Η Μυτιλήνη του Μίμη

Ο Κλείδωνας*

06/04/2012 - 16:32

Τούτο το απόγεμα ήταν τελείως διαφορετικό από το χτεσινό, γιατί απόψε άνοιξαν τον κλείδωνα. Ήταν 23 Ιουνίου. Δεν είχα ξαναδεί ν’ ανοίγουν τον κλείδωνα, έθιμο τελείως άγνωστο στην Αθήνα, κι ήμουν όλο περι­έργεια και ερωτήσεις.

Τούτο το απόγεμα ήταν τελείως διαφορετικό από το χτεσινό, γιατί απόψε άνοιξαν τον κλείδωνα. Ήταν 23 Ιουνίου. Δεν είχα ξαναδεί ν’ ανοίγουν τον κλείδωνα, έθιμο τελείως άγνωστο στην Αθήνα, κι ήμουν όλο περι­έργεια και ερωτήσεις.

Την προετοιμασία του κλείδωνα, που έγινε το προηγούμενο βράδυ, δεν την πήρα είδηση, καθώς με είχε απορροφήσει το παιχνίδι με τους καινούργι­ους μου φίλους. Το σούρουπο τα κορίτσια είχαν πιάσει το «α­μίλητο νερό», που το ‘βγαλαν από το πηγάδι που είναι στην αυλή της κυρίας Μαρίκας. Από τη στιγμή που θα βγάζανε τον κουβά από το πηγάδι και θα γέμιζαν το κανάτι του κλείδωνα, ως την ώρα που θα βάζανε μέσα τα «σημάδια», δηλαδή κουμπιά, δαχτυλίδια, σκουλαρίκια κι άλλα μικροαντικείμενα, χαρακτηριστικά του κα­θενός κοριτσιού και της καθεμιάς γυναίκας, και θα σκέπαζαν το κανάτι να μείνει όλη τη νύχτα κι όλη την άλλη μέρα ως το απόγεμα, ως την ώρα λοιπόν που θα κλείνανε τον κλείδωνα, δεν έπρεπε να βγάλουν μιλιά απ’ το στόμα τους. Όποιο κορίτσι μιλούσε, κινδύνευε να μείνει ανύπαντρο.

Χτες, μετά την αμπάριζα και πριν αρχίσουν τα καθιστικά παιχνίδια, ο Παναγιώτης, ο Αριστείδης, ο Νίκος κι άλλοι πειρασμοί, πήγαν στην αυλή της κυρίας Μαρίκας, όπου τα κορίτσια ετοίμαζαν τον κλείδωνα και βάλανε τα δυνατά τους να τα κάνουν να μιλήσουν. Τα πείραζαν, τα τρόμαζαν, τους πετούσαν πετραδάκια, αλλά του κάκου. Τα κορίτσια κρατούσαν το στόμα τους ραμμένο. Στο τέλος, τα αγόρια βαρέθηκαν και γύρισαν στην παρέα μας.

Τον κλείδωνα τον άνοιξαν στο πεζοδρόμιο, μπροστά στα σκαλιά, που ‘πιαναν όλη σχεδόν την πρό­σοψη των δίδυμων σπιτιών της θείας Ζωής και της θείας Ευτυχίας, τα οποία εξασφάλιζαν άνετη θέση για αρκετά άτομα. Βάλανε ένα τραπεζάκι σκεπασμέ­νο με ένα κεντητό τραπεζομάντηλο και γύρω του τρεις καρέκλες όπου κάτσανε τρεις κοπέλες γύρω στα είκοσι. Γύρω τους στάθηκαν όρθιες διάφο­ρες μεγαλύτερες γυναίκες, όλες γειτόνισσες και γνωστές. Τον κλείδωνα τον έφερε η Μαίρη, η μεγαλύτερη από τις κόρες του λιμενικού. Ήταν ένα πήλινο κανάτι με φαρδύ λαιμό, σκεπασμένο με κεντητό μαντήλι. Τον α­κούμπησε στο τραπεζάκι και μια από τις κοπέλες, η Λίνα, ανιψιά της Πάτρας και της Αννέτας, έβαλε το χέρι της μέσα για να βγάλει το πρώτο «σημάδι», ενώ η Μπίζαινα είπε ένα δίστιχο.

«Ο χρυσαϊτός σε καρτερεί κι ο σταυραϊτός σε θέλει
μα εσύ κοιτάζεις να πιαστείς μ’ ένα άχρηστο κοπέλι»

Δυνατά γέλια ακολούθησαν καθώς, όπως διαπιστώθηκε αμέσως, το «σημάδι» ανήκε στην Ευτέρπη, μια γεροντοκόρη της γειτονιάς.

Δεύτερο δίστιχο - δεύτερο σημάδι, κι αυτό τράβηξε γραμμή. Όσο προχωρούσε ο Κλείδωνας, τα δίστιχα γίνονταν όλο και πιο τολμηρά. Δεν τα καταλάβαινα όλα, μα από τα χάχανα, τα ξεφωνητά, τα αναψοκοκκινίσματα των κοριτσιών και τις πονηρές ματιές των αντρών, μυριζόμουν πως κάτι το «μεγαλίστικο», κάτι απαγορευμένο για τα παιδιά ήταν στη μέση.

Στον Κλείδωνα είχαν μαζευτεί όχι μονάχα τα γυναικόπαιδα, αλλά και λίγοι άντρες, που έτυχε κείνη την ώρα να μην έχουν δουλειά. Μου ‘κανε εντύπωση ένας ψηλός αδύνατος άντρας, που στεκόταν παράμερα και ποτέ δε γελούσε, ούτε και με τα πιο πετυχημένα αστεία. Φαίνεται πως η στάση του άγνωστου, που έμενε ανεπηρέαστος από τη γενική ευθυμία της ομήγυρης, τράβηξε την προσοχή και της μαμάς μου, που ρώτησε τη θεία Μένη:

«Μελπομένη, ποιος ειν’ αυτός ο ψηλός;»

«Καλέ, δεν τον γνώρισες; Είναι ο Φωτάκης, της Πηνελόπης ο γιος. Είδες πώς κατάντησε; Στο Στρατό που υπηρετούσε, τον έστειλαν στο Καλπάκι σαν κομμουνιστή κι εκεί τού ‘στριψε.»

«Αχ ναι! Διάβασα ένα φοβερό βιβλίο για το Καλπάκι», της είπε η μαμά μου, «το ‘χω μαζί μου, να στο δώσω να το διαβάσεις. Τι τράβηξαν τα καημένα τα παι­διά.»

«Ποιος τους είπε ν’ ανακατεύονται με την πολιτική; Ο Στρατός δε χωρατεύει», είπε η θεία Μέ­νη. Η μαμά μου δεν απάντησε.

Έμεινα να κοιτάζω πολλήν ώρα το Φωτάκη που του ‘στριψε στο Καλπάκι. Δεν μπορούσα να καταλάβω τι μπορεί να ήταν αυτό το Καλπάκι, που ‘κανε τους στρατιώ­τες να τρελαίνονται.

Τρομερή έκρηξη από ξεφωνητά, χάχανα και παλαμάκια τράβηξε τη σκέψη μου από το αγέλαστο παλικάρι. Η Μπίζαινα είχε μόλις πει ένα τόσο τολμηρό τετράστιχο, που όλοι χτυπιόντουσαν από τα γέλια:

«Ο Μ…ρος κι ο Ψ…ρος.
τα δυο μεγάλα κράτη
συμβούλιο εκάνανε
επάνω στο κρεβάτι»

Τα ονόματα αυτών των δύο κρατών δεν τα είχα ξανακούσει και δεν ήξερα τι σημαίνανε. Συνήθως τις απορίες μου για τη σημασία των αγνώστων λέξεων μου τις έλυνε η μαμά μου, αλλά τώρα κάτι μου έλεγε πως δε θα μπορούσα να τη ρωτήσω σχετικά. Στράφηκα στον καινούργιο φίλο μου, το Στράτο:

«Στράτο, τι είναι αυτά τα κράτη;»

Αυτός στην αρχή με κοίταξε με απορία, ύστερα χαμογέλασε πονηρά και μου ‘πε με συνωμοτικό ύφος:

«Δεν ξέρεις; Είναι το πράμα της γυναίκας και το πράμα του άντρα.»

Στο μεταξύ εξαντλήθηκε το περιεχόμενο του κανατιού και η γιορτή τέλειωσε. Τα κορίτσια μάζεψαν το τραπέζι και τα άλλα συμπράγκαλα και οι μεγάλοι αποσύρθηκαν στις εξώπορτές τους. Η παρέα των παιδιών μαζευτήκαμε μπροστά στο φούρνο στην αρχή του δρόμου, ήταν όμως αρκετά αργά πια για να παίξουμε κανένα καλό παιχνίδι.

*Απόσπασμα από το ανέκδοτο μυθιστόρημα του 'Επτά ευτυχισμένα καλοκαίρια'

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey