Με τον ερχομό της άνοιξης, ξεκινά η εποχή σποράς των καλοκαιρινών κηπευτικών. Υπάρχει, πάντα, η εύκολη λύση της αγοράς έτοιμων φυντανιών από γεωπόνους και φυτώρια, ωστόσο υπάρχει και η - όχι ιδιαίτερα δύσκολη - δυνατότητα της δημιουργίας του δικού μας σπορείου, όπου θα μεγαλώσουν τα δικά μας φυντάνια.
Με τον ερχομό της άνοιξης, ξεκινά η εποχή σποράς των καλοκαιρινών κηπευτικών. Υπάρχει, πάντα, η εύκολη λύση της αγοράς έτοιμων φυντανιών από γεωπόνους και φυτώρια, ωστόσο υπάρχει και η - όχι ιδιαίτερα δύσκολη - δυνατότητα της δημιουργίας του δικού μας σπορείου, όπου θα μεγαλώσουν τα δικά μας φυντάνια. Αν, μάλιστα, οι σπόροι προέρχονται από ντόπιες ποικιλίες της Λέσβου, το αποτέλεσμα θα είναι εγγυημένο και πολύ πιο γευστικό και ασφαλές για την υγεία μας.
«Και σάματις είναι νόστιμα; Άλλοτε… με έπνιγαν οι μυρουδιές. Αρώματα όλων των ειδών. Τώρα, είναι σα να τριγυρνάω σε βουβό τοπίο, πώς να το πω, νιώθω μοναξιά. Δεν ξέρω τι γίνεται με σας, μα εγώ μπορεί να μη θυμάμαι τι έφαγα χτες, αλλά θυμάμαι τα πάντα απ’ τα μικράτα μου… έκοβες μια ντομάτα και μοσκοβόλαγε ο τόπος…»
Δε θα μπορούσε να το θέσει καλύτερα ο συγγραφέας Χρόνης Μίσσιος στο βιβλίο του «Ντομάτα με γεύση μπανάνα». Οι ντόπιες ποικιλίες είναι αυτές που καλλιεργούνται παραδοσιακά σε κάθε περιοχή και το χαρακτηριστικό τους είναι το πόσο απόλυτα προσαρμοσμένες στις τοπικές εδαφοκλιματικές συνθήκες είναι, ώστε να μη χρειάζονται χρήση λιπασμάτων, χημικών φαρμάκων φυτοπροστασίας ή μεγάλων ποσοτήτων νερού. Επιπλέον, το άρωμά τους και η γεύση τους είναι πολύ πιο έντονα από αυτά των άλλων ποικιλιών, ενώ είναι πολύ σημαντική και η συμβολή τους στη διατήρηση της παραδοσιακής γνώσης των γεωργών.
Η επικράτηση των λίγων
Δυστυχώς στην Ελλάδα, όπως και σε όλο τον κόσμο, με την τεχνολογική και οικονομική επανάσταση από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά, επήλθε σημαντική απώλεια των ντόπιων ποικιλιών, αφού επικράτησαν λίγες μόνο, «εκλεκτές», που κάλυπταν το σύγχρονο πρότυπο διατροφής.
Έρευνες έχουν δείξει ότι μόνο το 1% των ντόπιων ποικιλιών σίτου (από τις 250 που καλλιεργούνταν) και το 2 - 3% των ποικιλιών λαχανικών που υπήρχαν πριν 50 χρόνια, έχει διασωθεί υπό καλλιέργεια έως τις μέρες μας, αφού το μεγαλύτερο ποσοστό φυλάσσεται μόνο στην Τράπεζα Γενετικού Υλικού του Εθνικού Ιδρύματος Αγροτικής Έρευνας (ΕΘΙΑΓΕ). Οι ντόπιες ποικιλίες συνεχίζουν να χρησιμοποιούνται στην καλλιέργεια πολλών οπωροφόρων δέντρων (ελιά, μηλιά, κερασιά, αχλαδιά, βερικοκιά, φιστικιά), και στο αμπέλι και εδώ, όμως ο αριθμός τους έχει μειωθεί αισθητά.
Την κατάσταση δε βοηθάει και η εθνική νομοθεσία, αφού καθιστά, ουσιαστικά, παράνομη τη διανομή και εμπορία των σπόρων εάν αυτοί ανήκουν σε ποικιλίες που δεν είναι εγγεγραμμένες στους σχετικούς Εθνικούς Καταλόγους. Με τον τρόπο αυτό, οι γεωργοί περιορίζονται στην αναπαραγωγή και διατήρηση σπόρων αποκλειστικά για τις προσωπικές τους ανάγκες. Σύμφωνα με πολλούς, το γεγονός αυτό μπορεί να καθορίσει σε μεγάλο βαθμό την επιβίωση ή μη των ίδιων των ποικιλιών, αφού είναι μεγάλη η διαφορά ανάμεσα στην καλλιέργειά τους στον αγρό (όπου υφίστανται βελτιώσεις από τους ίδιους τους γεωργούς) και στη φύλαξή τους, ως γενετικό υλικό, στις σχετικές τράπεζες. Οι ντόπιες ποικιλίες της Λέσβου
Όπως συμβαίνει σε πολλές γεωγραφικά απομονωμένες περιοχές, όπως τα νησιά ή τα ορεινά της Ελλάδας, έτσι και στη Λέσβο διασώζεται έως σήμερα ένας αριθμός ντόπιων ποικιλιών κηπευτικών που έχουν επιβιώσει χάρη στις φροντίδες των ντόπιων γεωργών, αλλά και ενός αριθμού ανθρώπων που ενδιαφέρονται εθελοντικά για τη διατήρησή τους.
