
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Ο «κύβος ερρίφθη», μετά τη διάλυση της Βουλής και επισήμως έχουμε προκήρυξη των εθνικών εκλογών, που ήδη έχουν προαναγγελθεί από τον πρωθυπουργό εδώ και κάποιες εβδομάδες, προσδιορίζοντας τις για τις 21 Μαϊου. Μένουν δηλαδή τέσσερις εβδομάδες μέχρι να στηθούν οι πρώτες κάλπες, αφού το ενδεχόμενο να έχουμε και δεύτερες εκλογές είναι υπαρκτό, δεδομένου ότι πολύ δύσκολα θα υπάρξει κοινοβουλευτική πλειοψηφία για το σχηματισμό κυβέρνησης, λόγω απλής αναλογικής από την πρώτη κάλπη. Εχουμε δηλαδή εξάντληση της τετραετίας, όπως κατά καιρούς διαβεβαίωνε ο πρωθυπουργός, παρά το γεγονός ότι το σενάριο των πρόωρων εκλογών «έπαιξε» πολλές φορές τον τελευταίο χρόνο, αλλά όπως αποδείχτηκε δεν ήταν στις προθέσεις του, στοχεύοντας να λειτουργήσει θεσμικά ως προς το χρόνο της κυβερνητικής του θητείας. Και αυτό το πιστώνεται αποκλειστικά ο Κ. Μητσοτάκης που δεν ενέδωσε σε εισηγήσεις για πρόωρη προσφυγή στις κάλπες τότε που όλες οι δημοσκοπήσεις τον ήθελαν αδιαφιλονίκητο φαβορί για την πρωτιά και πολύ κοντά στην αυτοδυναμία. Αν αυτή του η στάση, να μην «εκμεταλλευτεί» δηλαδή εκλογικά την ευνοϊκή συγκυρία, θα μετρήσει πολιτικά μένει να αποδειχθεί. Πάντως είναι βέβαιο ότι η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών δεν επιθυμούσαν την πρόωρη προσφυγή στις κάλπες, και αυτό καταγραφόταν και στις δημοσκοπήσεις, γεγονός που μπορεί να εκληφθεί ως «σήμα» εμπιστοσύνης προς την κυβέρνηση, και τον πρωθυπουργό προσωπικά, διαφορετικά το αίτημα για εκλογές θα ήταν κυρίαρχο. Είναι δεδομένο και εκ του θεσμικού του ρόλου, ότι ο Κυρ. Μητσοτάκης είχε την πρωτοβουλία των κινήσεων για το πότε θα γίνουν οι εκλογές και απ ότι φαίνεται θα συνεχίσει να την έχει, αφού εκτός απροόπτου, η δική του ατζέντα κατά πάσα πιθανότητα πάει για να υλοποιηθεί, προτάσσοντας τις διπλές εκλογές ως το τελικό πεδίο που θα κριθεί η επικείμενη εκλογική αναμέτρηση. Μιλάμε δηλαδή για μια δύσκολη μάχη, που απ ότι φαίνεται θα κριθεί σε δυο ...γύρους - έτσι τουλάχιστον αναμένεται γιατί κάθε άλλη εξέλιξη θα δημιουργήσει ανεξέλεγκτες καταστάσεις- όπου θα διλήμματα που θα τεθούν θυμίζουν περισσότερο δημοψήφισμα, παρά εθνικές εκλογές και ας εκλέγουμε και τους βουλευτές που θα μας εκπροσωπούν στο ελληνικό κοινοβούλιο.
«Μητσοτάκης ή Τσίπρας» είναι το δίλημμα που προτάσσει ο πρωθυπουργός, καλώντας τους ψηφοφόρους να συγκρίνουν τον νυν με τον πρώην πρωθυπουργό, ενώ με το «Μητσοτάκης ή Αλλαγή», που πλασάρει ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης αποφεύγεται η άμεση σύγκριση των δυο κύριων «πρωταγωνιστών», προτάσσοντας ως κυρίαρχο ζητούμενο της εκλογικής αναμέτρησης την απομάκρυνση Μητσοτάκη και την αλλαγή, που υποτίθεται ότι εκπροσωπεί ο Αλ. Τσίπρας. Ωστόσο για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, στην πραγματικότητα το δίλημμα είναι το ίδιο, αν και διαφορετικός ο τρόπος με τον οποίο το διατυπώνουν οι δυο πολιτικοί αρχηγοί, κυρίως γιατί δείχνει ποιος επιδιώκει τη μεταξύ τους σύγκριση και ποιος επιθυμεί να την αποφύγει. Επιπλέον εμμέσως πλην σαφώς επιβεβαιώνεται ότι και οι δύο θεωρούν δεδομένη τη διάταξη των πολιτικών δυνάμεων στις εκλογές, έτσι όπως την αποτυπώνουν και οι δημοσκοπήσεις, δηλαδή πρώτη τη ΝΔ και δεύτερος ο ΣΥΡΙΖΑ. Εκτίμηση που επιβεβαιώνεται και από το γεγονός, ότι επανέρχεται - και ας φαίνεται ότι αποσύρεται - από πολλά κορυφαία στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ στο... τραπέζι το ενδεχόμενο της «κυβέρνησης ηττημένων» από την πρώτη κάλπη, που εμμέσως σημαίνει παραδοχή ότι η «πρωτιά» είναι στο κυβερνών κόμμα. Είναι σαφές ότι εν όψει της εκλογικής αυτής αναμέτρησης υπάρχουν δυο διαφορετικές στρατηγικές, η μια του Κ.Μητσοτάκη και της ΝΔ που εξ αρχής επέλεξε στρατηγική δυο γύρων και απ την άλλη όλοι οι άλλοι, οι οποίοι για πολλούς και διαφορετικούς λόγους ο καθένας δεν θέλουν να πάνε σε δεύτερες εκλογές. Και έχουν κάθε λόγο να μην θέλουν να πάνε σε δεύτερες εκλογές, με ένα άλλο εκλογικό σύστημα, όπως αυτό της ενισχυμένης που θα ισχύσει στην περίπτωση αυτή, γιατί θα δουν τον αριθμό των βουλευτικών τους εδρών να μειώνεται αισθητά και αυτό θέλουν να το αποφύγουν! Η μόνη περίπτωση όμως για να συμβεί αυτό είναι να προκύψει κοινοβουλευτική πλειοψηφία για τον σχηματισμό κυβέρνησης από την πρώτη κάλπη και μπορεί οι αριθμοί να μη συνηγορούν σε ένα τέτοιο σενάριο, που να μπορεί να σταθεί και να μακροημερέψει, αλλά πολλοί είναι εκείνοι που εκτιμούν ότι το τι τελικά θα γίνει εξαρτάται από το αποτέλεσμα της κάλπης, που μπορεί να κρύβει εκπλήξεις λόγω της χαλαρότητας της ψήφου που μπορεί να υπάρξει! Αν όμως το αποτέλεσμα της 21ης Μαϊου δεν επιτρέψει τον σχηματισμό κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας για κυβέρνηση ακόμη και «ηττημένων», τότε η δεύτερη κάλπη είναι μονόδρομος...
Γι αυτό και ο Κ. Μητσοτάκη επέλεξε εξ αρχής στρατηγική δύο γύρων, με δεδομένο ότι οι πρώτες εκλογές θα γίνουν με απλή αναλογική και οι δεύτερες με μπόνους για το πρώτο κόμμα, στοχεύοντας στην αυτοδυναμία και συνδέοντας την με την πολιτική σταθερότητα. Αναδεικνύοντας συγχρόνως ως κεντρικό δίλημμα των διπλών εκλογών την επιλογή ανάμεσα στον ίδιο και τον Αλ. Τσίπρα, με κριτήριο ποιος είναι ο καταλληλότερος για να κυβερνήσει, δεδομένου ότι και οι δυο υπήρξαν πρωθυπουργοί. Και έχει σημασία αυτή η διάσταση, γιατί στην 50χρονη μεταπολιτευτική ιστορία της χώρας είναι μόλις η δεύτερη φορά που αναμετρώνται δυο διατελέσαντες πρωθυπουργοί - η προηγούμενη ήταν το 1993 όταν αναμετρήθηκαν ο πατήρ Μητσοτάκης με τον Α. Παπανδρέου- σε όλες τις άλλες περιπτώσεις ο εν ενεργεία πρωθυπουργός είχε να αντιμετωπίσει έναν αντίπαλο που δεν είχε δοκιμαστεί και είχε το πλεονέκτημα του «άφθαρτου» που δικαιούται την ευκαιρία του, όπως άλλωστε συνέβη το 2015, όταν ο Αλ. Τσίπρας αναδείχτηκε νικητης της τότε αναμέτρησης ως ο νέος και «άφθαρτος» που ερχόταν να ανατρέψει το πολιτικό κατεστημένο της Μεταπολίτευσης! Στην αναμενόμενη ωστόσο αναμέτρηση και οι δυο κύριοι αντίπαλοι προσέρχονται με τα «συν» και τα «πλην» της διακυβέρνησής τους. Και απ ότι φαίνεται ο μεν Μητσοτάκης, παρά τα όποια λάθη και τις αστοχίες της διακυβέρνησής του, καταγράφει ένα θετικό πρόσημο γιατί έχει να επιδείξει και επιτυχίες- που κατά γενική παραδοχή αναγνωρίζονται από ένα μεγάλο μέρος των πολιτών, πολλοί εκ των οποίων δεν πρόσκεινται και στο κυβερνών κόμμα- παρά τις δυσκολίες που παρουσιάστηκαν στη διάρκεια της κυβερνητικής του θητείας με τις αλληλοδιαδεχόμενες κρίσεις, γι αυτό και θεωρείται «καταλληλότερος» για πρωθυπουργός. Ο δε Αλ. Τσίπρας ακόμα κουβαλά τα αρνητικά της δικής του διακυβέρνησης, που απ ότι φαίνεται και από τις δημοσκοπήσεις, λειτουργούν αποτρεπτικά για να τον ξαναεμπιστευτεί ένα μεγάλο κομμάτι του εκλογικού σώματος, γι αυτό και αδυνατεί να κερδίσει πόντους από την όποια φθορά της κυβέρνησης, ακόμη και μετά το τραγικό δυστύχημα των Τεμπών που προκάλεσε τέτοιο σοκ στην ελληνική κοινωνία καταγράφοντας μείωση στα μέχρι τότε δημοσκοπικά ποσοστά της ΝΔ, πιστώνοντας την κύρια ευθύνη για αυτήν την πολύνεκρη τραγωδία στην κυβέρνηση. Αποδεικνύεται δηλαδή η διακυβέρνηση της «Πρώτης φορά αριστεράς» σημαντικό ...βαρίδι και αποτρεπτικός παράγοντας που καθιστά τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης να υπολείπεται σε «καταλληλότητα» του πρωθυπουργού και τον ΣΥΡΙΖΑ να έπεται της ΝΔ, παρά την όποια κυβερνητική φθορά. Είναι εντυπωσιακό ότι ποτέ τα τελευταία πολλά χρόνια δεν κατάφερε, τουλάχιστον δημοσκοπικά, ο Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ να περάσουν μπροστά και αυτό κάτι δείχνει, πολύ περισσότερο μετά απ αυτά που έχουν συμβεί!
Είναι βέβαιο, παρά τους «λεονταρισμούς» για πρόσκληση σε «ντιμπέιτ» των δυο, ότι ο Τσίπρας προτιμά να αποφύγει την ευθεία σύγκριση με τον Μητσοτάκη, η οποία γνωρίζει ότι λειτουργεί σε βάρος του. Το βασικό επιχείρημα από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι δεν μπορεί να συγκριθεί ένας πρωθυπουργός που κυβέρνησε με Μνημόνια-παρά το γεγονός ότι αυτός ευθύνεται για το τρίτο αχρείαστο μνημόνιο- με έναν πρωθυπουργό που δεν είχε τέτοια «θηλιά» στο λαιμό του! Γι αυτό και το λιγότερο προσωποκεντρικό δίλημμα το «Μητσοτάκης ή Αλλαγή». Και ο στόχος γι αυτό είναι διπλός. Αφ ενός να αποφευχθεί η σύγκριση Μητσοτάκη-Τσίπρα και αφ ετέρου να εμφανιστεί ο σημερινός αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης , ως ηγέτης ενός ευρύτερου μετώπου που επιδιώκει και στοχεύει να φύγει ο Μητσοτάκης-δεν είναι το ίδιο σαφές αν αυτή η στόχευση αφορά και τη ΝΔ συνολικά- και η στρατηγική αυτή δεν απέχει πολύ από την αντίστοιχη που τον έφερε στην εξουσία το 2015. Μόνο που τότε ο αντίπαλος είχε πολλά πρόσωπα, όπως τα μνημόνια , τα κακά ΜΜΕ, τους «Σαματοβενιζέλους» , το παλιό πολιτικό σύστημα και «πάει λέγοντας», και οι ψηφοφόροι κάποιο απ αυτά ή και όλα θα έβρισκαν να επιλέξουν για να τιμωρήσουν, φέρνοντας έτσι τον ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία. Σήμερα όμως η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική και υπάρχει και η εμπειρία της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ με τους ΑΝΕΛ του Καμμένου, που εκ των πραγμάτων μπαίνουν στην ...εξίσωση! Και αν μένουν ίδιες η μεθοδολογία και η ρητορική, έχει αλλάξει άρδην η πολιτική πραγματικότητα. Το «μέτωπο» κάθε άλλο παρά συμπαγές είναι, όταν το ΠΑΣΟΚ λέει «ούτε Μητσοτάκης ούτε Τσίπρας», ο Βαρουφάκης δηλώνει όχι μόνο ότι δεν θα συνεργαστεί , αλλά ούτε ανοχή σε κυβέρνηση με ΣΥΡΙΖΑ, το δε ΚΚΕ έχει ξεκαθαρίσει ότι δεν το απασχολεί καμιά συνεργασία και είναι απολύτως πειστικό, και ο Βελόπουλος σκέπτεται τι έπαθε ο Καμμένος με τους ΑΝΕΛ και δεν θέλει να «πάθει» τα ίδια. Τι μένει λοιπόν στην πραγματικότητα; Το «Μητσοτάκης ή Αλλαγή» σημαίνει στην πράξη «Μητσοτάκης ή Τσίπρας» και αυτό σε τελικά ανάλυση θα είναι το κυρίαρχο δίλημμα που θα κρίνει και το τελικό αποτέλεσμα της επικείμενης διπλής, κατά πάσα πιθανότητα, αναμέτρησης, που μοιάζει σαν ...δημοψήφισμα σε δυο γύρους. Ο νικητής, αυτός που θα αναδειχθεί πρώτος -γιατί κερδισμένοι σε σύγκριση με τις προηγούμενες εκλογές μπορεί να αναδειχθούν και άλλοι- θα κριθεί από την κάλπη της απλής αναλογικής και θα εκλεγεί με το ...μπόνους της ενισχυμένης αναλογικής της δεύτερης κάλπης, είτε αυτοδύναμα, είτε αν αυτό δεν επιτευχθεί, σε συνεργασία. Γιατί «κακά τα ψέματα» η ετυμηγορία του εκλογικού σώματος θα υπαγορέψει και την επόμενη μέρα της διακυβέρνησης της χώρας, την οποία ετυμηγορία οφείλουν να σεβαστούν και οι πολιτικές δυνάμεις, γιατί δεν λειτουργούν ερήμην του λαού, ανεξαρτήτως τι έλεγαν προεκλογικά. Τα αποτελέσματα της κάλπης υποχρεωτικά θα προσγειώσουν όλους στη νέα πραγματικότητα, με το νέο πολιτικό τοπίο που κανείς δεν μπορεί να παραβλέψει. Νομίζουμε!