεις του αγροτικού τομέα, αλλά διοχετεύτηκε σε μια άνευ προηγουμένου ανοικοδόμηση και υπερκατανάλωση, που αλλοίωσε χαρακτηριστικά το χρώμα της Καλλονής και των πέριξ οικισμών, μεταβάλλοντάς την σε ένα καθαρά αστικό οικισμό, παρ’ όλο που ανέκαθεν η Καλλονή ως ο κεντρικός του λεκανοπεδίου οικισμός και διοικητικό κέντρο παρουσίαζε από τις αρχές του 20ού αιώνα έντονα αστικά χαρακτηριστικά, καθώς διέθετε πάντοτε ένα όχι ευκαταφρόνητο αριθμητικά αστικό στρώμα, με τεράστια επιρροή, κοινωνική και πολιτική, στα υπόλοιπα κοινωνικά στρώματα του πληθυσμού της.
Στους κόλπους αυτού του στρώματος κυρίως βρίσκει αρχικά πρόσφορο έδαφος να ευδοκιμήσει η φωτογραφία στην ασπρόμαυρη, κλασσική θα τολμούσα να πω, εκδοχή της και έτσι εύκολα μπορούμε να εξηγήσουμε την πληθώρα φωτογραφιών που βρίσκονταν στα συρτάρια των κατοίκων της Καλλονής, χρονικού βάθους πολλών δεκαετιών, είτε σε άλμπουμ συγκεντρωμένες και ταξινομημένες είτε διάσπαρτες. Πολλές από αυτές τις φωτογραφίες βλέπαμε να εκτίθενται με το βάρος της θύμησης και της νοσταλγίας στο καλό και πάντα προσεγμένο περιοδικό του Συλλόγου Καλλονιατών Αθήνας, την έκδοση του οποίου επιμελείται ο κ. Χρήστος Τραγέλλης.
Στο πλαίσιο αυτής της δουλειάς του, ο Χρ. Τραγέλλης για χρόνια τώρα συγκέντρωνε φωτογραφίες με προσφορές ακόμα και… επαιτεία. Κάποτε ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, όταν οι λιγοστές στην αρχή και μόνο για τις ανάγκες του περιοδικού φωτογραφίες έγιναν πολλές και συγκροτούσαν πλέον ένα πανόραμα της ιστορίας της Καλλονής, ώστε η ανάγκη να εκδοθούν κατάλληλα ταξινομημένες σε λεύκωμα κατέστη επιτακτική. Κι έπειτα από μια επίπονη και χρονοβόρα προσπάθεια για την ταξινόμηση σε θεματικές ενότητες και τον κατάλληλο υπομνηματισμό τους, ο Χρήστος Τραγέλλης προχώρησε στην έκδοση του λευκώματος με την πολύτιμη συνεργασία και συμβουλευτική συνοδειά του ιστορικού κ. Παναγιώτη Μιχαηλάρη.
Τις συνταρακτικές αυτές αλλαγές που ενέσκηψαν με ραγδαίους ρυθμούς τις τελευταίες δεκαετίες στην Καλλονή και στην ευρύτερη περιοχή της, και στις οποίες αδρομερώς αναφερθήκαμε παραπάνω, αναδεικνύει ανάγλυφα το βιβλίο-λεύκωμα που επιμελήθηκε και εξέδωσε πρόσφατα ο κ. Χρήστος Τραγέλλης, αθεράπευτα λάτρης της γενέτειράς του και ρομαντικός νοσταλγός των παλιών καιρών της.
