Όλα γίνονταν γρήγορα!

01/07/2012 - 05:56
Αλυσόδετο θεριό μ’ ολάνοιχτα στόματα, αρωματισμένα σπλάχνα και μυαλά, μάτια, φτέρουγες, ακρόνευρα φυτεμένα στη χαλυβένια σάρκα του ήτανε, κι απάντεχε.
Να καταπιεί λαχταρούσε το πολυπλούμιστο ασκέρι.
Αλυσόδετο θεριό μ’ ολάνοιχτα στόματα, αρωματισμένα σπλάχνα και μυαλά, μάτια, φτέρουγες, ακρόνευρα φυτεμένα στη χαλυβένια σάρκα του ήτανε, κι απάντεχε.
Να καταπιεί λαχταρούσε το πολυπλούμιστο ασκέρι που, αρματωμένο τσάντες, χαμόγελα, αφρόλογα και βαλιτσάκια, ίσαμε εφτακόσιοι νοματαίοι λιγόλογοι, ανυπόμονοι, σκυθρωποί ή πρόσχαροι, με ένα χαρτί στο χέρι παγαίναμε ο ένας μετά τον άλλον και πιάναμε τη θέση μας στα δεκάσειρα καθίσματα του καινούργιου διώροφου αεροσκάφους που θα ‘σκιζε μισή Ευρώπη, Ατλαντικό, Νέα Αγγλία κι από Φρανκφούρτη θα ‘φτανε Μαϊάμι. Ώρες στον αγέρα ασταμάτητα, δέκα.
Σφαλίξανε, διπλαμπαρώθηκαν οι πόρτες, κουνήθηκε συθέμελα να δοκιμάσει τα κότσια του, δοθήκαν εντολές απαράβατες πώς να σωθούμε σα γίνει το κακό, κι άρχισε να γλιστρά νωχελικά στην άσφαλτο, ξεμουδιαστικά, μέχρι που κοκάλωσε για δυο λεπτά να γκαρδιώσει και με μιας, αρχίνιξαν να βρυχούνται οι τουρμπίνες του, τραντάξαμε, κροτάλισαν ανθρώποι, σίδερα, πόρτες και ντουλαπάκια, μισόσβησαν τα φώτα με μοναχά τα κόκκινα, του κίντυνου, ν’ ανάβουν, και, αραβικό άλογο στην αφετηρία, χύθηκε ομπρός με μουγκρητά και μάνητα· να καταπιεί το αεροδρόμιο ολάκερο ήθελε. Μάχονταν, έτρεχε, μούγκριζε και σκορπούσε τρόμο, ίλιγγο, αδρεναλίνη, προσευχές και δεήσεις να βγούμε ζωντανοί από δω μέσα.

Κάμποσοι σταυροκοπήθηκαν, άλλοι σφαλίξανε τα μάτια τους, κι όλοι, με σφιχτοδεμένα τα σπλάχνα, κουβάρι, κολλήσαμε στη ράχη και μετρούσαμε ανάσες όσο καταβρόχθιζε, δαιμονισμένο το τέρας, μίλια, φώτα, κολώνες, χτίρια, τα πάντα, κι είδαμε άξαφνα να φεύγει η γης από κάτω μας, και να βρισκόμαστε σφηνωμένοι στο κενό, με τη μούρη αψηλά, να τρυπάμε τα μουντά σύννεφα, να σκοτεινιάζει, να μη βλέπουμε παρά μόνο πηχτή ομίχλη. Άχνα δεν έβγαινε, μέχρι που ανάργεψε η θολούρα κι είδαμε ξέφωτο και φως και σύννεφα ηττημένα να υποχωρούν, να μερεύουν και να μας υποδέχονται σπαθιές του ήλιου, άσπρο φως, μέσα κι όξω την καρδιά μας κι ένας ουρανός απέραντος, στρογγυλεμένος, γαλάζιος.
Όλα ρεμήσανε, πορπατούσαμε σε μπαμπακερά ολάσπρα στρωσίδια απλωμένα στο σμαραγδένιο θόλο του Θεού· σα που θα ‘ναι στην Παράδεισο.
Σε τούτο το παράξενο σφυροκόπημα αισθήσεων, ψευδαισθήσεων, τεχνολογίας και δέους, όμορφες κοπελιές, πρόσχαρες, με λόγο γλυκό και χαμόγελο μόνιμο, αρχίνηξαν τα τραταρίσματα, λύθηκε ο κόμπος στα σωθικά μας, ξεχάστηκε πως όλα εξαρτιόνταν από ένα αθέατο κουτάκι με άπειρες πληροφορίες κι εντολές στα μόριά του, στέρεψε ο κρύος ιδρώτας κι ανάμεσα φαγιά πολυεθνικά, κρασιά, μπύρες, αναψυκτικά, καφέδες, ταινίες, μουσική και βολταρίσματα στους διαδρόμους για να κυκλοφορεί το αίμα, αντίκριζα στην οθόνη μπροστά μου την προσωπική, όλο τον ορίζοντα· σύννεφα, ουρανό, θάλασσα, λες κι ήμουνα πιλότος, από κάμερες μικροσκοπικές φυτεμένες ξόπετσα το μυθικό αυτό ιπτάμενο τέρας.

Έτρωγα, έπινα, ξανάπινα, άδειασα κι άλλο ποτήρι κρασί φημισμένο, ψιλομέθυσα, με πήρε ο ύπνος, ώρα πολλή, έβλεπα κι ονείρατα πεταλουδίστικα, ροχάλιζα, διαμαρτυρήθηκε από δίπλα, ξύπνησα λίγο πριν το βραδινό. Πήγα στο μπάνιο, φρεσκαρίστηκα κι άντε πάλι ο δίσκος στο μικρό τραπεζάκι μου. Δεν ήξερα τι είχε μέσα, μα κούκλα η αεροσυνοδός, μ’ είχε βάλει στο μάτι, να σου διπλό ποτήρι μαύρο κρασί μπρούσκο, το ‘πια, έδιωξε σκέψεις και λογισμούς, μια ώρα απόμενε, γρηγόρεψε, έφυγε, και βρέθηκα να πιλοτάρω στη μικρή μου οθόνη, με τις κάμερες να δείχνουν πως, από τα δώδεκα χιλιόμετρα ύψος που ήμασταν και τους εξήντα βαθμούς Κελσίου κάτω απ’ το μηδέν, κατεβαίναμε σιγανά και με πηδηματάκια. Όλο βουτιές. Μια απάνω, μια κάτω. Κι άντε πάλι να σφίγγει το κουβάρι, να γέρνουμε δεξά και ζερβά, καταπάνω τη γης που όλο μας κόντευε, κι υστερνά πάλι να ισιώνουμε, να κόβεται η ανάσα, κι όλο να χάνουμε ύψος, πάει θα τσακιστούμε στις ζωγραφιές που ξεχώριζαν κι ανέβαιναν και γίνονταν μεγάλες, πιο μεγάλες, γινόντουσαν βουνά, λίμνες, χαράδρες, δρόμοι, δέντρα, και χτίρια πολύσχημα, πολύχρωμα, βαλμένα σε τάξη, κι ουρανοξύστες, που έφευγαν δαιμονισμένα κάτω από τα πόδια μας, κι ολούθε ουρανός, και σύννεφα. Ένιωθα παντοδυναμία ή ένα τίποτα. Κι η εντολή του κυβερνήτη, κοφτή:
- Προσγειωνόμαστε...
Σβήσαν τα φώτα, εξόν του κινδύνου, κι ο τσιμεντένιος διάδρομος να φεύγει με ιλιγγιώδη ταχύτητα από κάτω μας, το κουβάρι τυλιγόταν, οι ζώνες σφίξανε, ο ιδρώτας παγωμένος, τα νεύρα τεντωμένα αγγιστρώνανε ό,τι βρίσκανε, η ανάσα κόπηκε πάλι, και, μπααμ! Τρομαχτικός κρότος και τράνταγμα. Ακολούθησαν κι άλλα τραντάγματα· πιο σιγανά. Βρυχήθηκαν πάλι μηχανές, φτερά, φρένα, κι άξαφνα όλα χαλάρωσαν, κι ένα χειροκρότημα ξέσπασε για τον πιλότο που με ασφάλεια μας έφερε στον προορισμό μας.

Χαρισμένο σε όσους δεν έχουν κάνει υπερατλαντικό ταξίδι.

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey