
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Τον τράβηξα συνωμοτικά από το πουκάμισο: «Έι, μπαμπά, θα παντρευτώ τον Αλέκο!» Έτρωγε μόνος του, αργά το απόγευμα στο τραπέζι της κουζίνας. Γύρισε και με κοίταξε. Το βλέμμα μου δεν επέτρεπε αμφισβήτηση. Φώναξε τη μάνα μου από το πλυσταριό: «Γυναίκα, ποιον Αλέκο θα κάνουμε γαμπρό;» «Ωχ! Δεν μπορώ να ακούω ανοησίες. Είδε τον Γαλανό σε μια ταινία και τον ερωτεύτηκε. Άσε με κι έχω δουλειά!» Η ταινία ήταν «Η αμαρτία της ομορφιάς», με τον τίτλο να λειτουργεί κατά γράμμα. Είχε συνηθίσει και με δούλευε. Μόλις έβλεπε στο πρόγραμμα της εβδομάδας ότι την είχε με κούρντιζε κανονικά: «Πακιακιό, θα δούμε τον Αλέκο;» Στρωνόταν το τετράχρονο στην τηλεόραση με πόζα μανεκέν, πασαλειβόταν το κόκκινο κραγιόν της μάνας του, φορούσε και τα τακούνια της που δεν μπορούσε να τα περπατήσει. Μαύρη γόβα με ριγέ καλτσάκι παιδικό, κόκκινο, κίτρινο και μπλε, έντονες ρίγες να βγάζουν μάτι, το μάτι να λάμπει». Έσκαγε στα γέλια. Εκείνη την ώρα μπορούσες να με ταΐσεις, να με κάνεις μπάνιο, να μου αποσπάσεις οποιαδήποτε υπόσχεση, άσχετο αν την τηρούσα αργότερα, αρκεί τίποτα να μην έμπαινε ανάμεσα σε μένα και στη μικρή οθόνη.
Από μικρή στα βάσανα: Ο πρώτος μεγάλος έρωτας ήρθε στα τέσσερα και ήρθε από μακριά. Από απροσδιόριστα μακριά. Ήταν ο «Αλέκος», ένας λαμπερός Νίκος Γαλανός, χαρακτηριστικό δείγμα ζεν πρεμιέ των 70’ς, αμούστακος, ωραίος, λαμπερός, μοντέρνος, αψεγάδιαστος! «Καλός είναι, βρε παιδάκι μου, αλλά είναι παντρεμένος με την άλλη στην ταινία. Τι θα κάνουμε;» «Είναι που δεν με ξέρει» απάντησε το τετράχρονο και ο θόρυβος από τη γόβα που έφυγε από το πόδι και έπεσε με δύναμη στο ξύλινο πάτωμα σκέπασε τις ομιλίες. «Καλούς διαλέγει από μικρή! Ωραίος είναι, πλούσιος είναι, καλό παιδί είναι, την Τασώ να μην είχε πεθερά» προσπαθούσε ο πατέρας μου να καλμάρει τη μάνα μου που σαν σίφουνας όρμησε να μου σκουπίσει το πρόσωπο και να μου βγάλει τα παπούτσια της. «Φύγε μπροστά από την τηλεόραση, μαμά, και θα στα δώσω» απάντησα με μεγάλη δυσφορία. Ήταν ενόχληση! «Συγγνώμη, εσύ προσέχεις παιδί τώρα;» «Μα τι να κάνω;» γελούσαν και τα μουστάκια που δεν είχε. «Ερωτεύτηκε η κόρη μου. Πρέπει να της σταθώ».
Στην παιδική μου φαντασία η τεχνολογία είχε προοδεύσει. Μόνον που η εποχή τη θεωρούσε ουτοπική: Άνοιγα την τηλεόραση και ήθελα να παίζει ταινίες μόνον με τον «Αλέκο». Έτσι τον φώναζα σε όλους τους ρόλους που ενσάρκωνε. «Αλέκος» ήταν ο «Χούλιο», «Αλέκος» ο αδερφός του Κούρκουλου, που έβρεχε φωτιά στη στράτα του, «Αλέκος» ο επαναστάτης του 1821 που σκοτώνεται στο «Έρωτας και Επανάσταση». Κανένας στο σπίτι δεν ήθελε να θυμάται τι θρήνος επακολούθησε αυτής της εξέλιξης. Πόνος. Σπαραγμός. Δάκρυα και ολοφυρμοί. «Σας είπα εγώ να βλέπει μόνον παιδικά, γιατί είναι μικρή και δεν μπορεί να ξεχωρίσει το ψέμα από την αλήθεια, άντε να της εξηγήσεις ότι δεν ισχύει η ταινία τώρα στην πραγματικότητα. Το παιδί υποφέρει». Με έβλεπε να κλαίω γοερά. «Τα έχει ο έρωτας αυτά, παιδάκι μου» με παρηγορούσε. «Θα σε πάω στην Αθήνα, στο θέατρο, να τον δεις ζωντανό, να ησυχάσεις, αλλά δεν θα φεύγεις ύστερα και να δούμε πώς θα σε ξεκολλήσουμε! Τι σου φταίει και ο άνθρωπος!»
Η μοίρα το έφερε να συναντήσω και να πάρω δηλώσεις για τη παράσταση θεατρική που συμμετείχε από τον ηθοποιό Νίκο Γαλανό αρκετές φορές, όταν εργαζόμουν στο Δεύτερο Πρόγραμμα. Ήταν ευγενέστατος και πολύ φιλικός. Κύριος, γλυκός άνθρωπος, μετρημένος επαγγελματίας, σοβαρός, με τις αδυναμίες που κάθε άνθρωπος κουβαλά, διακριτικά καλυμμένες. Όταν τον συνάντησα, η μικρή που παραληρούσε στον καναπέ του χωριού είχε δώσει τη θέση της σε επαγγελματία. Δεν υπήρχε «Αλέκος». Ο παιδικός έρωτας είχε ανεπιστρεπτί παρέλθει. Τον θυμήθηκα με αφορμή την αποδημία του. Με αφορμή αυτήν αφηγούμαι την ιστορία. Καλό ταξίδι «Αλέκο»!