Το λεύκωμα-βιβλίο, στην ουσία η συμπαγής και βιβλιοδετημένη εκδοχή των παλιών άλμπουμ, χωρίζεται σε δύο ενότητες φωτογραφιών. Στην πρώτη, «Ο Χώρος», που υποδιαιρείται σε τέσσερα κεφάλαια, εκτίθενται φωτογραφίες ποταμών με τα γεφύρια τους (1o κεφ.), μαχαλάδων της κωμόπολης (2ο κεφ.), εκκλησιών (3ο κεφ.), μοναστηριών(4ο κεφ.) και ξωκκλησιών με προσκυνήματα, λατρευτικά έθιμα και πανηγύρια. Η δεύτερη ενότητα, «Οι άνθρωποι», υποδιαιρείται σε τέσσερα κεφάλαια τα οποία επιγράφονται «Εκπαίδευση» (με φωτογραφίες σχολείων και δασκάλων με μαθητές, γυμναστικές επιδείξεις και εθνικές γιορτές), «Στρατιωτική Ζωή» (φωτογραφίες στρατιωτών στις διάφορες ιστορικές στιγμές του έθνους), «Κοινωνική - Πολιτισμική Ζωή» (γάμοι, οικογένειες, σωματεία, αθλητισμός κ.λπ.), «Παλιοί επαγγελματίες» (τεχνίτες, εργάτες, αγροτικές ασχολίες κ.λπ.) και συμπληρωματικά οι ενότητες «Ξενιτεμένοι» και «Προσωπικότητες» (θρησκευτική και πολιτική ηγεσία, επιστήμονες και λογοτέχνες). Μια πανδαισία φωτογραφιών, μέσα από την οποία αναδεικνύονται μια Καλλονή γεμάτη ζωή και δράση και συνάμα ο κοινωνικός χαρακτήρας της κωμόπολης, ο αστικός και λιγότερο ο αγροτικός, όπως δηλαδή άρχισε να διαμορφώνεται ήδη από τα προπολεμικά χρόνια.
Η χρονική και, συνακόλουθα, η ποιοτική και τεχνική διαφοροποίηση των φωτογραφιών του λευκώματος τούτου λειτουργεί, θα τολμούσα να πω, και σημειολογικά στην αναδρομή της μνήμης από το πρόσφατο παρελθόν, που σχεδόν ταυτίζεται με το παρόν, όπου κυριαρχούν τα χρώματα και η αρτιότητα της ψηφιακής αποτύπωσης με τη θρασύτητα της έγχρωμης λάμψης και την αυστηρότητα της ακρίβειας των γραμμών, σε αυτό των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών, όπου βλέπεις να φωτογραφίζονται άνθρωποι κάθε ηλικίας, μεσόκοποι στην καθημερινή βιοπάλη, οικογενειάρχες σε γιορτάσια και πανηγύρια και άτομα νεαρά με διάχυτο το ρομαντισμό και την αισιοδοξία να λάμπουν στα πρόσωπά τους. Όλοι με την ικανοποίηση της επιβίωσης από τη μακρόχρονη και δεινή περιπέτεια που έζησε ο τόπος. Και ακόμα πιο πίσω, προπολεμικά, με κείνες τις μαυρόασπρες και «σέπια» μισοφαγωμένες φωτογραφίες, η καθεμιά με τη δική της περιπέτεια, που απαθανάτισαν τόπους, που σήμερα δε σου θυμίζουν τίποτε γιατί τους σκέπασε το μαγνάδι της εξέλιξης κι ανθρώπους αλλοτινούς με το απόκοσμο κι άγριο βλέμμα της αυστηρότητας, φαντάρους στις μάχες, ξωμάχους στη δουλειά και στις σκόλες. Με τη μελαγχολία να σε συνεπαίρνει γι’ ανθρώπους που μίσεψαν για πάντα από κοντά μας, μα και για κείνους που ζουν ανάμεσά μας, αγνώριστοι σχεδόν πια σε σχέση με κείνους τους νιους και τις νιες των φωτογραφιών.
Συγχαίρω το Χρήστο για τη μεθοδικότητα της δουλειάς του και το μεράκι με το οποίο άπλωσε τις φωτογραφίες πάνω στις σελίδες του λευκώματος, τους γεμάτους νοσταλγία υπομνηματισμούς του με τις ονομαστικές αναφορές των απαθανατιζόμενων στις φωτογραφίες. Τον συγχαίρω, ακόμη, για την τόλμη του να ξεκινήσει τούτο το εγχείρημα, το κόστος του οποίου είναι αρκετά υψηλό, σε χρόνους μάλιστα δίσεκτους οικονομικά, χωρίς σχεδόν καμμιά εξασφάλιση οικονομικής στήριξης. Και τον ευχαριστώ, γιατί μου έφερε στη μνήμη ανθρώπους, συναδέλφους και φίλους απλούς, που είχα την τύχη να γνωρίσω και ιδιαίτερα να εκτιμήσω στην Καλλονή κατά τη διάρκεια της θητείας μου στο Γυμνάσιο της Καλλονής, πριν 35, και βάλε, χρόνια.

Νέα Σμύρνη
Γιάννης Μανούκας

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey