Ηθικά διλήμματα στη σύγχρονη Ιατρική

01/07/2012 - 05:56
Η παγκόσμια ιατρική κοινότητα έχει βρεθεί πολλές φορές μπροστά σε κρίσιμης σημασίας ηθικά διλήμματα, απέναντι στους πάσχοντες, π.χ. από πανώλη, από λέπρα και φυματίωση, στους φορείς του AIDS.
Η παγκόσμια ιατρική κοινότητα έχει βρεθεί πολλές φορές μπροστά σε κρίσιμης σημασίας ηθικά διλήμματα. Αυτά αφορούν συνήθως στη στάση που θα πρέπει να τηρήσουν οι γιατροί απέναντι στους πάσχοντες, π.χ. από πανώλη πριν από μερικούς αιώνες, στους προσβεβλημένους από λέπρα και φυματίωση αργότερα, στους φορείς και στους αρρώστους με AIDS σύγχρονα, στους νοσούντες από την επιδημική γρίπη πρόσφατα, και άλλα. Βέβαια τα διλήμματα αυτά αποτελούν μέρος του καθολικού κοινωνικού προβληματισμού που έχει προκληθεί εξ αιτίας των κατά καιρούς δοξασιών και αντιλήψεων, αλλά και του γνωστικού επιπέδου και των υπαρκτών δυνατοτήτων αντιμετώπισής τους. Όσο όμως και αν είναι γεγονός αναμφισβήτητο πως τα ηθικά, οικονομικά, νομικά, θρησκευτικά και ευρύτερα κοινωνικά προβλήματα που ανακύπτουν, προδιαγράφουν άμεση την απειλή πρόκλησης καίριων ρηγμάτων στις διανθρώπινες σχέσεις, οι προβληματισμοί του ιατρικού σώματος έχουν κυρίαρχα χαρακτηριστικά. Γιατί η στάση των γιατρών απέναντι στα μείζονα αυτά, κατά καιρούς, ιατροκοινωνικά προβλήματα, αποτελούν και κοινωνικά πρότυπα για τις στάσεις και των άλλων μελών τις κοινωνίας μας.
Είναι συνεπώς μεγάλη η ευθύνη των γιατρών στην αναζήτηση των καταλληλότερων τρόπων προσέγγισης των προβληματισμών και της ορθής τους αντιμετώπισης. Ο κοινωνικός πανικός που προκαλείται με αφορμή παρόμοια γεγονότα, η διαγραφόμενη αρνητική πορεία των ανθρώπινων σχέσεων και ο αιφνιδιασμός συχνά του επιστημονικού κόσμου, επιβάλλουν βαθύ προβληματισμό, ήρεμο στοχασμό και επανατοποθέτηση των ηθικών αξιών του ιατρικού επαγγέλματος. Οι προσωπικές απόψεις, οι ατομικές στάσεις, οι κοινωνικοπολιτικές αντιλήψεις και οι δυνατότητες φιλοσοφικής ενατένισης του καθενός θα παίξουν αναμφίβολα καθοριστικό ρόλο.

Τα βασικά διλήμματα για το ιατρικό σώμα προκύπτουν από την υποχρέωση της σαφούς τοποθέτησής του απέναντι:
- στο καθήκον του γιατρού προς τον άρρωστο και το κοινωνικό σύνολο,
- στο χρέος προς τον εαυτό του και την οικογένειά του,
- στις ηθικές δεσμεύσεις που ο Ιατρικός Όρκος επιβάλλει για το ρόλο και την αποστολή του.
Οι τρόποι που οι γιατροί εξισορροπούν κάθε φορά τα προσωπικά τους ενδιαφέροντα και τα ατομικά τους συμφέροντα με εκείνα του αρρώστου είναι ο δρόμος που αποκαλύπτει την πίστη στις ηθικές αξίες του λειτουργήματός τους.
Δεν είναι λίγες οι φορές που το ιατρικό σώμα βρίσκεται μπροστά σε τέτοιας φύσης ηθικά διλήμματα. Θα τολμούσα να πω, μάλιστα, πως αυτά είναι εγγενή της ιπποκράτειας φιλοσοφίας για την τέχνη της Ιατρικής. Συνιστούν, όμως, εξαιρετικές ευκαιρίες και μάλιστα τώρα, στη σύγχρονη εποχή του τεχνοκρατικού υλισμού, ώστε οι γιατροί να συμβάλουν αποφασιστικά και γιατί όχι να πρωτοπορήσουν, σ’ έναν κοινωνικό αγώνα για επανατοποθέτηση των ηθικών αξιών τόσο της ιατρικής επιστήμης όσο και της κοινωνίας μας.

