Με υποψίες φθινοπωρινές που όλο αναβάλλονται - όπως και το φυλλορρόημα - μας άφησε ο ένατος μήνας κι έφτασε… βαριανασαίνοντας ο δέκατος Οκτώβρης. Όμως το καλοκαίρι δε λέει τελικά να τα μαζέψει…
Με υποψίες φθινοπωρινές που όλο αναβάλλονται - όπως και το φυλλορρόημα - μας άφησε ο ένατος μήνας κι έφτασε… βαριανασαίνοντας ο δέκατος Οκτώβρης. Όμως το καλοκαίρι δε λέει τελικά να τα μαζέψει… Δείχνει να ζητά και να παίρνει, κατά διαλλείματα, παρατάσεις ύπαρξης. Αντιστέκεται πεισματικά να δώσει τη θέση του στο φθινόπωρο. Δεν υποτάσσεται σε εποχές. Βγάζει αυθάδικα τη γλώσσα του στις συννεφιές και τη δροσούλα του καιρού και δίνει ακόμη λίγη ελπίδα ζωής στα πράσινα φύλλα των δέντρων. Έχω ακούσει πως τον Οκτώβρη τον λένε και «ανακατωσούρη» κι αυτό γιατί οι καιρικές αναστατώσεις του είναι τέτοιες ώστε μπορεί να δεις θαυμάσιες, σχεδόν καλοκαιρινές μέρες, μα και αναπάντεχες κακοκαιρίες. Άσε που ζωγραφίζει κιόλας, με κάτι απίθανες αποχρώσεις τον ουρανό, ιδίως το σούρουπο, που σε κάνουν να χαζεύεις τον ορίζοντα.
Το μουντό σκηνικό του αφυπνίζει επίμονες αναζητήσεις. Θέλεις να δεις, στου φθινοπώρου τις σελίδες, αυτές τις απίθανες εικόνες να γίνονται - μακριά από τις παραφωνίες των καιρών - καταφύγιο για τα τσαλακωμένα σου μάτια. Θολώνεις το τζάμι για να ταιριάζει με την ψυχική σου διάθεση. «Άνοιξε το παραθύρι», σε προστάζει ο καιρός. Κι εσύ νομίζεις ότι, ανοίγοντας παράθυρα και πόρτες, άλλον αέρα θ’ αναπνεύσεις… Αυτό που θέλεις όμως είναι να βγεις έξω. Να βγεις και να ρουφήξεις γύρη απ’ τη φύση. Όπως οι μέλισσες. Αναζητάς λίγο ήλιο. Τον παρακαλάς να σκάσει μύτη μέσα απ’ τα σύννεφα που έχουν καλύψει το μολυβένιο ουρανό, αντί να στέκεται εκεί μετέωρος. Να προβάλει με τις καλύτερες διαθέσεις, όπως συνήθως το κάνει και να χυθεί πάνω στα θλιμμένα πρόσωπα των ανθρώπων. Να ξαπλώσει πάνω σε γειτονιές, αυλές, δρόμους, και πεζοδρόμια, κάνοντάς τα προσιτά. Να δώσει αφορμές ν’ απλώσουμε για να λιαστούν, στο φως και τη μεγαλοπρέπειά του, οι αποχρώσεις του ανεκπλήρωτου μέσα μας...
Τέτοιες αχαλίνωτες σκέψεις σε κυριεύουν, έτοιμες να κατασπαράξουν κάθε καλή διάθεση. Μαστιγώνουν ό,τι προσπαθείς να προστατέψεις. Θέλεις να τις ξεφύγεις. Προς στιγμή, λες να βάψεις κίτρινες τις ασπρόμαυρες σκέψεις σου, για να ταιριάζουν κάπως με του φθινοπώρου την αχλή, μιας και δεν έχουν πέσει ακόμη τα ωχρά κίτρινα φύλλα στο χώμα. «Έχεις τα πινέλα... έχεις τις μπογιές... Ζωγράφισε τον παράδεισο και μπες μέσα...», έλεγε ο μεγάλος Κρητικός. Ο χρόνος, βλέπεις, είναι αμείλικτος, σε ξελογιάζει, σ’ αφήνει να περιμένεις το φθινόπωρο, όπως κι εκείνο, με την ευγενική του μελαγχολία, περιμένει υπομονετικά τη σειρά του. Η φύση ξέρει, καλύτερα από εμάς, τι πρέπει να πράξει. Εμείς απλά ακολουθούμε.
Στέκεσαι τώρα αμήχανος πίσω απ’ το τζάμι το θολό, κλείνεις το μάτι στα σύννεφα, αλλάζεις σταθμό στο ραδιόφωνο και επιστρέφεις στον χάρτινο κόσμο των σελίδων που σε περιμένει. Γυρνάς ξανά πίσω. Στο πριν. Στα βιβλία, στα γραφτά, στην ομορφιά της ψυχής. Στρέφεις το βλέμμα σου προς τον ορίζοντα, κοιτάς ακόμα μια φορά τις απίθανες αποχρώσεις του ουρανού. Γυρνάς κι απ’ την άλλη, ατενίζεις την Ακρόπολη με την ελπίδα να τη δεις να σου χαμογελάει…
Υ.Γ. Την Παρασκευή το πρωί πέρασα έξω από μια απίστευτη αυλή. Απ’ αυτές τις γεμάτες με ομορφιά και λουλούδια. Τις σχεδόν ξεχασμένες στο υποσυνείδητο αυτής που τη λέμε σύγχρονη ζωής μας. Δεν θυμάμαι αν είχα ξαναπεράσει από εκεί. Ίσως πάλι να πέρασα και να μην την πρόσεξα. Είδα μια κυρία να περιποιείται με χάρη τα πανέμορφα λουλούδια της, μα δεν ήταν αυτό που μ’ έκανε να την προσέξω, ήταν η φιλική ματιά της! Ξέρω πως τα λουλούδια θέλουν αγάπη, θέλουν χάιδεμα… μα, αυτό που είδα να κάνει αυτή η γυναίκα δεν ήταν χάιδεμα, κανάκεμα ήταν… Γι’ αυτό και όλα εκεί φάνταζαν τόσο όμορφα! Κοντοστάθηκα για λίγο, εκείνη σήκωσε το κεφάλι της με κοίταξε και μ’ ένα χαμόγελο (να που υπάρχουν ακόμα…) μου είπε: «Καλό μήνα»!