Ιστορίες για σοφούς και για καλόγερους

01/07/2012 - 05:56
Ήταν κάποτε ένας σάχης, δυνατός και πλούσιος, με αυλή και αυλικούς, με πλούτη αμύθητα και αμέτρητους υπηκόους. Αυτός, λοιπόν, ήθελε να πάει στην Αμερική, αλλά φοβότανε πολύ τα πλοία, φοβότανε και τα αεροπλάνα περισσότερο.
Ήταν κάποτε ένας σάχης, δυνατός και πλούσιος, με αυλή και αυλικούς, με πλούτη αμύθητα και αμέτρητους υπηκόους. Αυτός, λοιπόν, ήθελε να πάει στην Αμερική, αλλά φοβότανε πολύ τα πλοία, φοβότανε και τα αεροπλάνα περισσότερο. Κάλεσε, λοιπόν, τους συμβουλάτορες του παλατιού και τους πρόσταξε να του φτιάξουν ένα δρόμο από το Μαρόκο μέχρι την Αμερική. «Θέλω να πάω στην Αμερική με την άμαξά μου», τους είπε επί λέξει. «Βρείτε τρόπο να γίνει ο δρόμος.» Οι συμβουλάτορες πήγαν να πάθουν ποδάγρα από τη στεναχώρια τους. Πώς θα το κατάφερναν ένα τόσο παράλογο αίτημα; Φώναξαν, λοιπόν, ένα μεγάλο σοφό και του είπαν τον πόνο τους. Τον παρουσίασαν και μπροστά στο σάχη. «Βασιλέα τρανέ», είπε ο σοφός, «γίνεται ο δρόμος που θέλεις αλλά θα σου στοιχήσει όλο σου το βασίλειο και όλα σου τα πλούτη. Μεγάλο το έργο, μεγάλες και οι δαπάνες!» Ο σάχης έκατσε και έξυνε το κεφάλι του και σκέφτηκε πως προκειμένου να χάσει όλο του το έχει, καλύτερα να μην έβλεπε ποτέ την Αμερική. «Καλά, ας ξεχάσουμε το δρόμο μέχρι την Αμέρικα», είπε του σοφού. «Μιας όμως και κουβαλήθηκες μέχρι εδώ, ας μη φύγεις αχρείαστος. Για πες μου, μεγάλε σοφέ, και απάντα μου στην εξής ερώτηση: θέλω να μου πεις τι σκέφτεται αυτήν τη στιγμή η γυναίκα μου.» Ο Σοφός έμεινε για πολλή ώρα σιωπηλός και όταν μίλησε είπε: «Σάχη μου, το δρόμο τον θέλεις με τρεις ή με τέσσερις λωρίδες;»
Ήτανε πάλι ένας άλλος, Μυτιληνιός στην Πόλη, ο Στρατής, και μέθυσε πολύ σε μια ταβέρνα. Τόσο πολύ, που έβαζε όποιο στοίχημα να ‘ναι. «Εγώ», φώναζε, «δέχομαι όποια πρόκληση έχετε να μου προτείνετε. Είμαι τόσο παλληκάρι και τόσο κοφτερό μυαλό, που όλα τα καταφέρνω. Εμπρός! Βάλτε στοιχήματα!» Τον άκουσε ένας και του λέει: «Βάζω στοίχημα πως δεν μπορείς να πιεις όλη τη θάλασσα». Ο Στρατής ανασκουμπώθηκε και είπε με περηφάνεια πως μπορεί να πιει μόνος του όλη τη θάλασσα. Πανεύκολο πράγμα. Πήγανε οι δυο τους και υπογράψανε σε συμβολαιογράφο συμφωνία και βάλανε και βούλες και υπογραφές του δικαστή πως ο Στρατής θα τα κατάφερνε. Ο ένας στοίχημα έβαλε ένα κάρο χρυσάφι και ο Στρατής έβαλε το σπίτι, τα χωράφια του και όλο το βιος του που είχε πίσω στη Λέσβο. Την άλλη μέρα, όμως, όταν ο Στρατής ξεμέθυσε, είδε τη βλακεία που είχε κάμει, είδε και τα συμβόλαια και άρχισε να κλαίει. Πήγε και παρακάλεσε το δεύτερο να ακυρώσουν τη συμφωνία, μα ο άλλος, παλιάνθρωπος, ήθελε να ισχύσει το στοίχημα. Είχε και το νόμο με το μέρος του. Πήγε, λοιπόν, ο καλός μας Στρατής και βρήκε έναν περίφημο καλόγερο και του ζήτησε συμβουλές. «Έχει γίνει και παλιότερα αυτή η ίδια γκάφα», είπε ο καλόγερος. «Ξέρω εγώ κάτι που θα σε σώσει.» Του παρήγγειλε, λοιπόν, ο καλόγερος τι να κάμει. Το άλλο πρωί ο Στρατής πήγε και στήθηκε καμαρωτός στο λιμάνι της Πόλης και γύρω του μαζεύτηκε κόσμος να τον δει που θα έπινε όλη τη θάλασσα. «Φέρτε μου ένα ποτήρι», φώναξε ο Στρατής, «και εσύ, που μαζί βάλαμε το στοίχημα, φέρε έναν κουβά και γέμιζέ τον νερό θαλασσινό μέχρι να τελειώσει όλη η θάλασσα!» Έτσι και έγινε. Ο Στρατής πήρε το ποτήρι χαμογελαστός, μα πριν πιει, κοίταξε καλά-καλά το νερό και το πρόσωπό του συννέφιασε. «Απάτη!», φώναξε με όλη του τη δύναμη. «Αυτό δεν είναι θαλασσινό νερό. Εγώ έβαλα στοίχημα να πιω όλη τη θάλασσα. Όχι τους χειμάρρους και τους ποταμούς. Πηγαίνετε πρώτα και βουλώστε όλους τους χειμάρρους και τα ποτάμια να μη χύνονται στη θάλασσα και έπειτα φέρτε μου καθαρό θαλασσινό νερό να το πιω. Δε δέχομαι απάτες.» Έτσι το στοίχημα θεωρήθηκε άκυρο.
Αυτά μου είπε ένας παππούς, ο μαστρο-Γιάννης και προσέθεσε: «Ξέρεις τι πρέπει να ξοδεύουν οι πολιτικοί μετά τις εκλογές; Σάλιο και παντελόνια. Γιατί πηγαίνεις και τους λες, “Πού είναι αυτά που μας έταξες;” Και εκείνοι απαντούν, “Φτου! Το ξέχασα” και χτυπούν τα μπούτια τους, τάχα θυμωμένοι.

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey