Αποχαιρετισμός στο Νάσο Σκορδομπέκη

01/07/2012 - 05:56
Καλέ μου φίλε Νάσο, έφτασες, λοιπόν, στο τέρμα. Όταν, πριν δυο χρόνια, ανταμώσαμε στην αγορά της αγαπημένης μας Μυτιλήνης, μπορεί να μην το ομολογήσαμε με λόγια, αλλά, απ’ τα βλέμματα που ανταλλάξαμε, φάνηκε ότι ξέραμε, κι εσύ κι εγώ, πως ο τελευταίος σταθμός του τραίνου μας δεν απείχε και πολύ.
Καλέ μου φίλε Νάσο,
Έφτασες, λοιπόν, στο τέρμα. Όταν, πριν δυο χρόνια, ανταμώσαμε στην αγορά της αγαπημένης μας Μυτιλήνης, μπορεί να μην το ομολογήσαμε με λόγια, αλλά, απ’ τα βλέμματα που ανταλλάξαμε, φάνηκε ότι ξέραμε, κι εσύ κι εγώ, πως ο τελευταίος σταθμός του τραίνου μας δεν απείχε και πολύ.
Να ’ξερες πόσα πέρασαν απ’ το νου μου εκείνες τις στιγμές, καθώς αγκαλιαστοί για λίγο λέγαμε τα τυπικά: «γεια σου, τι κάνεις, πώς τα πας, από υγεία καλά;» «Ναι, καλά, δόξα τω Θεώ!»
Θυμήθηκα τα πρώτα, τα παιδικά χρόνια, όταν πρωτανταμώσαμε πηγαίνοντας στο δημοτικό σχολειό. Δυο πιτσιρίκια μια στάλα, με φοβισμένα μάτια, με πολλές επιφυλάξεις στην καρδιά, μπήκαμε σε μια τεράστια αυλή, όπου ένα πλήθος άλλων άγνωστων παιδιών, προφανώς με τα ίδια αισθήματα στο στήθος, μας αντίκριζαν, φοβισμένα κι αυτά. Ήταν η πρώτη επαφή μας με τον κόσμο. Και φορτωθήκαμε την ευθύνη της μόνοι μας, αφού οι μάνες μας, που μας οδήγησαν ως εκεί, μας άφησαν απροστάτευτους κι έφυγαν, στέλνοντάς μας μόνο από μακριά τη συγκίνησή τους και τα τρυφερά τους βλέμματα. Κρατιόμασταν απ’ το χέρι άπραγοι κι απόμονοι, μέσα σε μια απεραντοσύνη που έμοιαζε με ωκεανό. Και θυμάμαι ότι, μέσα στην απόγνωση που μας δημιουργούσε το άγνωστο του καινούργιου σχολικού περιβάλλοντος, μόνη στήριξή μας τότε ήταν τα χαμόγελα που ανταλλάξαμε, πολεμώντας ενστικτικά να εδραιώσουμε ο ένας στον άλλον μια εμπιστοσύνη, αυτήν μιας άδολης φιλίας.

Και την εδραιώσαμε πράγματι! Και τη διαφυλάξαμε ώσπου κλείσαμε το δημοτικό. Και την πήραμε μαζί μας κατόπιν στη γυμνασιακή εποχή, σ’ εκείνο το περίφημο Πρακτικό Λύκειο Μυτιλήνης του λυκειάρχη Λάζου και των εκπληκτικών καθηγητών μας: του Αρχοντίδη, του Αποστόλου, του Σωτηράκη, του Γριμμή, του Γαβαλά, του Καραμπάση και άλλων. Κι ήρθαν οι πρώτες ανησυχίες της εφηβείας, η ανάγκη των πρώτων μυστικών, αυτών που δεν μπορούσαμε να εξομολογηθούμε στους γονείς μας. Εσύ, ιδιαίτερα, είχες ένα κενό καρδιάς, μια κι ο πατέρας σου, ο εξαίρετος καπτάν-Γιώργης, κυβερνήτης του μεγάλου καϊκιού «Απόστολος», ταξίδευε στ’ ανοιχτά του Αιγαίου μας, φτάνοντας ως τα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας, απουσιάζοντας έτσι πολλές μέρες απ’ το νησί κι απ’ το σπίτι σας. Θυμάμαι τι ευφορία γέμιζε το στήθος μας, εμάς των δυο, αλλά και των άλλων φίλων στην τάξη μας, του Βίκτωρα, του Θόδωρου, του Κώτσου, προς τους οποίους είχε επεκταθεί η φιλία μας, όταν γεμάτος χαρά μάς ανάγγελνες την επιστροφή του καϊκιού σας. Τρέχαμε όλοι μαζί ως το λιμενοβραχίονα να το προϋπαντήσουμε καθώς θα έμπαινε καμαρωτό στο λιμάνι μας, όπου θα έδενε. Έπειτα σπεύδαμε στην αποβάθρα, όπου θ’ αποβιβαζόταν ο καπετάνιος με τις μεγάλες μουστάκες, ο πατέρας σου, για να σ’ αρπάξει στην αγκαλιά του καθώς εσύ θα έτρεχες προς το μέρος του.
Τελειώσαμε και το λύκειο. Έτος 1940. Κι ενώ το στήθος μας ήταν γεμάτο όνειρα για τη ζωή του «καλού πολίτη» που άρχιζε, κηρύχτηκε ο πόλεμος του Σαράντα, κι ήρθε κατόπιν η κατοχή.

Σφιχτά δεμένοι πάντα, αντιμετωπίσαμε περιπέτειες, αγωνίες, απειλές, γνωρίσαμε φοβερά δύσκολες έως τραγικές στιγμές με την πείνα και το φόβο της γερμανικής μπότας και με το πλήθος των κινδύνων που παραφύλαγαν τις μέρες μας. Κι ενώ οι συνθήκες της εποχής σκόρπισαν και διέλυσαν τα όνειρά μας, εν τούτοις η φιλία μας έμεινε άτρωτη, σαν δέντρο απ’ αυτά που είναι γερά ριζωμένα στη γη, και τίποτα, ούτε ο πιο άγριος άνεμος, δεν μπορεί να τα τσακίσει.
Κι ήρθε η ώρα των αναγκών της ζωής, των απαιτήσεων του τρέχοντος βίου, της προσγείωσης στα καθημερινά και τετριμμένα. Υποχρεωτικά έπρεπε να διαλέξουμε προς τα πού θα κατευθυνόμαστε για να εξασφαλίσουμε την επιβίωσή μας. Ο καθένας μας πήρε ένα δικό του δρόμο.
Σε θυμάμαι λογιστή σε μια εταιρεία, σ’ ένα γραφειάκι, ανεβαίνοντας προς το Παρθεναγωγείο απ’ το Μπας-Φανάρ. Εγώ ξενιτεύτηκα. Όμως, όποτε ερχόμουν στο νησί, περνούσα και σ’ έβλεπα και τα λέγαμε - για τις οικογένειες που φτιάξαμε, για τα παιδιά μας, για τις προοπτικές αυτών των παιδιών.
Κάποτε τα μάτια μας έπιασαν να κουράζονται, να θολώνουν. Δεν ομολογήσαμε τίποτα ο ένας στον άλλον. Αλλά τα βλέμματά μας δεν είχαν πια την παλιά ζωηράδα. Είχε χτυπήσει η καμπάνα του τελευταίου τραίνου.
Κι εσύ, καλέ μου Νάσο, βρήκες κιόλας τον έσχατο σταθμό και κατέβηκες. Σε βλέπω ψηλό, γενναίο παλικάρι πάντα, να μας αποχαιρετάς, κουνώντας μας το άσπρο σου μαντήλι.
Σε αποχαιρετώ κι εγώ. Η καρδιά μου είναι σφιγμένη. Μια φιλία πάνω από 80 χρόνων προσπαθεί να σταθεί όρθια, να μη λυγίσει μπροστά στο απευκταίο γεγονός. Σου κουνώ κι εγώ το δικό μου μαντήλι. Να πας στο καλό.
Θα σε θυμάμαι πάντα.

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey