
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Δεν μπορείς να ξεφύγεις εννοιολογικά από τις λέξεις που έπλασαν για κάθε τι οι αρχαίοι Έλληνες. Έτσι πλάστηκε μια θεϊκή γλώσσα που περιγράφει και κωδικοποιεί και καλλιγραφεί και αναδεικνύει ό,τι υπάρχει γύρω μας και ό,τι κατοικεί και εμφωλεύει μέσα μας. Η ακριβολογία και η παραστατικότητα στην απόδοση κάθε έννοιας είναι καθοριστική. Έτσι εξηγείται και η «παροιμία» ως «λόγος παρά την οδόν λεγόμενος, οίμος γαρ η οδός».
Είναι λοιπόν η παροιμία κοινός συνθηματικός λόγος κοινού ενδιαφέροντος στα χείλια των κατοίκων μιας πόλης. Οι παροιμίες είχαν και έχουν τεράστια πολιτιστική αξία.
Υπενθύμιζαν γιορτές, προέβλεπαν τον καιρό, απέτρεπαν από κακές συνήθειες και δίδασκαν χρηστά ήθη. Αυτός είναι και ο λόγος που, σε εποχές που τις φτάσαμε εμείς οι πρεσβύτεροι, η μισή καθημερινή ομιλία των ανθρώπων ήταν παροιμίες.
Ήταν εύστοχες, συνήθως έμμετρες και με ωραία σχήματα λόγου, απόδειξη ότι ήταν κι αυτές κληρονομιά των Μουσών.
Κι ας εστιάσουμε στις παροιμίες για τον καιρό:
Οι απλοί άνθρωποι, χωρίς τα σημερινά τεχνικά μέσα και την «ανηλεή» ενημέρωση, είχαν ανάγκη να γνωρίζουν και να θυμούνται τις ηλιακές τροπές και ισημερίες, τον κρίσιμο χρόνο των γεωργικών εργασιών, τον χρόνο ωρίμανσης των καρπών, την οχεία και την εγκυμοσύνη των κατοικιδίων ζώων και τη συχνότητα και τις μεταβολές των καιρικών φαινομένων.
Έτσι έχουμε τον Πλούταρχο, ήδη από τα χρόνια του Χριστού, να μας λέει παροιμιακά:
«Η άγνος ανθείχω βότρυς πεπαίνεται», δηλαδή «Μόλις ανθίσει η λυγαριά γλυκαίνει το σταφύλι» και οποία η έκπληξή μου όταν είδα την παροιμία μέσα στο «Λεξικό του σαμιακού γλωσσικού ιδιώματος» του Μενεκράτη Ζαφειρίου ως:
«άνοιξε η καναπίτσα γυάλισε και η ραϊτσα»(!)
Στη Σάμο συνηθίζονται αρκετές παροιμίες σχετικές με τον καιρό:
«Δεκαοχτώ τ’ Απριλιού το πιο μεγάλο κούτσουρο», για να μας προειδοποιήσει ότι τότε εκπνέει πραγματικά ο Χειμώνας.
«Πιπαντή (Υπαπαντή, 2 Φεβρουαρίου) καλοβρεμένη, η κοφίνα γεμισμένη», δηλαδή η βροχή στις αρχές του Φλεβάρη είναι απαραίτητη για την επιτυχία της καρποφορίας.
«Τον Απρίλη στο αμπέλι μήτε σκύλος κούντουρος» γιατί θα χαλάσει τους μικρούς και ευαίσθητους βλαστούς των κλημάτων.
«Ο αγουροφάς τρώει, ο ουρμουφάς δεν τρώει» υπενθυμίζοντας (με μια σύγκριση με το γνωστό σκουλήκι των ριζών «αγγουροφάς»), ότι αν παραμείνουν εκτεθειμένοι οι ώριμοι καρποί κινδυνεύουν από … δολιοφθορές.
«Άμα δεις το συκόφυλλο να γίνει σαν τ’ αφτί σου, πέσε όξω και κοιμήσου» που σημαίνει ότι περίπου τέλος Απριλίου οριστικοποιείται ο αίθριος καιρός.
«Ξαπλωτό φεγγάρι, ολόρτος γεμιτζής (ναυτικός, καπετάνιος)» που σημαίνει ότι θα σηκώσει καιρό και θα’χει δουλειά ο τιμονιέρης του πλοίου.
«Σαράντα χρόνια στο Μισίρ’ (Αίγυπτο), δεν έφαγε στραγάλια» για τον ανεπρόκοπο.
«Φάε κότα τον Γενάρη, πετεινό τον Αλωνάρη (Ιούλιο)».
«Απ’ τα σύκα στα σταφύλια» για να υποδηλώσουν ελάχιστη έως μηδενική χρονική διάρκεια.
«Βαγενάδες (βαρελάδες) και γαϊδάροι ένα μήνα έχουν χάρη» δηλαδή Αύγουστο ή Σεπτέμβρη η μουστιά, και Μάη η οχεία του ζώου της υπομονής.
«Τσίγκριμίγκρι τέσσερις κι η δερματούρα πέντε» για να θυμόμαστε ότι ο χρόνος της εγκυμοσύνης των βοηθητικών κατοικιδίων είναι τέσσερις μήνες και των αιγοπροβάτων πέντε.
Τα σημάδια κάθε εποχής έπρεπε να είναι εμφανή και αδιαμφισβήτητα:
«Μη σε γελάσει βάτραχος μηδέ χελιδονάκι
αν δεν ακούσεις τζίτζιρα δεν είν’ καλοκαιράκι».
«Καιρός παντί πράγματι» έλεγαν οι αρχαίοι και οι Γραφές.
Πράγματι ο χρόνος είναι πολύτιμος για τον άνθρωπο και ου μενετός, δηλαδή δεν μπορεί να περιμένει, εξ ου και η όμορφη σαμιακή παροιμία:
«Μιας ώρας κάμωμα, χίλιω χρονώ καρτέρι».