Ο Γιάννης Μακριδάκης, γέννημα-θρέμμα της Χίου, είναι ένας πολυπράγμων νέος άνθρωπος, που έχει ασχοληθεί σε βάθος με την έρευνα και την καταγραφή της ιστορίας, του φυσικού και του λαογραφικού πλούτου του νησιού του.
Ο Γιάννης Μακριδάκης, γέννημα-θρέμμα της Χίου, είναι ένας πολυπράγμων νέος άνθρωπος, που έχει ασχοληθεί σε βάθος με την έρευνα και την καταγραφή της ιστορίας, του φυσικού και του λαογραφικού πλούτου του νησιού του, μέσω του Κέντρου Χιακών Μελετών που ίδρυσε το 1997. Προχθές το απόγευμα παρουσίασε, στο πλαίσιο των «Γιορτών Αιολικής Γης», τα δύο του λογοτεχνικά έργα, «Ανάμισης τενεκές» και «Η δεξιά τσέπη του ράσου», που, αν και από τις επώνυμες εκδόσεις «Εστία», αποτελούν τα πρώτα του βήματα στη λογοτεχνία. Μας μιλά για την αγάπη του για το νησί του, για καθετί παλιό, για τα βιβλία του, αλλά και για τη σχέση της Χίου με τη Μυτιλήνη όπως αυτός τη φαντάζεται…
Παλαιότερο άρθρο της εφημερίδας «Ελευθεροτυπία» σε χαρακτηρίζει ως «έναν 35χρονο, πτωχό και μόνο, πλην όμως με όραμα και πείσμα καουμπόη της χιώτικης γης». Σπούδασες Μαθηματικά, όμως τα εγκατέλειψες για να ασχοληθείς με την έρευνα και την καταγραφή της χαμένης ή ξεχασμένης ιστορίας του νησιού της Χίου. Πώς προέκυψε αυτή η μεταστροφή;
«Δεν πρόκειται για μεταστροφή, τα Μαθηματικά θα τα άφηνα ούτως ή άλλως. Ξεκίνησα την έρευνα στο νησί με το που επέστρεψα το 1997, τότε ήμουν 26 χρονών. Με κίνησε η αγάπη και το μεράκι που έχω για τον τόπο. Μου άρεσε να βρίσκω ανθρώπους μεγαλύτερης ηλικίας, να τους ακούω και να γράφω για τη ζωή τους.»
Το 1997 ίδρυσες και το Κέντρο Χιακών Μελετών. Ποια ήταν η αφορμή, ποιος ο σκοπός και ποιο το έργο του μέχρι σήμερα;
«Με αφορμή όσα προανέφερα και δεδομένου ότι δεν μπορείς να κάνεις πολλά πράγματα μόνος σου, αλλά μέσα από συνεργασία, ξεκίνησα να οργανώνω κάποιους ανθρώπους που ήταν ήδη στο νησί, ο καθένας από τους οποίους είχε να καταθέσει έργο στο εγχείρημα. Στη συνέχεια, προστέθηκαν και νέοι άνθρωποι, σήμερα είμαστε 10. Στόχος και έργο μας, η έρευνα και η καταγραφή της ιστορίας της Χίου. Έχουμε κάνει πολλές σχετικές εκδόσεις, ανάμεσα στις οποίες και κάποια βιβλία δικά μου για την Ιστορία της Νεοελληνικής Χίου αλλά και βιβλία, για παράδειγμα για τα εσπεριδοειδή του Κάμπου, τα σπήλαια του νησιού κ.λπ.. Πραγματοποιούμε εξερευνήσεις σε όλο το νησί, ενώ υπάρχει και ομάδα πεζοπορίας, που αναλαμβάνει την ανάδειξη των μονοπατιών. Έχουν δημιουργηθεί, επιπλέον, και κάποια CD με ηχητικά, ψηφιακά αρχεία από αφηγήσεις, ανθρωπολογικού ενδιαφέροντος, που είναι όμως σε πειραματικό στάδιο και χρησιμοποιούνται αυτήν τη στιγμή ως υλικό για το “Πελινναίο”, το περιοδικό μας.»
Το περιοδικό «Πελινναίο» (σ.σ. το όνομα προέρχεται από το ψηλότερο όρος της Χίου) πώς προέκυψε;
«Ήταν το αποτέλεσμα όλου του υλικού της έρευνας του Κέντρου Χιακών Μελετών, που είχε συγκεντρωθεί αρχικά (λαογραφία, ιστορία, σπηλαιολογία, φύση κ.λπ.). Έκτοτε καθιερώθηκε και εκδίδεται κάθε τρεις μήνες.»
Έκανες το «ντεμπούτο» σου στο χώρο της λογοτεχνίας πέρυσι, με το βιβλίο σου «Ανάμισης τενεκές» - που είναι ήδη στην 5η έκδοση - την ιστορία ενός ανθρώπου που πέρασε στην παρανομία για ένα έγκλημα πάθους ή του πώς ένας άνθρωπος μετατρέπεται σε θρύλο. Είχες σκεφτεί ποτέ ότι θα έγραφες λογοτεχνία; Πώς εμπνεύστηκες το συγκεκριμένο θέμα; Σε επηρέασε καθόλου η δουλειά σου;
«Δεν είχα σκεφτεί ποτέ πριν ότι θα έγραφα κάποιο λογοτεχνικό βιβλίο. Όταν δούλευα πάνω στην Ιστορία της Νεοελληνικής Χίου - διάστημα 1912-1940 - μελετούσα τις εφημερίδες της εποχής και έκανα αποδελτιώσεις -περίπου 11.500 φύλλα! Κάποια από αυτές έγραφε για το συγκεκριμένο περιστατικό, ένα έγκλημα πάθους, που μου κέντρισε το ενδιαφέρον. Μετά από χρόνια, συνειδητοποίησα ότι το όνομα του “δράστη” - Γιώργο Πέτικα τον έλεγαν - χρησιμοποιείται ακόμη στα χωριά για αυτόν που είναι “ζόρικος”. Αυτό με ώθησε στο να γράψω το μυθιστόρημα, το οποίο κινείται σε διπλό χρόνο, από τη μια είναι μυθοπλασία βασισμένη στα γεγονότα της εποχής και από την άλλη η ιστορία ενός ερευνητή, που 100 χρόνια μετά ψάχνει να δει τι συμβαίνει με το θρύλο και πώς έχει φτάσει ως τις μέρες μας.»
Ρόλος της θρησκείας
Στο δεύτερο και τελευταίο σου βιβλίο, «Η δεξιά τσέπη του ράσου», θίγεις με υπαινικτικό τρόπο το ρόλο της θρησκείας και της πίστης. Η δική σου σχέση με τη θρησκεία ποια είναι;
«Δεν έχω καμμία σχέση με τη θρησκεία. Το βιβλίο είναι μια τρυφερή, σύγχρονη ιστορία ενός μοναχού, του Βικέντιου, ο οποίος ξεγεννάει τη σκυλίτσα του και εκείνη πεθαίνει πάνω στη γέννα, την ίδια νύχτα που πέθανε και ο Χριστόδουλος. Περιγράφει το προσωπικό πένθος του μοναχού, μέσα από το συλλογικό πένθος της Εκκλησίας, αλλά και την ελπίδα του μοναχού για τα νεογέννητα κουτάβια, μέσα από την αγωνία της Εκκλησίας να βρει διάδοχο. Αντιπαραθέτει την αγνότητα της πίστης, με τα φρου φρου κι αρώματα της κεφαλής της Εκκλησίας.»
Ο ίδιος διαβάζεις λογοτεχνία; Από ποιους συγγραφείς έχεις επηρεαστεί;
«Με έχει σημαδέψει ο Καζαντζάκης, ο Πρεβελάκης, φαίνεται και στα γραπτά μου. Γενικά, πάντως, είμαι αυτοδίδακτος. Γράφω τη λογοτεχνία που μιλάνε οι “λογοτέχνες” που είναι γύρω μου, αυτοί που υπάρχουν αφανείς και περιμένουν να τους ακούσεις και να γράψεις όσα σου πουν.»
Ο ίδιος έχεις πει ότι είσαι «ανθρωποκεντρικός». Σε ακολουθεί και σε εκφράζει αυτό σε ό,τι κάνεις; Τι σε γοητεύει στον άνθρωπο;
«Είμαι ανθρωποκεντρικός με τους ανθρώπους που έχουν ζήσει σε περασμένες εποχές. Με τη σύγχρονη κοινωνία και τους ανθρώπους του σήμερα, είμαι μάλλον… μισάνθρωπος. Με εμπνέει η εμπειρία της ζωής, τα μάτια των “παλιών”, τα χέρια τους, το πώς μετράνε τις λέξεις στη γλώσσα τους πριν τις προφέρουν. Κάθε φορά που ακούω τους μεγαλύτερους, φεύγω τουλάχιστον μια λέξη πλουσιότερος.»
Για τα Ελληνοτουρκικά
Παλαιότερη αρθρογραφία σας στην εφημερίδα «Πολίτης» της Χίου, που αφορούσε στις σχέσεις των δύο λαών Ελλάδας - Τουρκίας και το ρόλο που πρέπει να αναλάβει η πρώτη στο θέμα της προσέγγισης με τη δεύτερη, είχε προκαλέσει αντιδράσεις και κινητοποίηση, λίγα χρόνια πριν, από υπαλλήλους της ΕΥΠ. Κατά πόσο ενοχλούν οι φιλικές σας σχέσεις με ανθρώπους των απέναντι παραλίων;
«Είχα γράψει ότι οι λαοί δεν έχουν να χωρίσουν τίποτα και ότι θα πρέπει να δίνουμε το παράδειγμα και να είμαστε ανοιχτοί. Τα κείμενά μου χαρακτηρίστηκαν ως αντεθνικά και είχα ενοχλήσεις από κρατικούς υπαλλήλους, την ίδια περίοδο που ο ίδιος ο Γιώργος Παπανδρέου, τότε υπουργός Εξωτερικών, έλεγε ότι “την εξωτερική πολιτική την κάνει ο καθένας μας”. Στην αρχή ήταν δύσκολα τα πράγματα στο νησί. Ξεκινήσαμε μια παρέα ανθρώπων να μαθαίνουμε τουρκικά και κατηγορηθήκαμε ως κατάσκοποι. Σήμερα, η μισή Χίος μαθαίνει τουρκικά. Το πρώτο μου βιβλίο έχει, επίσης, μεταφραστεί στα τουρκικά. Αυτό είναι μια ικανοποίηση, σημαίνει ότι ανοίξαμε το δρόμο και ότι εγώ, προσωπικά, μετά από όλη εκείνη την ιστορία, δεν έχω τίποτα να κρύψω.»
Θεωρείς ότι αντιλαμβανόμαστε τον περιβαλλοντικό και πολιτισμικό πλούτο και προίκα της χώρας μας;
«Όχι, δυστυχώς. Ζούμε σε μια παρακμιακή περίοδο, τουλάχιστον για τη Χίο που γνωρίζω είναι η πιο παρακμιακή περίοδος του νησιού, μετά την Τουρκοκρατία. Υπάρχει πανελλαδικά μια μερίδα ανθρώπων που αντιστέκεται, αλλά το μεγαλύτερο ποσοστό θυσιάζει τα πάντα - περιβάλλον και ανθρώπινα έργα του παρελθόντος - στο βωμό του χρήματος.»
Σχέσεις Λέσβου και Χίου
Ποια είναι η σχέση σου με τη Λέσβο;
«Είναι μια υπέροχη σχέση… Την αγαπώ πολύ, έρχομαι συχνά. Δεν κατάλαβα ποτέ την αντιπαράθεση μεταξύ Μυτιληνιών και Χιωτών. Θεωρώ ότι η Χίος είναι πιο αστική κοινωνία, ενώ η Μυτιλήνη πιο πρωτογενής.»
Θεωρείς ότι η Λέσβος και η Χίος έχουν κοινά ζητήματα και προβλήματα - κοινωνικά, πολιτικά, περιβαλλοντικά κ.λπ. - να αντιμετωπίσουν;
«Πρόκειται για δύο μεγάλα, όμορφα νησιά. Είμαι υπέρμαχος του “Καποδίστρια” εις την… “ν”, με την έννοια ότι θα ήθελα να υπήρχε μια νομαρχία Αιγαίου με έδρα τη Μυτιλήνη. Ένας δήμαρχος στη Χίο και ένας νομάρχης εδώ. Να καταλάβουν τα νησιά ότι πρέπει να έρθουν πιο κοντά, αφού υπάρχει αλληλεξάρτηση. Δεν είναι δυνατόν, το 2009 να περιμένει κάποιος το καράβι από Χίο για εδώ στις 4 το πρωί και να μην υπάρχει ένα τοπικό δίκτυο ακτοπλοϊκών συγκοινωνιών. Πρέπει να καταλάβουμε ότι τα νησιά μας δεν είναι και δεν μπορούν να είναι αυτόνομα…».