Μαντάκοι και τσιμπούρια

01/07/2012 - 05:56
Πιο πολύ ήταν στο φάρδος παρά στο ύψος. Κάτι δηλαδή μεταξύ μάντακα και Θόδωρου. Κάθε προμεσήμερο πηδούσε το φράχτη που τον είχε μισογκρεμίσει για να διευκολύνεται μην περπατάει πενήντα μέτρα παραπάνω και ξοδεύει θερμίδες, κι εμφανιζόταν πρόσχαρος στο υπαίθριο πυρομάχι με την κατσαρόλα σε πλήρη δραστηριότητα.
Πιο πολύ ήταν στο φάρδος παρά στο ύψος. Κάτι δηλαδή μεταξύ μάντακα και Θόδωρου.
Κάθε προμεσήμερο πηδούσε το φράχτη που τον είχε μισογκρεμίσει για να διευκολύνεται μην περπατάει πενήντα μέτρα παραπάνω και ξοδεύει θερμίδες, κι εμφανιζόταν πρόσχαρος στο υπαίθριο πυρομάχι με την κατσαρόλα σε πλήρη δραστηριότητα. Λουζόταν το χαμόγελο που είχε στα χείλη του, έπαιρνε μια αστεία έκφραση ο μικρός Γαρούφαλος που του δώκανε το όνομα μαζί και ένα μικρό αμπελοχώραφο ευκή της γιαγιάς του, Θεός συχωρές την, της Γαρουφαλιάς, και όσο χάδευε νωχελικά την κοιλιά του, σε άκρως τοπική διάλεκτο, έλεγε.
«Έει πράμα το τσικάλ’;»
«Έχει», απαντούσε πρόσχαρα η κυρά μου, και χωρίς δεύτερο, γέμιζε ένα πιατάκι και του το έδινε, για να το αδειάσει αυτοστιγμεί.
Ξαναλουζόταν το χαμόγελο ή και ευδαιμονίας αντικαθρέφτισμα, άνοιγε τα πόδια, μια κι από τα πολλά ξύκια είχανε συγκάψει φαίνεται τα ριζά των μπουτιών του, και ακουγόταν πάλι.
- Ντά α φάμε τώρα;
Γελούσαμε με την αφέλειά του, και ξαναγέμιζε το πιάτο.
Η επόμενη χαμογελόβρεχτη ερώτηση ήταν γνωστή.
Προτού αρθρώσει το «Έ θεία. Έχει άλλο;», το πιάτο βρισκόταν στα χέρια του έτοιμο να το κατασπαράξει.
Τούτη η ενοχλητική σαν τσιμπούρι σκηνή γινόταν κάθε μέρα τον πρώτο χρόνο που βρεθήκαμε στο σπίτι μας στη μέση του χωραφιού, που ήταν αρκετό για να εξασφαλίζουμε τα περισσότερα φρούτα, λαχανικά και κοτοκούνελα. Αυτό βέβαια ευχαριστούσε εμάς και το Γαρούφαλο, όχι όμως το Μιχαήλαρο, που είχε ένα μπακάλικο στο χωριό με τζίρο όχι πάνω από τα έσοδα της εκκλησιάς, και γι’ αυτό, όποτε περνούσαμε, φώναζε να μας κεράσει, αφού διατηρούσε και πρωτόγονο καφενέ στον ίδιο χώρο, και, καθώς μας είχανε υποδείξει «φιλικά» τα ανίψια του σαν τα ανταμώσαμε στην ερημιά με ρόπαλα και μαχαίρια έτοιμα να ξεκαθαρίσουν κάτι υπόλοιπα λογαριασμών με ένα φουκαρά, σταματούσαμε και μας «κέρναγε κάτι τις», που το πληρώναμε σε τιμή διπλάσια του κανονικού, καθότι ήταν «κερασμένο».
Μα δεν ήταν μοναχά αυτό. Πολύ χαρούμενοι ψωνίζαμε κι απ’ ό,τι άχρηστο για μας είχε στο καφεπαντοπωλείο του, γιατί, εξόν τα ανίψια, κι ο ίδιος ο Μιχαήλαρος μας έκανε ευγενικά το κοπλιμέντο.
- Δε φτάνει που είσαστε ξενομπάντες στον τόπο μας, δεν αφήνετε και μια δραχμή στα μαγαζιά. Ποιο το όφελος;
Έτσι είχαμε δυο λόγους να κοιμόμαστε ήσυχοι: τον Γαρούφαλο που έτρωγε, έτρωγε, πρηζόταν κι έπεφτε μετά στο πεζούλι τυμπανισμένος, και το Μιχαήλαρο, που, πάντα πρόσχαρος, φρόντιζε για την οικονομική μας ελάφρυνση κι ένα ανεπαίσθητο ψυχολογικό διάνθισμα, κάτι σαν ανασφάλεια. Μέχρι που πήραμε των οματιών μας...
Όλα τούτα πλέανε στο μυαλό μου όταν χτύπησε το τηλέφωνο κι άκουσα τη βραχνιασμένη φωνή του Στρατή. Λες και ξεχαρβαλωνότανε καμμιά πετρόχτιστη οικοδομή. Χείμαρρος· όλο κροκάλες. Σαν τις σκέψεις του, σαν τα «πιστεύω» του.
«Τα ξέρεις τα τσιμπούρια;», με ρώτησε.
«Τα ξέρω.»
«Ε, λοιπόν, είναι δυο λογιώ. Αυτά τα χοντρά, οι μαντάκοι, που πίνουν το αίμα, πίνουν, πίνουν, χοντραίνουν και μετά σταματούν και πέφτουν. Έχουν δηλαδή μια αξιοπρέπεια. Γι’ αυτό τα εκτιμώ.»
Γέλασε μετά χορταστικά, τον έπιασε ένας ξερόβηχας, και συνέχισε.
«Τα άλλα όμως, τα μικρά, τα μαύρα με τα πολλά ποδάρια, δεν σταματούν με τίποτα. Ρουφάνε το αίμα, χώνονται στο κρέας, και προχωρούνε σε βάθος. Μέχρι να ψοφήσει το ζώο. Να εξαφανιστεί κι ο άνθρωπος καμμιά φορά.»
«Πνιγομαντάκους τους λέμε εμείς οι κτηνοτρόφοι. Πνίγουν το ζωντανό, ά δεν το προκάνουμε», μου είπε ο φίλος μου Κώστας από το κρεμασμένο στα χαράκια χωριό, εδώ δίπλα.
Στη μεγάλη πολιτεία δεν ξέρω πώς τους λένε. Δε ρώτησα.

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey