
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Η δόξα απονέμεται από την Ιστορία. Την αποδίδει η ζωή και η κοινωνία. Οι νικημένοι δοξάζονται μόνο όταν δίνουν ένα δίκαιο αγώνα και ηρωοποιούνται από τα κατορθώματα, την πίστη τους σε αιώνες αξίες, την ηθική τους προσήλωση και τη θυσία που ακολουθεί τη δράση τους και την κοινωνική τους ζωή.
Η δόξα απονέμεται από την Ιστορία.
Την αποδίδει η ζωή και η κοινωνία. Οι νικημένοι δοξάζονται μόνο όταν δίνουν ένα δίκαιο αγώνα και ηρωοποιούνται από τα κατορθώματα, την πίστη τους σε αιώνες αξίες, την ηθική τους προσήλωση και τη θυσία που ακολουθεί τη δράση τους και την κοινωνική τους ζωή.
Αυτού του είδους η δόξα, των αγωνιζομένων με σθένος, ανιδιοτέλεια και αυτοθυσία, είναι ουσιαστικά ευθύνη. Και δεν είναι δυνατόν ένα άτομο να χειροκροτεί τον εαυτό του να αυτοθαυμάζεται, να θεωρεί σα δόξα τη φήμη του και να προεξοφλεί την ιστορία του λαού και να τη συγχέει με το δογματισμό των πολλών και τις εντυπώσεις που προκαλεί η παρουσία του.
Η εποχή μας έχει πολλούς ανθρώπους στο χώρο της πολιτικής, αλλά και σε άλλους χώρους, που έχοντας ένα ελεγχόμενο παραλήρημα μεγαλείου, φωνάζουν συνεχώς «δοξάστε μας».
Θεωρούν τον εαυτό τους σταυροφόρο σε μια μεγάλη ιδέα και παρ’ όλο που είναι γεμάτοι κομπλεξισμό, προσπαθούν να πείσουν για το αντίθετο. Διεκδικούν για τον εαυτό τους μια θέση στο πάνθεο των ηρώων ενώ, απ’ όπου περάσουν, αφήνουν πίσω τους σημάδια καταστροφής.
Πολλοί από τους ηγέτες και τα πολιτικά κέντρα της Ευρώπης, προφανώς και πολλοί από τους ηγέτες της, είναι από «ψυχολογικής» πλευράς «διαταραγμένοι». Έχουν προσεταιρισθεί το δικαίωμα να παρεμβαίνουν στις ζωές των λαών και καρπούνται, πέρα από τα οικονομικά οφέλη, και τη δόξα.
Λογαριάζουν χωρίς τον ξενοδόχο. Είναι γελοίο να κρεμάς μόνος σου στο πέτο του σακακιού σου ένα παράσημο ανδρείας.
Φαντάζονται ένα λαό να τους επευφημεί και να τους χειροκροτεί και συχνά φροντίζουν να κατασκευάσουν ένα πλήθος από πληρωμένους κλαπαδόρους, πολλοί απ’ τους οποίους γίνονται και σύμβουλοί τους, συντηρώντας με κολακείες αυτή την αυτοδιακήρυξή τους σε σωτήρες.
Όλοι αυτοί οι σωτήρες, μακριά από τον παλμό της ζωής και περιχαρακωμένοι στις «αυλές» που τους περιστοιχίζουν, είναι αδύνατον να συλλάβουν την καταστροφή που προκαλούν.
Ένα διάταγμα, ένας νόμος, μπορεί να ανοίξει μια τάφρο. Αυτοί φαντάζονται ότι σπέρνουν λουλούδια, μη βλέποντες πως αυτό το βαθύ όργωμα της ζωής, αυτή η βιαιότητα της μπουλντόζας, μόνο ομαδικούς τάφους μπορεί να ανοίξει.
Οι άνθρωποι μετατρέπονται στα χέρια αυτών των ηγετών, σε αριθμητικά νούμερα, σε μαριονέττες ή σε πιόνια ενός παιχνιδιού που το παίζουν απομακρύνοντας τους επικριτές και παρατηρητές τους, με τείχη που χτίζουν τα ΜΑΤ και άλλες μονάδες καταστολής. Άνθρωποι ανίκανοι να φέρουν στο πλήθος τον παλμό και τη ζέση του ενθουσιασμού, να εμπνεύσουν και να κινητοποιήσουν τις μάζες, διεκδικούν την υστεροφημία και το δόξα. Γι’ αυτούς, η ιστορία γράφεται με έναν παράδοξο τρόπο. Πρώτα τοποθετούν σε μια άδεια σελίδα την προτομή τους, γράφουν μόνοι τους τον τίτλο «δοξασμένος», ενώ η πραγματική ιστορία τούς τοποθετεί άλλους, απαξιωτικούς τίτλους όπως «γελασμένος, απατημένος» και σε βαρύτερες καταστάσεις, «καταστροφέας και ξεχασμένος».
Η ιστορική μνήμη αυτούς τους υπερφίαλους τους έχει τουλάχιστον ως παράδειγμα προς αποφυγήν.