Ο Κώστας Βελούτσος γεννήθηκε, ζει και εργάζεται στη Μυτιλήνη. Υπηρετεί στο Πυροσβεστικό Σώμα από το 1987. Πριν λίγο καιρό έκανε την πρώτη του εμφάνιση στα Λεσβιακά και στα Ελληνικά Γράμματα με το μυθιστόρημα «Σεργιάνι στη ζωή».
Κώστας Βελούτσος
Μυθιστόρημα
Εκδόσεις Ιωλκός
Αθήνα 2011, σελ. 176
Ο Κώστας Βελούτσος γεννήθηκε, ζει και εργάζεται στη Μυτιλήνη. Υπηρετεί στο Πυροσβεστικό Σώμα από το 1987. Πριν λίγο καιρό έκανε την πρώτη του εμφάνιση στα Λεσβιακά και στα Ελληνικά Γράμματα με το μυθιστόρημα «Σεργιάνι στη ζωή».
Δυο λόγια για την υπόθεση:
Σ’ ένα νησί του Αιγαίου, ένα παιδί εξαφανίζεται κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες. Ανάστατοι οι κάτοικοι το αναζητούν, Μάταια όμως… Μια οικογένεια από την Ελλάδα αποφασίζει να μεταναστεύσει στο Περθ της Αυστραλίας για μια καλύτερη ζωή. Μια νέα κοπέλα, η Μαρία, που προσπαθώντας να πραγματοποιήσει τα όνειρά της, εγκλωβίζεται σ’ ένα μυστικό που για οποιαδήποτε άλλη γυναίκα αποτελεί το μεγαλύτερο αγαθό. Και κάπου εκεί ο Φράνσις κι ο Μιχάλης. Το κοινό σημείο και των τριών, η αγάπη και ο έρωτας. Συναισθήματα που δυστυχώς μετατρέπονται σε άρρωστο πάθος και ανελέητη εκδίκηση. Απλοί άνθρωποι, που προσπαθούν να ισορροπήσουν, υπακούοντας άλλοτε στην καρδιά και άλλοτε στη λογική. Κάπου, όμως, χάνουν το ζύγι κι οι ρόλοι αλλάζουν. Οι θύτες γίνονται θύματα και το «Σεργιάνι στη ζωή» φέρνει πίκρα και λύπη.
Ως μικρό δείγμα γραφής παραθέτουμε ένα απόσπασμα:
«Γέλασε με την καρδιά του όταν τελείωσε αυτήν την πρόταση. Τόσο δυνατά που ξύπνησε το Διονύση.
- Αστείο δεν είναι; Μετά τη Σοφία γνωρίζω εσένα. Και οι δυο σας μου καταστρέψατε τη ζωή. Πρώτα εκείνη και μετά ήρθες εσύ να με αποτελειώσεις. Ωραία. Δε θέλω να σε ξαναδώ ποτέ. Να φύγεις όσο πιο γρήγορα μπορείς και ποτέ νη μη γυρίσεις πίσω… Ποτέ.
Η Μαρία έβγαλε από το δάχτυλό της το μονόπετρο και το έδωσε στο Μιχάλη. Του γύρισε την πλάτη κι έβαλε τα κλάματα.
Απ’ το διπλανό δωμάτιο ακούστηκε η φωνή του Διονύση. Άναρθρη μα δυνατή έκανε τη Μαρία να σκουπίσει τα δάκρυά της γρήγορα και να τρέξει να τον δει.
Ο Μιχάλης καθισμένος ακόμα στην ίδια θέση, λες και δεν είχε το κουράγιο να φύγει, τοποθέτησε το δαχτυλίδι μες στο κουτί του, έβγαλε το κλειδί του σπιτιού της Μαρίας απ’ τα υπόλοιπα δικά του και το άφησε πάνω στο έπιπλο δίπλα στο κρεβάτι.
Πήγε κάποια στιγμή κάτι να πει, ίσως να ήθελε να τους χαιρετήσει, μα η δυνατή και αγωνιώδης φωνή της Μαρίας, δεν του άφησε περιθώρια για περισσότερα λόγια.»