«Στους νέους λέω: σήκω και χόρεψε…»

01/07/2012 - 05:56
Η συζήτηση θα μπορούσε να κρατήσει ώρες αν δεν πίεζε ο χρόνος, αφού κάθε απάντηση της Σώτης Τριανταφύλλου θέτει ένα σωρό ζητήματα. Κάτι που φάνηκε, άλλωστε, και στην πολύ ενδιαφέρουσα κουβέντα που το κοινό της Μυτιλήνης είχε με τη συγγραφέα κατά την παρουσίαση του νέου της βιβλίου «Ο χρόνος πάλι».
Η συζήτηση θα μπορούσε να κρατήσει ώρες αν δεν πίεζε ο χρόνος, αφού κάθε απάντηση της Σώτης Τριανταφύλλου θέτει ένα σωρό ζητήματα. Κάτι που φάνηκε, άλλωστε, και στην πολύ ενδιαφέρουσα κουβέντα που το κοινό της Μυτιλήνης είχε με τη συγγραφέα το βράδυ της Τρίτης, στο βιβλιοπωλείο «Χατζηδανιήλ», κατά την παρουσίαση του νέου της βιβλίου «Ο χρόνος πάλι», που κυκλοφορεί από τη σειρά «Η κουζίνα του συγγραφέα» των εκδόσεων «Πατάκη». Ωστόσο, όπως φάνηκε, η Σώτη Τριανταφύλλου ξέρει να δίνει συνεντεύξεις. Εργάζεται, άλλωστε, και ως δημοσιογράφος τα τελευταία 26 περίπου χρόνια. Στις ερωτήσεις που της κάναμε, μας απαντά αυτήν τη φορά όχι τόσο για το νέο της βιβλίο, αφού όπως η ίδια λέει σκοπός της επίσκεψής της δεν είναι τόσο να το προωθήσει, αλλά για την ίδια την «ανάγνωση», την εμπειρία της με τους φοιτητές του Τμήματος Γεωγραφίας, αλλά και την έννοια της προσωπικής «επανάστασης» και του τι σημαίνει να παίρνει κανείς τη ζωή στα χέρια του…


Έχετε έρθει στη Μυτιλήνη και στο παρελθόν. Αυτήν τη φορά ποια ήταν η αφορμή για να έρθετε, η παρουσίαση του βιβλίου σας ή οι διαλέξεις - για τρίτη χρονιά - στο Τμήμα Γεωγραφίας με το ρόλο του «ιστορικού των πόλεων»;
«Αυτήν τη φορά και τα δύο. Δε γίνονται, απ’ ό,τι έμαθα, πολλές συζητήσεις για βιβλία στη Μυτιλήνη. Ήθελα να το δοκιμάσουμε και να δούμε πώς μπορεί να δημιουργηθεί μια επικοινωνία με αυτό τον τρόπο. Υπάρχουν πολλά βιβλία για να συζητήσουμε, τα οποία μπορούν να αλλάξουν και τον τρόπο σκέψης μας. Και αυτός είναι και ο στόχος όλης αυτής της περιοδείας που κάνω τα τελευταία 20 χρόνια.»

Τι σας έχει μείνει από τις προηγούμενες συναντήσεις σας με τους φοιτητές του Τμήματος Γεωγραφίας; Ανταποκρίνονται στα ερεθίσματα των διαλέξεων; Πόσο ενδιαφέρονται οι νέοι σήμερα για κοινωνικές και πολιτικές προσεγγίσεις σε τέτοιου είδους αντικείμενα;
«Δε θυμάμαι αν ήταν πραγματικά χρήσιμες για κάποιον. Έχω την εντύπωση ότι γενικά στο πανεπιστήμιο τα παιδιά δεν ενδιαφέρονται για το διάβασμα και τη μάθηση και αυτό δεν είναι καινούργιο. Εγώ μπήκα στο πανεπιστήμιο το ’75 και το βρήκα διαλυμένο. Αν ήθελες να βγεις αγράμματος, έβγαινες άνετα αγράμματος και αν ήθελες να μάθεις, γινόσουν αντικείμενο σχολίων, χλευασμού, ότι είσαι “φυτό” και “υποταγμένος”. Αυτά υπάρχουν ακόμη και συμμετέχει και πολύ μεγάλο μέρος του διδακτικού προσωπικού. Επιπλέον, δυστυχώς οι προσδοκίες στους μαθητές, λυκείου ας πούμε, είναι συμβατικές και μειωμένες. Ακόμη και οι γονείς μας είχαν όνειρα… της μετανάστευσης, της περιπέτειας.»

Τότε ήταν και ανάγκη βέβαια…

«Ήταν και ανάγκη, αλλά υπήρχε μέσα τους και μια δίψα για κάτι διαφορετικό. Είχαν μεγάλες προσδοκίες σ’ αυτό, πολλές ήταν ψευδείς φυσικά, αλλά το ταξίδι έχει σημασία, το ότι ξεκινάς να κάνεις κάτι στη ζωή σου. Όχι να αποκατασταθείς, να βρεις δουλειά στο Δημόσιο, που για μένα είναι το πιο μίζερο πράγμα…»

Υπάρχει πάντα και κάποιος φόβος, όμως…
«Ποιος φόβος; Μην πεθάνει κάποιος από την πείνα; Δεν υπάρχει περίπτωση να γίνει κάτι τέτοιο, ο τελευταίος άνθρωπος που πέθανε από την πείνα ήταν το ’44… Υπάρχουν πολλοί φόβοι γιατί η ζωή είναι εύθραυστη, αλλά πάντα ήταν εύθραυστη. Το να γυρίσουμε σε μια νοοτροπία λαϊκού μελοδράματος, το βρίσκω έξω από την πραγματικότητα. Γι’ αυτό κάθε φορά που έρχομαι σε επαφή με νέους, τους λέω “σήκω και χόρεψε”…»

Επιστροφή στα βιβλία…
Στην παρουσίαση του βιβλίου σας την περασμένη Τρίτη είπατε πως επισκέπτεστε διάφορα μέρη της Ελλάδας όχι τόσο για να διαφημίσετε τα έργα σας, όσο για την ίδια την «ανάγνωση». Πόσο λίγο ή πολύ διαβάζουν οι Έλληνες σήμερα και πώς μπορούν να συμβάλουν οι συγγραφείς;

«Πάντα διάβαζαν λίγο. Υπάρχει μια πρόχειρη, μη βεβαιωμένη στατιστική ότι διαβάζουν περισσότερο οι γυναίκες, αλλά μέσης ηλικίας. Αυτό σημαίνει πως διαβάζουν περισσότερο άνθρωποι που έχουν μάθει να οργανώνουν το χρόνο τους - όχι όσοι έχουν πολύ χρόνο. Μπορεί να έχουν δουλειά, παιδιά και συζύγους, αλλά έχουν μάθει να επιζούν μέσα σε αυτό το πράγμα. Όποιος έχει πολύ χρόνο δε διαβάζει, κοιτάει τον τοίχο. Επίσης, απ’ ό,τι φαίνεται, διαβάζουν λιγότερο οι άντρες γιατί καταναλώνουν το χρόνο τους σε άλλες ασχολίες, όπως το ποδόσφαιρο και η τηλεόραση. Και οι νέοι καταναλώνουν πάρα πολύ χρόνο στις συναναστροφές, κάτι που είναι φυσικά στο πλαίσιο της νεότητας, απλά στην Ελλάδα έχει κάποια νοσηρή διάσταση, αφού αυτή η συναναστροφή γίνεται την ώρα που θα έπρεπε να βρίσκονται στο σχολείο, στο πανεπιστήμιο κ.λπ., σε βάρος της δημιουργικότητας.»

«Σε περίοδο κρίσης θα πρέπει να περικόψουμε οτιδήποτε άλλο, αλλά όχι το διάβασμα», αναφέρατε στην κουβέντα που έγινε. Πόσο σημαντική «τροφή» είναι για τον κόσμο που… φοβάται ότι θα πεινάσει, τα βιβλία;

«Με το να αγωνιάς ότι θα πεινάσεις, δε σημαίνει ότι δε θα πεινάσεις. Η λύση για να ξεπεραστούν τέτοιες ανησυχίες είναι κάποιες έξυπνες κινήσεις μέσα στη ζωή: επιστροφή στη γη - αν υπάρχει γη στην οικογένεια -, επιστροφή σε απλές διασκεδάσεις, όπως είναι το βιβλίο ή το σεξ που είναι δωρεάν, επιστροφή στη φιλία, στις ανθρώπινες σχέσεις, σε κάτι που μας αυτοτροφοδοτεί και όχι στην κατανάλωση. Αν ο καθένας από εμάς κάνει μερικά απλά πράγματα και οι πολιτικοί κάποια πιο σύνθετα, νομίζω ότι θα τα καταφέρουμε. Πρέπει να αρχίσουμε να παράγουμε αγαθά, να επιστρέψουμε στη βιομηχανία και την επιχειρηματικότητα. Και στο διάβασμα, γιατί όλα αυτά χρειάζονται παιδεία.»

Πώς έχουν σώσει τη δική σας ζωή το διάβασμα και η συγγραφή, όπως είπατε η ίδια;

«Αν δε διάβαζα, δε θα είχα τα εφόδια να αντιμετωπίσω έναν εχθρικό κόσμο γύρω μου. Όμως τα είχα και τα απέκτησα, και στην πορεία αυτού του μεγάλου πολέμου, που άνοιξε πολύ νωρίς και που δεν έχει κλείσει ακόμη. Επίσης, μου έδωσε πολύ μεγάλη αυτοπεποίθηση - όχι ότι είμαι σπουδαία, αλλά ότι θα βρω έναν τρόπο να μην πεινάσω.»

Για την «επανάσταση»
Ποια είναι τελικά η «κουζίνα» σας, το εργαστήρι μέσα στο οποίο φτιάχνετε τα βιβλία σας;

«Οπωσδήποτε είναι το γραφείο μου, στο οποίο περνάω πάρα πολλές ώρες ανάμεσα στα βιβλία μου και στις πληροφορίες που έχω ηλεκτρονικά, αλλά είναι και ολόκληρος ο κόσμος, που αποτυπώνεται καθημερινά σε μια σειρά από τετράδια όπου σημειώνω τι μου κάνει εντύπωση, ιδέες που κατεβαίνουν, όλη την παραξενιά που βλέπω γύρω μου. Έχει πολύ ενδιαφέρον ο κόσμος και εγώ είμαι και πολύ περίεργη και δεν πλήττω ποτέ.»

Μιλήστε μας λίγο για το τελευταίο σας βιβλίο. Το χαρακτηρίσατε ως «το χρονικό ενός επαναστάτη ζωής». Πώς ορίζετε την έννοια της προσωπικής «επανάστασης;»
«Δεν υπάρχει άλλο είδος επανάστασης. Δεν μπορείς να είσαι μέλος ενός κόμματος επαναστατικού και να μην είσαι επαναστάτης ο ίδιος, κοροϊδεύεις τον κόσμο και την κοινωνία. Και το αναφέρω γιατί είναι πολύ συχνό φαινόμενο. Το πρόβλημα είναι ότι, όταν είσαι επαναστάτης ο ίδιος και έχεις ιδέες που τροφοδοτούνται από την καθημερινότητα και τα γεγονότα, είναι πάρα πολύ δύσκολο να συμμετέχεις σε ομάδες.»

Η ίδια αναφέρατε σχετικά πως «ο επαναστάτης αποφασίζει μόνος του την κάθε στιγμή πού θα πάει». Πόσο δύσκολο είναι να διατηρήσει τη συνύπαρξη που είναι η βάση του διαλόγου και να μην οδηγηθεί και ο ίδιος στον ατομικισμό;
«Πιστεύω σε μια μορφή ατομικισμού, σε εκείνη που σε κάνει άνθρωπο φιλόδοξο και απαιτητικό από τον εαυτό σου. Στην Ελλάδα, που έχει αυτή την ιστορία και εμπνέεται από αυτές τις ιδέες ως κοινωνικό σώμα, η φιλοδοξία θεωρείται ύποπτο χαρακτηριστικό. Συμπαθητικός άνθρωπος δεν είναι αυτός που θέλει να ανοίξει ένα ψιλικατζίδικο, αλλά που θέλει να είναι βοηθός ψιλικατζίδικου. Οι υπόλοιποι γίνονται αντιπαθητικοί. Όμως αυτοί είναι που θα πάνε μπροστά τον κόσμο, με την πρωτοβουλία και την προσωπική φιλοδοξία, όχι με την έννοια τού “πατώ επί πτωμάτων”, αυτούς τους ανθρώπους δεν τους συμπαθεί κανείς στο τέλος άλλωστε.»

«Έχουμε ανάγκη από επικοινωνία»
Πόσο διαφορετικό είναι το να γράφει κανείς σε μια εφημερίδα από το να γράφει βιβλία;

«Είναι πολύ διαφορετικά. Ξεκίνησα να δημοσιογραφώ από το 1983 και έχω περάσει από δημοσιογραφία πιο λογοτεχνική, που ουσιαστικά ήταν αυτή ενός συγγραφέα που δεν είχε εκδώσει ακόμη τα γραπτά του, μέσα από πάρα πολλά στάδια. Πολλά από αυτά που γράφω τώρα στην “Athens’ Voice”, αν δεν τα έγραφε κάποιος γνωστός δε θα είχαν καμμία απήχηση. Πριν από 20 χρόνια, δε θα είχα καμμιά υποστήριξη γράφοντάς τα. Όλα είναι συνάρτηση μιας εξέλιξης που έχουμε ως κοινωνία. Τα τελευταία χρόνια γράφω μόνο πολιτικά και για την πόλη. Είναι ένα διαφορετικό είδος γραφής, που για μένα δεν είναι παρά η μεταφορά της προφορικής συζήτησης στο χαρτί. Μακάρι να με διαβάζουν και να επηρεάζω, και ας έχω την ευθύνη.»

Υπάρχει περίπτωση να επισκεφτείτε και σχολεία του νησιού;
«Έχω πάει σε πάρα πολλά σχολεία, είναι κάτι που το κάνω με πάρα πολύ κέφι. Έχουν γίνει και φοβεροί καβγάδες, φυσικά… Πάντως, αν με καλέσει κάποιο σχολείο εδώ, πολύ ευχαρίστως να έρθω, ενδεχομένως και μέσω του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου.»

Δεν είπαμε, πώς σας φάνηκε τελικά η συζήτηση που έγινε με τους αναγνώστες της Μυτιλήνης στο βιβλιοπωλείο «Χατζηδανιήλ»;
«Θα μπορούσε να κρατήσει ως το πρωί. Είναι ένα πράγμα που το ζω παντού, οι άνθρωποι έχουν πολύ μεγάλη ανάγκη από επικοινωνία και εγώ το ίδιο. Μου αρέσει να μαθαίνω τι τους απασχολεί, βρίσκω ότι έχουν μεγάλο έλλειμμα ευτυχίας, βασανίζονται για τα σοβαρά αλλά και για το τίποτα. Το μόνο που ελπίζω είναι μήπως τα βιβλία μας ταρακουνήσουν λιγάκι σε αυτό. Πιστεύω ότι το βιβλίο μου έχει ένα “μήνυμα”, παρ’ όλο που θεωρώ φριχτή αυτήν τη λέξη: πάρε τη ζωή σου στα χέρια σου, αν θες να φύγεις άνοιξε την πόρτα και φύγε, κανείς δεν πρόκειται να σε κρατήσει…»

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey