
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Από καιρό τώρα θέλω να γράψω ένα άρθρο-διαμαρτυρία, και θα το κάνω τώρα. Μεγαλώσαμε πια. Οι δυνάμεις και οι αντοχές (πρέπει να) παραμερίζουν για να περάσει η (υποτίθεται) κεκτημένη σοφία και ο γλυκός λόγος.
Έχουμε πλέον κατασταλάξει στις φιλίες και στους ανθρώπους με τους οποίους θέλουμε να βγαίνουμε κάπου-κάπου, να πίνουμε έναν καφέ και να λέμε ένα σωρό χρήσιμα και ωραία πράγματα. Ωστόσο αυτά τα απλά ατομικά δικαιώματα έχουν κατά κάποιο τρόπο γίνει απαγορευτικά, και θα εξηγήσω το πώς:
Δεν υπάρχει μαγαζί της εστίασης σε όλη τη χώρα χωρίς μουσική υπόκρουση σε μια μέτρια έως υψηλή ένταση. Είναι μια διαρκής όχληση πίσω από τις συζητήσεις μας, είτε πρόκειται για φαγάδικο είτε για καφετέρια.
Μουσικές κυρίως βέβαια του αγγλοσαξονικού τζετ, είτε με λόγια είτε οργανικές, οπωσδήποτε όμως φορτικές και ακατανόητες και προπαντός ξένες προς τα πάτρια ήθη.
Γιατί να είμαι υποχρεωμένος, όσο συζητώ, να ακούω «μεταλλικά» «σεξουαλικά πιστόλια» και κραυγές του «συνεχούς και εναλλασσομένου ρεύματος»;
Και στο κάτω-κάτω της γραφής εάν θα πρέπει -και αν το επιτρέψω …- να ακούσω κάτι, γιατί αυτό το κάτι να μην είναι Χατζιδάκις και Τσιτσάνης;
Τα ίδια θα μπορούσαμε να πούμε και για τους «σκηνοθέτες» των τηλεοπτικών εκπομπών. Το απαραίτητο πρελούδιο κάθε εκπομπής, μα κάθε εκπομπής, είναι μια ξένη ροκ μπαλάντα με τα σχετικά της βίντεα, στα οποία μάλιστα η έκθεση της σάρκας φιλοδοξεί να αναπληρώσει την μουσική ανεπάρκεια. Κρίμα!
Η μουσική, εκτός του ότι εκφράζει τον ψυχικό μας κόσμο, διδάσκει κιόλας, και αυτό είναι γνωστό από τα αρχαία χρόνια τουλάχιστο σε αυτούς που έχουν ασχοληθεί και εμβαθύνει. Διδάσκει με τα λόγια της, με την αρμονία της, αλλά και με τα «ήθη» των μουσικών κλιμάκων κάθε μουσικού γένους, κάτι που δεν το γνωρίζει η δυτική μουσική!
Είναι γνωστό αρχαιόθεν ότι στη μουσική, και τη λαϊκή και τη δημοτική και την βυζαντινή, προέχει ο λόγος, και τα συνοδευτικά όργανα και οι μουσικές γραμμές, τα λεγόμενα «μακάμια»,βοηθούν την προσωδία και την κατανόηση και εκφράζουν το βαθύτερο μουσικό αίσθημα. Χαρά και νοσταλγία με το μινόρε, βεβαιότητα με τον ραστ, καημό με το χιτζάχ και το χουζάμ, νανούρισμα με το σαμπάχπουσελίκ …. Τέτοια μουσική ακούμε λ.χ. στα πανηγύρια και στις χοροεσπερίδες όπου αρκετοί χορεύουν και όλοι συμμετέχουν και συχνά σιγοτραγουδούν μαζί με την ορχήστρα.
Ο ρόλος της καφετέριας όμως είναι εντελώς διαφορετικός και έχει παρεξηγηθεί με το να προσφέρει έναν διαρκή μουσικό θόρυβο την ώρα που οι θαμώνες συζητούν.
Εκείνο επίσης που δεν έχουμε καταλάβει ως κοινωνία είναι ότι η φορτική προώθηση και η κυριαρχία της ξένης μουσικής μάς έχει ήδη αλλοτριώσει τα ημέτερα ήθη.
Πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, αυτή η μουσική δεν έχει να πει πολλά πράγματα για μας τους Έλληνες, που από μουσική άποψη έχουμε την παγκόσμια πρωτοκαθεδρία.
Σιγά-σιγά χάνεται έτσι και το νόημα της μουσικής. Τα βάσανα του κόσμου φερ’ειπείν (που συνεχίζουν να υπάρχουν, και έρχονται να τα στολίσουν οι μουσικές), ποια «μαντόνα» μπορεί να τα ανακουφίσει; ..
Εν κατακλείδι, με όσα πεζά και ανάξια και αλλότρια βλέπουμε γύρω μας (και όχι μόνο στο θέμα της μουσικής) φτάνουμε στο σημείο να πούμε ότι δυστυχώς σταμάτησε να διδάσκεται καθολικά η Τέχνη στον χώρο και την πατρίδα τού πάλαι ποτέ Απόλλωνα, του Απόλλωνα που δεν έχει πια πού να μείνει , κατά το προφητικόν εκείνο: «ουκέτι Φοίβος έχει καλύβην ….»
Μια μικρή ίσως εξαίρεση, και κάπως χαροποιός, είναι οι δραστηριότητες των μουσικών σχολείων και κατά το ποσόν που έχουν στραφεί στην παράδοση της ελληνικής μουσικής.