Τομάτα «κρασουλιά» από την Αγιάσο, τομάτα από το Μεσότοπο, τομάτα μεγάλη στρογγυλή από το Μεσαγρό, πιπεριές «κέρατο» από το Πέραμα, ατζούρι από την Καλλονή, κολοκυθάκι από το Μεγαλοχώρι, μελιτζάνα από το Παλαιοχώρι, μελιτζάνα στρογγυλή από τη Μόρια, είναι λίγες μόνο από τις ντόπιες ποικιλίες που υπάρχουν στο νησί.
Αυτή την εποχή ξεκινά η περίοδος δημιουργίας φυντανιών για τα περισσότερα καλοκαιρινά κηπευτικά, ανάλογα πάντα με το πόσο όψιμα ή πρώιμα είναι (π.χ. η τομάτα της Αγιάσου φυτεύεται αργότερα). Αγγουράκια, κολοκύθια, μελιτζάνες, τομάτες, πιπεριές, φυτεύονται ως σπόροι σε ειδικά διαμορφωμένους χώρους για να μεταφυτευθούν, ανάλογα με την περαιτέρω ανάπτυξή τους και σε διάστημα από έναν έως δύο μήνες, στο χωράφι. Πώς φτιάχνεται ένα οικιακό φυτώριο
Υπάρχουν διάφοροι τρόποι να φτιάξει κάποιος το δικό του φυτώριο και η διαδικασία είναι ιδιαίτερα απλή: απαιτεί, απλά, τη φροντίδα όσων το αναλάβουν. Ένας από αυτούς τους τρόπους είναι η χρήση ειδικών πλαστικών καφασιών, χωρισμένων σε ειδικές στρογγυλές θήκες, μέσα στις οποίες τοποθετούνται σπόροι από το κάθε είδος, χωριστά. Το πλεονέκτημα αυτής της μεθόδου είναι η ευκολία μεταφύτευσης, αφού τα φυντάνια αφαιρούνται εύκολα, μαζί με την «μπάλα» του χώματος.
Ένας άλλος τρόπος, ο οποίος ενδείκνυται σε περιπτώσεις έλλειψης χώρου, είναι η δημιουργία «πρασιάς». Η φύτευση, δηλαδή, σπόρων απ’ ευθείας σε μεγάλα τελάρα, χωρίς αρχικό διαχωρισμό, όπου το τι θα φυτρώσει αφήνεται λίγο περισσότερο στην τύχη και τα φυντάνια διαχωρίζονται στη συνέχεια. Αυτή είναι και η μέθοδος που ακολουθούν οι περισσότεροι αγρότες.
Το χώμα μέσα στο οποίο θα φυτευτούν οι σπόροι θα πρέπει να είναι πλούσιο και αφράτο (χώμα μπορεί να προμηθευτεί κανείς από φυτώρια, ενώ πολύ καλό είναι και αυτό που βρίσκεται στις περιοχές όπου φυτρώνουν πουρνάρια). Στην περίπτωση της φύτευσης σε ειδικές θήκες, ανάλογα με το είδος του φυτού, τοποθετούνται σε κάθε θήκη από δύο έως πέντε σπόροι (λιγότεροι αν το φυτό αναπτύσσεται περισσότερο), ώστε να εξασφαλίζεται η φυτρωτικότητα, να είναι δηλαδή σίγουρο το ότι κάποιος από τους σπόρους θα βλαστήσει, χωρίς όμως να γίνει αραίωση στη συνέχεια.
Η διατήρηση καλού ποσοστού υγρασίας είναι ο σημαντικότερος παράγοντας ανάπτυξης των φυντανιών και για το λόγο αυτό είναι απαραίτητο να παρακολουθείται η υγρασία του χώματος και οι σπόροι να ποτίζονται πριν αυτό ξεραθεί τελείως. Αρχικά, το σπορείο μπορεί να βρίσκεται σε εσωτερικό χώρο, ενώ όταν αρχίσουν να βλασταίνουν οι σπόροι πρέπει να μεταφερθεί σε εξωτερικό χώρο, σε σημείο με φως. Για προστασία από τις καιρικές συνθήκες ενδείκνυται το να είναι σκεπασμένο με ένα νάυλον ή να τοποθετηθεί σε αυτοσχέδιο θερμοκήπιο.
Μόλις βγάλουν τα τρία πρώτα φύλλα τους και εφόσον οι καιρικές συνθήκες το επιτρέπουν, με τη θερμοκρασία να έχει αυξηθεί αισθητά, τα φυντάνια είναι έτοιμα για μεταφύτευση.
Η διαδικασία είναι ιδιαίτερα εύκολη και ευχάριστη και το σημαντικό είναι ότι μπορούμε, με αυτόν τον τρόπο, να «δημιουργήσουμε» τα δικά μας φυτά, από ποικιλίες που ξέρουμε την προέλευσή τους. Είναι, εξάλλου, μια διαδικασία στην οποία ο καθένας μετέχει από την αρχή μέχρι το τέλος στην ανάπτυξη των φυτών και η ηθική ικανοποίηση είναι μεγάλη…
Όσοι ενδιαφέρονται για περαιτέρω πληροφορίες σχετικά με την καλλιέργεια ντόπιων ποικιλιών, μπορούν να επισκεφθούν την ιστοσελίδα του Δικτύου Ανταλλαγής Ντόπιων Ποικιλιών «ΠΕΛΙΤΙ»: www.peliti.gr