Περιπατητές της Λέσβου

01/07/2012 - 05:56
Το Μάκη Αξιώτη, το γιατρό, τον πρωτογνώρισα πριν δέκα χρόνια στο «Μουσικό Καφενείο» στη Μυτιλήνη, ένα σαββατιάτικο πρωινό όταν είχε ανάψει η κουβέντα, που είχε με άλλους ανήσυχους Λέσβιους περί παντός του επιστητού.
Το Μάκη Αξιώτη, το γιατρό, τον πρωτογνώρισα πριν δέκα χρόνια στο «Μουσικό Καφενείο» στη Μυτιλήνη, ένα σαββατιάτικο πρωινό όταν είχε ανάψει η κουβέντα, που είχε με άλλους ανήσυχους Λέσβιους περί παντός του επιστητού.
Τότε, μεταξύ ούζου και μεζέ, πήρα το θάρρος να του δωρίσω ένα αντίτυπο του βιβλίου μου: «Η Ερατώ εις Λέσβον και εις τον Μυτιληναίων Αιγιαλόν», εκδόσεις «Δωδώνη» 1999, και με ικανοποίηση διαπίστωσα ότι το είχε διαβάσει. Εκείνος μου ζήτησε να του στείλω μια φωτογραφία μου, για να με σκιτσογραφήσει, προκειμένου να δημοσιεύεται μαζί με τα κείμενα που έγραφα το 2000-2001 με τίτλο: «Οι ιστορίες του Θοδωρή», στο λογοτεχνικό ένθετο της φιλόξενης εφημερίδας «ΕΜΠΡΟΣ», του οποίου την επιμέλεια είχε ο αγαπητός Αριστείδης Καλάργαλης. Με την επιστροφή μου στην Αθήνα, έψαξα στο αρχείο μου, βρήκα μια φωτογραφία που έκρινα ότι θα μπορούσε να σχεδιασθεί μια κολακευτική εικόνα μου, και την έστειλα. Από τότε περιμένω και έτσι η ματαιοδοξία μου δεν είχε αντίκρισμα!
Το γιατρό τον ξαναείδα το 2003, σε ένα διάδρομο του «Βοστάνειου», όταν έτρεχα για απαιτούμενη νοσοκομειακή βοήθεια στη μητέρα μου. Εκείνος είδε με ενδιαφέρον την ίδια και τις εξετάσεις, και θυμάμαι πως η ιατρική του γνωμάτευση τη βοήθησε να ξεπεράσει τότε τα προβλήματά της.
Το περασμένο καλοκαίρι, χωρίς να έχω τον αριθμό του τηλεφώνου του, δεν μπόρεσα να τον καλέσω στη θεατρική παράσταση του σκηνοθέτη και ηθοποιού Στρατή Πανούριου, «Ένα γλυκό βύσσινο» στο Αρχοντικό Γεωργιάδη στη Μυτιλήνη, όπου ανέβηκε για τέσσερις παραστάσεις, στα πλαίσια των εκδηλώσεων της Νομαρχίας και η οποία, τιμητικά για μένα, περιελάμβανε αποσπάσματα από το προαναφερθέν βιβλίο μου.
Με τον αγαπητό Μάκη δεν έτυχε να ξανασυναντηθούμε, αλλά διαβάζω τις περιηγήσεις του, τις παλιότερες με τους νερόμυλους και τις πρόσφατες με τις «Διαδρομές στη Λέσβο», που δημοσιεύονται κάθε Τετάρτη στο «ΕΜΠΡΟΣ».
Από αυτή τη στήλη, στο κείμενό μου για τη «Συκιά της Βατούσας», στις 11-10-08, έγραψα για τη συκιά που φύτρωσε πάνω στον πλάτανο της κεντρικής πλατείας του χωριού και στο επόμενο στις 18-10-08, παρέθεσα μια φωτογραφία της, αναφέροντας πως τη δημοσίευσα πριν από εκείνον, ακριβώς για να σημειώσω το θαυμασμό μου στο αξιόλογο επιστημονικό περιηγητικό έργο που καταγράφεται με τις διαδρομές του.
Δεν θεωρώ τον εαυτό μου επιμελή αναγνώστη της εφημερίδας, αλλά οφείλω να σημειώσω ότι τα κείμενα και κυρίως τις φωτογραφίες του, επιζητώ να τις μελετήσω, για να ανακαλύψω την άγνωστη και αυθεντική Λέσβο, που μου είναι αδύνατο να γνωρίσω σε αυτή την έκταση με τις ολιγοήμερες καλοκαιρινές παραμονές μου στο νησί, όσο ένας μανιώδης περιπατητής - ερευνητής, όπως εκείνος.
Φίλε Μάκη, το καλοκαίρι, που θα ξανάλθω στη Λέσβο, θα ήθελα να ακολουθήσουμε μαζί μια διαδρομή. Την περιέγραψα στο κείμενό μου, για το Σίγρι, στις 31-1-09 και την επαναλαμβάνω σήμερα. Θα ξεκινήσουμε περπατώντας από το χωριό, ακολουθώντας τον αμαξιτό δρόμο για το απολιθωμένο δάσος και σε δυο-τρία χιλιόμετρα στα δεξιά μας, θα προσέξουμε τη γυμνή ρεματιά με τις λιγοστές λεύκες στο βάθος της. Όταν κατεβούμε και δροσιστούμε στην εγκαταλειμμένη κρήνη της, θα προσέξουμε τις κυκλώπειες σκουρόχρωμες πέτρες πεσμένες καταγής, αλλά και τις διάσπαρτες, μικρότερες, λευκές μαρμάρινες, που στηρίζουν τις ξερολιθιές των βοσκών. Εκεί υποστηρίζω ότι δίδασκε η δεκάτη μούσα, η Σαπφώ, τις μαθήτριές της με ποίηση, μουσική και χορό.     Οι πηγές μου είναι πρώτον, οι αναφορές του αξέχαστου Γιάννη Λεοντή, του παντοπώλη, τυροκόμου, μελισσοκόμου και πρώτου σύγχρονου οδοιπόρου και μελετητή της ιστορίας του τόπου του, όπου με οδηγό εκείνον, περπάτησα αυτή τη διαδρομή πριν από είκοσι χρόνια, και δεύτερον, από το βιβλίο του Ι. Δ. ΚΟΝΤΗ: «Λέσβος και η Μικρασιατική της περιοχή» του «Αθηναϊκού Τεχνολογικού Οργανισμού», Αθήνα 1978.
Μπορεί να έλθει μαζί μας και ένας άλλος σπουδαίος γνώστης της ιστορίας και σύγχρονος περιπατητής, λάτρης της Λέσβου, ο Ερέσιος Σπύρος Πιπεράς, πρώην πρόεδρος του εν Αθήναις συλλόγου των Ερεσίων, που μου διατύπωσε την επιθυμία του να επισκεφθεί την περιοχή και σωστά μου παρατήρησε πως ο Robert Koldwey στο βιβλίο του «Αρχαία ερείπια στο νησί της Λέσβου», πρώτη έκδοση του 1980, το οποίο με εμβρίθεια μελέτησε, δεν καταγράφει τα της κρήνης.
Παίρνω το θάρρος να απευθύνω και σε εκείνον πρόσκληση σήμερα από τη στήλη αυτή, ελπίζοντας να φωτογραφίσουμε τα παραπάνω και γιατί όχι να ερμηνεύσει, «ποιητική αδεία», ο καθείς κατά το δοκούν αν, πότε και πώς η Σαπφώ και οι μαθήτριές της, χαίρονταν τα αγαθά της κρήνης και εντρυφούσαν περί ανέμων και υδάτων!
Φίλε Μάκη, περιμένω θετική απάντησή σου στο e-mail μου και θα χαρώ αν μέχρι το καλοκαίρι, έχεις φτιάξει το χρωστούμενο σκίτσο!

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey