Μια αντρουπαρέα στου Τσολιά το καπελειό

23/01/2020 - 16:46

Έσκισα ένα κομμάτι απ’ το τραπεζομάντιλο, το φύλαξα στης καρδιάς τη μπάντα, κατάσαρκα, και διάβηκα.

 Σερφάριζα λέει σε πελάγη ξωτικά κι αρμένιζα σε βουνοκορφές απρόσιτες, που ‘γγίζανε εκεί που μου ‘λεγε η συχωρεμένη η μάνα μου πως είναι ο Θεός. Πάνω από τα σύννεφα, πέρα από του ήλιου το βασίλειο. Κι άξαφνα βρέθηκα χωρίς παπούτσια, χωρίς ρούχα, παρά μοναχά με τα γυαλιά και τα σύνεργα της δουλειάς μου στο χέρι το δεξί και στο ζερβί, τούτο το διαόλι που χαλά τη ζωή μας και σφουγγίζει από τα μεγάλα τεφτέρια της ζωής τις στιγμές που κόβετε η ανάσα σου, γιατί απλά, αυτές οι στιγμές δε ξανάρχονται δε ξαναγίνονται μα και δεν σβήνουν με κανένα σφουγγάρι, κανένα φαρμάκι, ένα ασύρματο τηλέφωνο. Κινητό το λένε, δεσμοφύλακας είναι. Σκληρός. Αλύγιστος.

Άνοιξα τα μάτια μου μια χαραμάδα, ίδια της γάτας σα χουζουρεμένη στου τζακιού τη γωνιά σιγογουργουρίζει και σε γαληνεύει, σκοτάδι ολόγυρα, και δυο φιγούρες μαύρες, να κουνιούνται ζωγραφισμένες στο τζάμι απάνω.

Κι ο χτύπος στην άσπρη αλουμινένια πόρτα σταμάτησε. Κι η φωνή έφτασε μερωμένη τώρα.

― Άστον να κοιμηθεί, μα είναι ζωντανός. Δεν άκουσες το ροχαλητό του;

Και χύθηκαν οι φιγούρες, γινήκανε ένα με της νύχτας το σκοτάδι.

 

Την άλλη μέρα έμαθα, πως κόσμος πολύς, συνεργάτες και φίλοι, άλλος από αγάπη κι άλλος από συφέρο ή νοιάξιμο, μπορεί και περιέργεια σκέτη, με παίρνανε τηλέφωνο, βρόνταγε μα δεν το άκουγα χωμένο κι αυτό στο πάπλωμα σα που το είχα αποθέσει λέει να το ακούω σαν έπεσα μισόγυμνος, να ξαποστάσω δα, μόλις αρχίνησε να ρεμπώνει (σκοτεινιάζει).

Μεγάλωσα τη χαραμάδα των οφταλμών μου, μοναχά το λιγοστό αστρόφως και μιας κολώνας η λάμπα πέρα στη γωνιά του δρόμου φανερώνανε πως έπρεπε να είχε πορπατήξει γερά η νύχτα ετούτη.

Μ’ έπιασε πανικός και μια θολάδα στου μυαλού μου το κατακάθι κι έψαξα μέχρι που εύρηκα το κουμπί στο παγωμένο τοίχο, το πάτησα, και γιόμισε ασπράδα όλο το δωμάτιο με τα ρούχα μου πεταμένα στις πλάκες. Το ρολόι στο κομοδίνο, έλεγε δώδεκα και είκοσι. Κι εδώ με έσφιξε καινούργιο της άγνοιας το βασάνισμα. «Μεσημέρι, ή βράδυ». Σκοτίδι όξω, βεβαιώθηκα, απέκλεισα το πρώτο, σίγουρα, μεσάνυχτα ήταν.

Καινούργιο όμως το βασάνισμα. «Μεσάνυχτα, ναι. Μα σήμερα, χτες, ή αύριο».

Θα απόμενα όμως με την απορία να με πιλατεύει, σα δεν έβλεπα πάλι μια καινούργια φιγούρα, ξασπρισμένη τώρα, τεράστια, να γιομίζει ως απάνω κι απ’ τις μπάντες το κρούσταλλο της πόρτας και μια τραχιά, πελεκημένη φωνή να ρωτά, ίσα να ακούγεται.

― Είστε καλά κύριε Γιώργο;

Γνώρισα, ήταν ο Τσολιάς, κατάλαβα σε ποιο τόπο βρισκόμουν.

― Ναι! Τι ώρα είναι;

― Μεσάνυχτα περασμένα. Κοιμήσου. Θέλεις καφέ;

―Όχι. Αλλά για πες μου. Τι μεσάνυχτα; Πότε;

Με συνέφερε το γλυκό χοντροκομμένο σα του Ζορμπά γέλιο του, κι η περιπαιχτική φωνή του.

― Σήμιρα βρε Γιουργιέλ. Άϊντι κοιμήσου. Θα σου κάνει καλό.

Σούρθηκε η σκιά, ξανάπεσε μπλαβισμένη μαυρίλα στο τζάμι, πλήθιανε η ευδαιμονία ολόγυρα, σιγουρεύτηκα πως ήταν καταμεσής της νύχτας.

Έκανε να καθαρίζει το κεφάλι μου, γλυκοκύλισε η θολούρα, έφυγε αργόσυρτα κι ο πονοκέφαλος, τινάχτηκα σαν από ρεύμα ηλεκτρικό, και με γρηγοράδα πολύ έχωσα το χέρι μου προς το μέρος της καρδιάς, ξετρύπωσα σφιγμένο να λιώσει, ένα σβολαράκι καμωμένο το σκισμένο κομμάτι από το χάρτινο τραπεζομάντιλο.

Εύρηκα κι ένα κοντύλι, και με φούρια απλώνω στο χαρτί συναιστήματα και πόθους να τα θυμούμαι, να τα μοιραστώ και με σένα, φίλε μου αγαπημένε.

 

Ήμασταν μια αντρουπαρέα, τόσο παράξενη, τόσο όμορφη, τόσο πλουμισμένη και δυνατή που θαρρώ πως δεν πρόκειται να ξαναγίνει.

 

― Πουρέφκει (βολέψου) ό,τ’ μπουρείς.

Έλα να κοιμηθείς του είπα στο ξενοδοχείο. Έχω ένα μεγάλο δωμάτιο, και το ένα από τα δυο κρεβάτια, είναι άδειο.

Αυτά τα λόγια, θυμούμαι, καλά θυμούμαι τα άκουσα, αλλά δεν ξέρω ποιος σε ποιον τα είπε. Μπορεί να τα είπα κι εγώ ο ίδιος, δεν έχει σημασία. Θα τα εξηγήσουν οι ιστορικοί του μέλλοντος.

 

Τι; Δεν έχεις μεθύσει ποτέ στη ζωή σου;

Βιάσου προτού φύγει κι απομείνουν ανοιχτά τα δαχτύλια σου να τη ψαχουλεύεις και αυτή θα αλαργεύει κι αδύναμος θα την κυνηγάς μέχρι να σε ρίξει στης απραξίας το βαθύ πηγάδι.

Ξέχνα τα όσα πρέπει και δεν πρέπει, πέτα κινητά ακίνητα και σοβαρές για παράδες σκοτούρες, άρπα ό,τι σου πετάξει η θεά τύχη, μάγκωσέ το γερά, και απόλαψέ το. Τώρα. Την ευτυχία φρέσκια την γραπώνεις. Άμα μπαγιατέψει, στραβομουτσουνιάζει κι αλαργέβει. Χάνεται, και ξανάρχεται με τη φάτσα της δυστυχίας.

Για να ποθάνεις ήσυχος, δικαιωμένος. Με έστω και μια χαρακιά στην πλάκα της ζωής σου τραβηγμένη. Την ώρα που μπουσουλάς ανήμπορος στου μεθυσιού το λαβύρινθο κι απρόσμενα, ανάμεσα αστραποβρόντια και ξαστεράδα απογειώνεσαι λευτερωμένος.

Πλέρωσε το, με όποιο τίμημα μπορέσεις. Το αξίζει.

Έστω μια φορά στη ζήση σου. Κι όχι πάνω απ’ όσες χωρούνε στου χεριού σου τα ακροδάχτυλά. Κι όχι συχνά. Γιατί τότες μπασταρδεύει.

 

Ήτανε, που λες, ου Κώστας του Τσιολικόν(ι), κι ου Δημητράκ(η)ς η Σάλιακας. Γι ένας πλει σκάλεις, τσι γι άλλους ούλα τα χρειαζούμινα σ’ ένα σπίκ(ι) για τη κουζίνα, του μπάνιου τσι τα ντουβάρια. Άμα τσι ζλήξ(ει)ς (ζουλήξεις), θα τρέξουν ‘π’ τα μπατζάκια τους κάμπουσα κατουμμύρια, αλλά πιο πουλύ μιτρά που είνει καλά τσι μιρακλίδκα μουρά.

Ου ένας απ’ την Αγιά Παρασκευή, ου άλλους απ’ τουν Αφάλουνα τσι γω απ’ τα Τιλώνια, το πώς ανταμουθήκαμει μνήσθητί μου Κύριε.

 

Θυμούμαι, πρωινές ώρες ήρθαμε στου Τσολιά το ταβερνείο, για μια πορτοκαλάδα. Να τους κεράσω σαν ντόπιος εγώ τους μουσαφίρηδες. Όχι μουσαφίρηδες, για δουλειά είχανε έρθει στα Τελώνια. Στο καινούργιο σπίτι που έσαζα της κόρης μου.

Μα αντί πορτοκαλάδα βρέθηκε, εντολή του σκαλά του Κώστα απ’ τον Αφάλωνα, ένα καραφάκι ούζο Πλωμαρίτικο πρώτο πράμα, συνοδευόμενο με παστές σαρδέλες Καλλονής, ελιές, ντομάτα κι αγγούρι. Ά, και τηγανητός γαύρος.

Όλα τούτα όμως ρουφάνε το ούζο σαν το σφουγγάρι το γνήσιο. Το πίνεις και χάνεται. Οπότε, με έπιασε το τέτοιο μου, παράγγειλα δεύτερο καρφάκι με συνοδεία τα παραπάνω και ψητές σαρδέλες. Σειρά όμως κατά τα αθάνατα ελληνικά δεδομένα ο Δημητράκ’ς κι έτσι, ένα καραφάκι στον καθένα, ό,τι έπρεπε για ζέσταμα. Και τότε σου λύνονται οι γλώσσες, αρχίζουν ιστορίες αληθινές και πιο πολύ φαντασίας εικόνες. Μα ήρεμα, τα πιο πολλά αληθινά ή αληθοφανή. Αρχίσανε να πληθαίνουν τα καραφάκια τα άδεια στο τραπέζι, ο Τσολιάς να μην προλαβαίνει το τηγάνι, και κάποια στιγμή μπαίνει ο ψαρομανάβης που με το αυτοκίνητο φέρνει φρέσκα ψάρια από Μυτιλήνη.

― Έ Τσουλιά. Θες ψάρια, ρώτησε.

Αντί για τον Τσολιά όμως, θυμάμαι, ρώτησα εγώ τον ψαρά.

― Πόσες σαρδέλες έχεις στο αυτοκίνητο;

― Πέντ’ έξι κιλά…

― Φέρτα όλα, δώσε τα του Τσολιά.

Πήρε τα λεφτά, κι ο κάπελας κοίταζε απορημένος.

― Καθάρ’ζει τσι τ’γάν’ζει…, του είπα σε τοπική διάλεκτο. Με τα χείλη του Τσολιά να πάνε ως τα αυτιά απ’ τη χαρά του, γιατί λογάριασε πως θέλανε δέκα καραφάκια για να φαγωθούνε, μπορεί και παραπάνω.

 

Και τότε συνέβηκε το άλλο. Ο Κωστής ο σκαλάς έβλεπε στο ράφι τα καραφάκια να κουνιούνται σα να γινότανε σεισμός. Έγνεψε στο Τσολιά, είπε:

― Δες του; Έτοιμου να πες ‘π’ του ράφ’ είνει. Φέρτου να του γλυτώσουμε.

Και τούτο γίνηκε, κανείς δεν ξέρει πόσες φορές, εξόν το Τσολιά.

Ε. Οι γλώσσες τέτοια ώρα δεν συμμαζεύονται. Κι οι ψευτιές.

Ο Δημητράκ’ς, απεδέιχθει ο μεγαλύτερος εραστής της Ελλάδας. Είχε περάσει απ’ το κρεβάτι της Βασίλισσας, της γυναίκας του Πρωθυπουργού, της Μαρίκας Κοτοπούλη… γενικά όλης της υψηλής κοινωνίας της Αθήνας, ο μπαγάσας.

Ο Κωστής πάλι, που πράγματι φτιάχνει τις καλλίτερες ξύλινες σκάλες στο νησί, ήτανε, λέει, και κυνηγός που μόνο ελέφαντα δεν είχε σκοτώσει. Κι ας μην είχε πιάσει ποτέ όπλο στα χέρια του.

Η αφεντιά μου δε θυμάμαι τι ψευτιές έλεγα, νομίζω πως έπεσα με αλεξίπτωτο και βρήκα μια τρυφερή ύπαρξη να περιμένει, μαζί και πιπεράτα ανέκδοτα. Γινότανε, ό χαμός.

Αλλά δε μιλούσαμε εμείς. Το ούζο μιλούσε. Εμείς, απλά, γελούσαμε, διασκεδάζαμε και βάζαμε μια χρυσή σελίδα στο βιογραφικό μας.

 

Κάποια στιγμή στη θολούρα του μυαλού μου θυμήθηκα ότι είχα στο αυτοκίνητο ένα ανθότυρο φρέσκο χωρίς αλάτι. Οπότε σηκώθηκα…

 

Και νάσου ξετρυπώνω το κομμάτι από το τραπεζομάντηλο που είχα κατάσαρκα να διαβάσω, να δω τι απέγινε κείνη την επίχρυση μέρα και άγνωστη ώρα στου Τσολιά το καπελειό. Γράφω:

“Πήγα η μπλουμένους, ήφηρα μτζίθρα φρέσκια ‘π’ τη Θυμέλ(η). Κι είδαν, στραβουμουτσνιάσαν. Την είδει η Τσουλιάς, έπιασει τη τσλια τ’ να μη γελάσ’ δυνατά τσι μι προυσβάλ δα, τσι χάθκει μες του χουτζουρέ. Ξαναφάνκει με δυο πιάτα στα χέρια. Τα ακούμπσει στου τραπέζ’, του ένα είχει ουμή ρέγγα παρτσάδια καμουμέν, τσι προπαντός τα αυγά, σκέτου αλσάχνη. Στου άλλου λουκάνκου μ’σουψ’μένου, μπέικον τσι κάκ(ι) λουρίδεις παστουρμά τσι κάκ(ι) άλλα που ε ξέρου τι τα λεν ίσα που τα χκύπσει η κάψ ‘π’ του φούρνου. Έσκυψει μες τ’ αυκί μ’ «μκροί ήνταν οι πικνοί, αλλά βλέπς; Κη κάναν κη δλιά ντουν», είπει άρπαξει ένα αμιλέτητου, του πέταξει στου στόμα τ’, (ξέρεις τώρα συ πόσου ανόριξους είνει η κατσπουδιάρς) τς είπει.

― Φάτει κουμάκι π’ έϊτούτα να σβής η λόχ’ ‘π’ του ούζου. Αρμυρά, ξ’να, τσι καυτιρά θέλειτει εισείς για να πιούτει κόμα κουμματέλ.”

Μετάφραση παραγράφου: Πήγα ο άσχετος κι έφερα φρέσκια μυζήθρα (ανθότυρο) που είχα από του Θυμέλη το τυροκομείο. Την είδανε, στραβομουτσουνιάσανε. Την είδε ο Τσολιάς, έπιασε την κοιλιά του να μη γελάσει δυνατά και με προσβάλει δα, και πήγε πίσω απ’ τον πάγκο της κουζίνας. Ξαναγύρισε με δυο πιάτα στα χέρια. Τα ακούμπησε στο τραπέζι το ένα είχε ωμή παστή ρέγκα κομμένη κομμάτια και κυρίως τα αυγά της, σκέτο αλάτι. Στο άλλο λουκάνικο μισοψημένο, μπέικον και λουρίδες κομμένο παστουρμά και κάτι άλλο που δεν ξέρω πως τα λένε, ίσια που ζεσταθήκανε στο φούρνο. Έσκυψε στο αυτί μου ο Τσολιάς, «μικροί ήτανε οι πετεινοί, αλλά βλέπεις; Την κάνανε τη δουλειά τους.» είπε, άρπαξε ένα αμελέτητο, το πέταξε στο στόμα του (ξέρεις τώρα σύ πόσο ανόρεξος είναι ο καημένος) και είπε. «Φάτε λίγα απ’ αυτά να σβήσει η φωτιά από το ούζο. Αρμυρά, ξυνά και καυτερά θέλετε εσείς για να πιείτε ακόμα λίγο»)

 

Κι ως φαίνεται φάγαμε σκέτο αλάτι μεζέδες, ήπιαμε ποιος ξέρει πόσα καραφάκια ακόμα, τραβήξαμε μια φωσφορίζουσα κοντυλιά σε τούτη την αντροπαρέα, και περπατώντας, ποιος ξέρει πώς, βρέθηκα 200 μέτρα μακριά κάτω απ το πάπλωμα, ή κάτι τέτοιο, για να ξυπνήσω μεσάνυχτα, άγνωστο ποιας μέρας ή νύχτας.

Ρώτησα, έμαθα τι μέρα ήτανε και συμπέρανα ότι κοιμόμουνα μια μέρα και μιάμιση νύχτα…

 

Προλαβαίνεις φίλε μου. Άρπα την ευκαιρία να απολαύσεις τέτοιες στιγμές.

Θα μείνουν στα συν, για πάντα.

 

Ε; τι λες εσύ Κουστέλ’ κι εσύ Δημητράκ’;

 

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey