Εμίσεψε ο Γέροντας Ραφαήλ κι ορφανέψαμε…

01/12/2017 - 18:57

Είχε τελέψει ο αδερφοχτόνος σπαραγμός που μας βασάνιζε στα δύσκολα εκείνα μεταπολεμικά χρόνια, η ανοικοδόμηση πορπατούσε σταθερά, κι αράδα, πέντε παιδιά με τη χήρα μάνα μας, πεζοπόδαρα, ανηφορίζαμε το στενό δρομάκι το χιλιοπατημένο. Κουραζόμουνα, εύρισκα μια χαλικόπετρα, ακούμπαγα κι ανασήκωνα το μικρό μου ξεσκούφωτο κεφάλι να σβαρνίσω τα αναριεμένα σύννεφα που είχανε χάσει το ρόδινο πια χρώμα τους και σεριανούσανε κατά ανατολή μεριά. Ο ήλιος είχε φανεί αστραφτερός, η καλοκαιριάτικη ζέστα δεν είχε ακόμα επιδρομήσει…

Κι εκεί, στην κορφή του Όρδυμνου, στιβαρό κι επιβλητικό ξέκρινα χτήρι να δεσπόζει οχυρωμένο με πολεμίστρες κι οχυρωματικό πύργο. Απόμεινα δέος κι αίνιγμα ποτισμένος και θαλασσοπορούσε ο νους μου σε πελάγη φαντασίας. Πώς και πήγανε τόσο αψηλά οι καλογέροι, μεσ’ τον ουρανό, κοντά στους αγγέλους και το χτίσανε και φωλιάσανε προστατευόμενο κι υμνούμενο εκεί μέσα τον Άγιο Γιάννη το Θεολόγο, τον πολιούχο του χωριού μας, της Άντισσας! Κι αμπαρωθήκανε μαζί Του βιγλάτορες προσκυνητές να τον δοξολογούν, αθρώποι τραβηγμένοι από τον κόσμο, μαυροφορεμένοι κι αγιασμένοι. «Πώς να είναι άραγες» συλλογίζουμουν και τα μάτια μου λάμπανε όλο έκσταση, μέχρι που τρυφερό το χάδι της μαμάς με συνέφερε.

-Πορπάτα Γιωργάκη μη μας φάει η ζέστα.

-Εκεί απάνω…. Θέλησα να μιλήσω, με έκοψε.

-Πάμε, οι άλλοι ψηλώσανε κιόλας.

Δε μεταμίλησα. Συνέχισα ως κει πάνω.

Κι έμεινα να θαμάζω επιβλητική και περιστοιχισμένη με κελιά, σκάλες κι αρχονταρίκι την εκκλησιά μέσα κι όξω. Και μια ζεστασιά με κυρίευε, μια γαλήνη κι αλάφρωμα της ψυχής μου ένιωθα, όσο θωρούσα παλιές εικόνες στο Τέμπλο κι ολόγυρα να με κοιτούν καλοσυνάτα.

Άμεστο το μυαλό μου, δε ρώτησα, δεν έμαθα ηγούμενο κι άλλους καλογέρους. Μόναχα θυμούμαι, βρέθηκα σε ένα κελί κι είχε ο Γέροντας εκεί ένα μικρό τηλεσκόπιο και θαύμαζα το μεγαλείο της φύσης που βρεθήκαμε.

Χρόνια μεσολαβήσανε, σκολειά και τόπους γύρισα, ξαναφάνηκα στο Ιερό ετούτο μοναστήρι του Υψηλού μετά το ογδόντα.

Αλλαγμένο, πιο φρέσκο, μύριζε ακόμα σουβά, τσιμέντο και λιβάνι. Λίγα χρόνια είχανε περάσει α που το είχανε αναστηλώσει μετά τη μεγάλη πυρκαγιά του 67 κι εντύπωση μου προκάλεσε σαν έμαθα πως δουλειά πολλή, χειρωνακτικά ψυχικά και πνευματικά, είχε καταβάλει ο τότε Μεσοτοπίτης μοναχός Ραφαήλ που επάξια σε λίγα χρόνια, το 77, πολύ νέος, όπως κι ο μακαριστός Γέροντας Νικόδημος του Λειμώνος που κοιμήθηκε πριν ένα χρόνο ακριβώς, πως στα είκοσι έξι του και τούτος τοποθετήθηκε Καθηγούμενος στο Υψηλό Μοναστήρι του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου του σκαρφαλωμένου 634 μέτρα πάνω από τη θάλασσα.

Μα δεν ήτανε μόνο Ηγούμενος ο Ραφαήλ αλλά και Ιεροκήρυκας στη Μητρόπολη Μυτιλήνης και στην Κορίνθου για αρκετά χρόνια.

Ο σεμνός κι αφανής ετούτος λευίτης, δραστήριος, οξύνους κι άοκνος υπηρέτησε τον Τριαδικό Θεό με ζηλευτή αφοσίωση, και αγωνιούσε να βάλει πολύτιμα πετράδια στον κρίκο που φέρνει τον άνθρωπο κοντά στους Αγίους και το Χριστό μας. Τον έβλεπες να ιερουργεί κι ένοιωθες πως δεν ζούσε στον κόσμο τον επίγειο μα ταξίδευε στη χώρα των Αγγέλων, στο Περιβόλι της Παναγίας, εκεί που άξαφνα, απρόσμενα μας συντάραξε η θλιβερή είδηση ότι πήγε, κι εκεί στην αγκαλιά της Παναγίας, γαληνεμένη, αναπαύεται η ψυχή του.

Ο μακαριστός Γέροντας Ραφαήλ, τελειομανής ως ήντονε είχε σπουδάσει στην Πατμιάδα Εκκλησιαστική Σχολή στην Πάτμο απ’ όπου αποφοίτησαν φωτισμένοι διδάσκαλοι του Γένους, αρχιερείς και πατριάρχες, και μετά τέλειωσε τη Θεολογική Σχολή του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου, πριν φορέσει το ράσο που τίμησε, όσο ελάχιστοι στους χαλεπούς καιρούς μας.

Κι όχι μόνο ακαταμάχητος στην εκκλησιά και τα ιερατικά του καθήκοντα, μα, ήντονε άξιος, πολυσχιδής μάστορας, οραματιζότανε, έπιανε τη σκαλίδα και το μυστρί, πελεκούσε πέτρες κι έχτιζε, μιλούσε με τα φυτά, τα ζώα και τα χώματα.

Εξόν την θαυμάσια εκκλησία του Άξιον Εστί που ιδιοχείρως έχτισε στο Πυθάρι, κι άλλες εκκλησιές φέρουν την υπογραφή του. Όπως στα Μετόχια της μονής, τον Άγιο Αντώνιο Ερεσού, και Άγιο Θεοφάνη στο Σίγρι Μα κι ο Προφήτης Ηλείας, στο άλλο Σιγριανό μετόχι, με δική του ευθύνη οικοδομήθηκε.

Κυριολεχτώντας ήτανε η ψυχή του μοναστηριού. Ιστορική βιβλιοθήκη, μουσείο, έξι λειψανοθήκες με οστά Αγίων, επίχρυσα Ευαγγέλια και πολλά ιερά σκεύη διαφόρων εποχών, σταυροί με ρουμπίνια και μαργαριτάρια, επίχρυσα δοχεία με καλλιτεχνικές παραστάσεις, μέλισσες, οικόσιτα, αμπέλια, κήποι, πρόβατα όλα τα φρόντιζε με μεράκι.

Και τώρα…

Ας είναι λαφρύ το χώμα που τον σκεπάζει.

Στη σκέψη μας όμως, θα μείνει για πάντα, ζωντανός.

 

Γιώργος Καμβυσέλλης

gkamvysellis@yahoo.gr

 

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey