
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Το είχε γράψει - ποιος; - ο Τολστόι νομίζω- δεν υπάρχει μεγαλείο εκεί που δεν υπάρχει απλότητα, καλοσύνη, αλήθεια». Ο εκλιπών- μόλις γυρίζω από την κηδεία του- είχε. Απλός άνθρωπος, ευγενής, γλυκομίλητος, επαναστάτης, ακηδεμόνευτος, σπουδαίος επιστήμονας, πανεπιστημιακός, αυθεντικός πνευματικός άνθρωπος. Η τελευταία του δουλειά για τα παιδιά: Είχε μόλις παραδώσει ένα παιδικό βιβλίο εικονογραφημένο νομίζω για την Αρχαία Ολυμπία. Μυτιληνιός στην καταγωγή, Μεσοτοπίτης, άνθρωπος με αξιόλογες σπουδές, με γνώσεις και προσφορά στην επιστημονική έρευνα. Είχα την τιμή και την ευλογία να τον έχω δάσκαλο στις αρχές της περασμένης δεκαετίας, και τώρα που γράφω συνειδητοποιώ πόσο γρήγορα, πόσο ανεξέλεγκτα γρήγορα περνά ο χρόνος!
Ο Πάνος Βαλαβάνης, ο κύριος Πάνος για τους εικοσάχρονους φοιτητές του, ήταν ένας σπουδαίος άνθρωπος και ένας βαθύς γνώστης της κλασικής αρχαιολογίας. Στο ξεκίνημα της κρίσης οι διαλέξεις του ήταν βάλσαμο. Καταφύγιο. Ένας μικρός παράδεισος, ένας κύκλος χαμένων ποιητών που ξεκινούσε στην καρδιά του μεσημεριού τις ιστορίες για την Ακρόπολη και τον ναό του Επικούρειου Απόλλωνα, για το μουσείο της Ολυμπίας, για τον Κένταυρο που κλέβει τη νύφη του Λαπίθη, για τον ναό του Ποσειδώνα στο Σούνιο. Έσβηνε το φως, άναβε ο βιντεοπροβολέας, οι διαφάνειες περνούσαν παράλληλα με τις αφηγήσεις ενός αφηγητή ταλαντούχου, ενός ρήτορα, όλα μπερδεύονταν γλυκά και όταν τα φώτα άναβαν, είχαν ανάψει και εκείνα του δρόμου. Είχε σκοτεινιάσει. Κυριολεκτικά. Έξι το απόγευμα, στην καρδιά του χειμώνα, το φως είχε χαθεί. Ήταν ώρα αναμετρηθούμε με το κρύο του καιρού και της εποχής ύστερα από το τρίωρο βάλσαμο που ζέσταινε τις καρδιές μας.
Σκέφτομαι συχνά, με αφορμή τους μεγάλους δασκάλους, πόση περιουσία είναι ο καλός δάσκαλος για τον μαθητή και τη μαθήτρια, μια ιδιότητα χωρίς ηλικία, όπως φαίνεται. Σκέφτομαι πόσο βαθιά επιρροή μπορεί να έχει στη ζωή και στις αρχές τους ένας άξιος και φωτισμένος άνθρωπος που ξέρει γράμματα, που έχει το κουράγιο και τη διάθεση να τους τα μεταδώσει, που αφήνει το αποτύπωμά του στις ζωές τους, γιατί τις μπολιάζει με την αγάπη για το αντικείμενο που διακονεί, γιατί τους ανοίγει παράθυρα στον κόσμο, γιατί τους παρηγορεί, έστω περιστασιακά, από τα βάσανα και τις δυσκολίες της ζωής, γιατί τους δίνει ένα όπλο να αντισταθούν σε ό, τι τους είναι ξένο και παράταιρο.
Όταν ήμουν είκοσι - είκοσι δύο χρονών δεν είχα την τύχη να έχω καλούς πανεπιστημιακούς δασκάλους στην κλασική αρχαιολογία. Δεν έμαθα ποτέ. Δεν ήθελα να μάθω. Αποστήθιση δεκάδων σελίδων με τεχνικές πληροφορίες- αυτό ήταν για μένα κι αυτό θα έμενε, αν δεν βρισκόταν στη ζωή μου ένα συννεφιασμένο μεσημέρι του Οκτώβρη ο ψαρομάλλης διοπτροφόρος με το πλεκτό κασκόλ. Στη ζωή μου και στη ζωή τόσων νέων ανθρώπων που ξεκινούσαν την καριέρα τους και κατάφερναν να γνωρίσουν σε βάθος και να αγαπήσουν
ό,τι για μένα χάθηκε στην τυποποίηση και στα νούμερα. Τον θυμάμαι να διοργανώνει επισκέψεις σε μουσεία, σε αρχαιολογικούς χώρους, να ξεναγεί τους φοιτητές και τις φοιτήτριές του, να τους μιλά με πάθος για τα μνημεία, για τα απομεινάρια τους, για τα αγριολούλουδα που φύτρωναν ανάμεσα στα αρχαία μάρμαρα! «Το μνημείο μελετάται πάντα ενταγμένο στον χώρο που το γέννησε» διάβασα σε ένα βιβλίο. Οπότε και σε συνάρτηση με αγριόχορτα, παπαρούνες, αγριομολόχες και ζιζάνια! Αυτό που για κάποιους είναι επιστήμη, για τους νεαρούς φοιτητές γινόταν αισθητική και ποιότητα ζωής, γνώση αποθησαυρισμένη από τη διδασκαλία και από την εμπειρία.
Είχε αφυπηρετήσει χρόνια. Κάτοικος μόνιμος Νέας Σμύρνης, τον συναντούσα αραιά στην πλατεία. Ο χρόνος δεν τον είχε αλλάξει. Παρέμενε πάντα ένας καλόκαρδος, ψαρομάλλης, με τις χαρακτηριστικές μάλλινες μπλούζες, με το τζιν παντελόνι, τα αθλητικά παπούτσια και προπαντός τα κασκόλ του ατημέλητου διανοούμενου, ευγενής, μειλίχιος, ταπεινός, όπως κάθε μεγάλος! Σκέφτομαι αν φόρεσε κασκόλ στο μεγάλο ταξίδι. Ίσως όχι άμεσα, θα χειμωνιάσει όμως, θα το χρειαστεί!