Οι αξίες που αναδεικνύονται, μέσα απ’ την εφιαλτική πραγματικότητα των εκατομμυρίων θυμάτων των κατά καιρούς εμφανιζόμενων επιδημιών αλλά και, κυρίως, όσων με βεβαιότητα αναμένονται στα επόμενα χρόνια, είναι η γνώση, ο σεβασμός της αυτονομίας, η ωφελιμότητα, η αμοιβαιότητα, η σωστή και δίκαιη συμπεριφορά.
Τα μοναδικά κοινωνικά προνόμια που παρέχονται στους γιατρούς συνεπάγονται και τη μοναδικότητα ίσως των ευθυνών, αλλά και το μέγεθος της απαιτούμενης υπευθυνότητας στην κοινωνική τους συμπεριφορά.
Στους γιατρούς παρέχεται η δυνατότητα της παραβίασης του πιο κατοχυρωμένου ατομικού δικαιώματος. Της ιδιωτικότητας. Μπορούν να ανατέμνουν το ανθρώπινο σώμα για να διδαχθούν τις λεπτομέρειες της ανατομικής του. Έχουν το δικαίωμα να εφαρμόζουν θεραπευτικές αγωγές στον άρρωστο, φυσικά επιστημονικά τεκμηριωμένες, κατά την κρίση τους. Και, ακόμα περισσότερο, τους επιτρέπεται και να πειραματίζονται διαγνωστικά και θεραπευτικά με ανθρώπινα όντα, τηρώντας φυσικά τους ηθικούς και δεοντολογικούς κανόνες. Η ιδιωτικότητα του ατόμου επιτρέπεται να παραβιάζεται από τους γιατρούς γιατί είναι κοινωνικά αποδεκτό να προσεγγίζουν την παγκόσμια ιατρική γνώση με την παρατήρηση και το πείραμα. Γιατί η γνώση, εν τέλει, αποκτάται μέσα από το δικαίωμα για ιατρική εκπαίδευση.

Η μοναδικότητα όμως αυτού του δικαιώματος, σε συνάρτηση με την οικονομική επιχορήγηση των σπουδών, αντανακλά την κοινωνική προσδοκία, αλλά και την απαίτηση για ανταπόδοση με την προσφορά της καλύτερης δυνατής ποιότητας ιατρικών υπηρεσιών. Δεν παρέχεται δηλαδή η ιατρική γνώση με όρους ατομικής ιδιοκτησίας. Και δεν μπορεί φυσικά να τη διανέμει ο γιατρός στην αγορά υπηρεσιών όπως οποιοδήποτε άλλο καταναλωτικό αγαθό. Παρέχεται με την προϋπόθεση πως θα χρησιμοποιηθεί για το καλό των ανθρώπων και όχι για προσωπικό όφελος, για γόητρο και για απόκτηση δύναμης. Θα χαρακτηρίζαμε τη συμφωνία αυτή κοινωνίας - γιατρών σαν κοινωνικό συμβόλαιο που συνυπογράφεται με τη δέσμευση και των δύο πλευρών να μην μπορούν να το ερμηνεύσουν μονομερώς.
Τυπική δημόσια επικύρωση του κοινωνικού αυτού συμβολαίου αποτελεί ο ιατρικός όρκος. Είναι η δημόσια υπόσχεση του νέου γιατρού πως αντιλαμβάνεται και αναλαμβάνει την ευθύνη της κοινωνικής πρόσκλησης και υπόσχεται να είναι επαρκής και να χρησιμοποιεί την επάρκεια και τη γνώση του αποκλειστικά για το συμφέρον του αρρώστου. «[…] Θα χρησιμοποιώ τα θεραπευτικά μου μέσα για το όφελος των αρρώστων όσο μπορώ και όσο κρίνω καλύτερα και θα αποφεύγω κάθε κακό και κάθε αδικία προς τον άρρωστο» γράφει ο Ιπποκράτης. Όπως γίνεται φανερό μέσα από τον Ιπποκράτειο Όρκο επιβάλλεται στο γιατρό η εξάλειψη του ατομικισμού. Προσδιορίζεται, δηλαδή, πως το ατομικό του συμφέρον πρέπει να υποχωρεί μπροστά στο κοινωνικό του χρέος. Και πως οι ηθικές αξίες του αλτρουισμού και της αυτοθυσίας θα πρέπει να χαρακτηρίζουν την άσκηση του επαγγέλματός του.

Μοναδική είναι και η σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στο γιατρό και τον άρρωστο. Γιατί το να είσαι άρρωστος ή να έχεις ανάγκη ιατρικής ή νοσηλευτικής φροντίδας δεν μπορεί να είναι το ίδιο με το να χρειάζεσαι οποιαδήποτε άλλη υπηρεσία ή εμπόρευμα. Η εξάρτηση των αρρώστων από τους γιατρούς είναι απόλυτη και συχνά βασανιστική. Οφείλουν να απογυμνώνονται ψυχικά και σωματικά μπροστά τους και να αποκαλύπτουν απόλυτα προσωπικά στοιχεία από το σώμα, τη σκέψη και την ψυχή τους. Βρίσκονται αναπόφευκτα σε μειονεκτική θέση και επομένως δυνητικά εκμεταλλεύσιμη. Για να αναπτυχθεί σχέση εμπιστοσύνης, ο γιατρός γνωρίζει, οφείλει να γνωρίζει, πως πρέπει να αποδείξει ότι δεν επιθυμεί να εκμεταλλευτεί τη θέση ισχύος του. Κι αυτό θα γίνει μονάχα αν πείσει πως προσφέρει τη γνώση του στην υπηρεσία τους. Είναι, θα λέγαμε, αναμφισβήτητο πως μια ιατρική ανάγκη καθεαυτή συνιστά ηθική αξία γι’ αυτούς που έχουν τα εφόδια να την ικανοποιήσουν, δηλαδή τους γιατρούς. «Ωφελέειν ή μη βλάπτειν» είχε διακηρύξει ο μεγάλος Έλληνας γιατρός-φιλόσοφος, αναδεικνύοντας σε κυρίαρχο σκοπό της Ιατρικής Τέχνης την ηθική αξία της ωφελιμότητας. Ωφελιμότητας όμως όχι μονάχα σε ό,τι έχει σχέση με τη σωστή άσκηση της διαγνωστικής και θεραπευτικής τέχνης. Αλλά, και ίσως κυρίως, ως προς τον ανθρωπιστικό ρόλο που η κοινωνία τού αναθέτει να διαδραματίσει στη δύσκολη επαγγελματική του πορεία. Το πόσο ο ρόλος αυτός γίνεται διαρκώς επιτακτικός όσο και ουσιαστικός φαίνεται από ένα απόσπασμα μιας συγκλονιστικής επιστολής πάσχοντος από AIDS: «[…] είναι βασικό να μπορούν οι γιατροί να μοιράζονται με τους αρρώστους τους μιαν αντίληψη για την υγεία όπου “υγεία” δεν προσδιορίζεται σαν μακροζωία. Η βοήθεια των γιατρών μπορεί να συμβάλλει στη δημιουργία της αίσθησης του ευ ζην. Όταν δεν υπάρχει ελπίδα θεραπείας για τους αρρώστους με AIDS, είναι δυνατόν μόνο με την ενθάρρυνση των γιατρών να επιτευχθεί προσωπική και ατομική νίκη ενάντια στην αρρώστια.»

Μέσα στις θεωρητικές μας όμως περιπλανήσεις δε θα πρέπει να αγνοήσουμε ή να υποβαθμίσουμε βασικές πραγματικότητες. Οι γιατροί είναι κι αυτοί κοινοί άνθρωποι, που διακατέχονται από τους ίδιους φόβους και ανησυχίες, τους ίδιους προβληματισμούς και τα άγχη όπως και κάθε άλλος άνθρωπος. Στο χώρο της υγείας δεν εργάζονται υπεράνθρωποι. Δεν είναι δυνατόν, συνεπώς, να απαιτηθεί υπέρβαση του εαυτού τους για να ανταποκριθούν στο καθήκον τους προς τον άρρωστο. Ούτε μπορεί να απαιτηθεί το ξεπέρασμα των φόβων, των ανησυχιών και των προκαταλήψεων ακόμα, στο όνομα του χρέους προς την κοινωνία. Μια τέτοια απαίτηση θα ερχόταν σε σύγκρουση με τις αρχές της ωφελιμότητας και του σεβασμού της αυτονομίας.
Η διαφοροποίηση στη στάση των γιατρών απέναντι στους αρρώστους με μεταδοτικά κυρίως νοσήματα, όπως το AIDS, η φυματίωση, η γρίπη, αλλά και σε κάθε αντίστοιχη περίπτωση, επέρχεται μόνο μέσα από τη γνώση. Τη γνώση της αιτιοπαθογένειας της αρρώστιας, της επιδημιολογίας της, των μέσων προφύλαξης και των κοινωνικών της προεκτάσεων. Μονάχα τότε, μέσα απ’ την κατανόηση και τη γνώση, θα περιμένουμε την υιοθέτηση σωστής στάσης των γιατρών στο υπαρκτό δίλημμα. Και φυσικά σωστή στάση είναι εκείνη που δε θα επέτρεπε άρνηση προσφοράς υπηρεσιών σε αντίστοιχες περιπτώσεις, ακόμα κι αν οι κίνδυνοι θεωρούνταν μεγαλύτεροι απ’ ό,τι στην πραγματικότητα, χωρίς άσκοπους ηρωισμούς, αλλά με αυτοθυσία και αυταπάρνηση. «Η φροντίδα φορέων ή ασθενών με AIDS», γράφει μια νοσηλεύτρια, «δεν είναι δύσκολη αν επικρατήσει κοινή λογική. Δε χρειάζεται ειδική εκπαίδευση. Απλά απαιτείται πρώτης τάξεως κλινική φροντίδα, θέληση να μάθεις και να καταλάβεις και επιθυμία να φροντίζεις με πάθος

Θα πρέπει να ομολογήσουμε πως δεν είναι αυτονόητη για το ιατρικό σώμα η γνώση της έκτασης και του βάθους των ιατρικών προβλημάτων. Εκείνων δηλαδή που διαπλέκονται πολύ στενά μεταξύ τους για να συναποτελέσουν ό,τι ορίζουμε ως τρόπο άσκησης της ιατρικής τέχνης και ως ατομική προσωπικότητα του γιατρού. Η μελέτη της βιβλιογραφίας αποκαλύπτει πλούτο σκέψεων γιατρών που έχουν το προνόμιο να στοχάζονται. Των γιατρών που οι σκέψεις και οι προβληματισμοί τους θα πρέπει να μας κάνουν να κατανοήσουμε πως πέρα από ιδεολογικές αντιλήψεις, πολιτικές θέσεις, αμετακίνητες προσωπικές απόψεις και συνδικαλιστικές σκοπιμότητες που δυστυχώς συχνά υπαγορεύουν τη στάση μας και όχι πάντα σωστά, υπάρχουν άλλες σημαντικές παράμετροι που αναδεικνύουν το πραγματικό μεγαλείο αλλά και την ουσία του λειτουργήματός μας. Και δυστυχώς τις αγνοούμε. Μήπως άραγε η πρόσφατη τραγική εμπειρία του AIDS και της Γρίπης των Χοίρων αποτελεί για όλους μας μοναδική ευκαιρία στοχασμού, προβληματισμού, ενδοσκόπησης και αναζήτησης; Της αναζήτησης, θα έλεγα, μιας σύγχρονης φιλοσοφίας της Ιατρικής μέσα στα πλαίσια της κλασσικής ηθικής. Μήπως, δηλαδή, διαμορφώνονται συνθήκες τέτοιες που, πέρα από επαγγελματικούς κώδικες και δεοντολογικούς κανόνες, μας επιτρέπουν, αν δε μας επιβάλλουν, να προβληματιστούμε και να προβάλουμε θέσεις πάνω στο πώς πρέπει να είναι ένας καλός γιατρός και στο τι πρέπει να προσδιορίζει η έννοια σωστός γιατρός; Στόχος μας θα έπρεπε νομίζω να είναι το να δημιουργήσουμε εμείς σήμερα εκείνο που ο Ισπανός φιλόσοφος José Ortega Y Gasset, πριν από μισό αιώνα περίπου, διαπίστωνε πως έλειπε: «[…] Σε καμμιά ιατρική σχολή σ’ όλο τον κόσμο δεν υπάρχει κάποιος που να ασχολείται σοβαρά με ό,τι πραγματικά σημαίνει να είναι κανείς καλός γιατρός και με το ποιο είναι το πρότυπο του γιατρού που ταιριάζει στον καιρό […]»
Ίσως μια απάντηση-πρόκληση, που παράλληλα είναι και ιδιαίτερα ελκυστική, δίνεται σε μια ακόμα ιπποκρατική διατύπωση: «Ο ΓΙΑΤΡΟΣ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ ΕΙΝΑΙ ΙΣΟΘΕΟΣ».

* Ο δρ. Φραγκλίνος Παπαδέλλης είναι επίκουρος καθηγητής Παιδιατρικής, πρώην διευθυντής Γ.Ν.Π. Πεντέλης και πρώην βουλευτής-υφυπουργός Υγείας.

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey