Με αφορμή την ηφαιστειακή έκρηξη στην Ισλανδία. Οι ηφαιστειακές εκρήξεις συνδέονται με σημαντικές μεταβολές στην ιστορία της γης και επηρεάζουν τη ζωή και τα οικοσυστήματα. Η γειτονιά μας, το Αιγαίο, γνώρισε ηφαιστειακές εκρήξεις με τεράστιες επιπτώσεις.
Οι ηφαιστειακές εκρήξεις συνδέονται με σημαντικές μεταβολές στην ιστορία της γης και επηρεάζουν τη ζωή και τα οικοσυστήματα.
Το χάος στις αεροπορικές συγκοινωνίες στην Ευρώπη ίσως είναι η πλέον ανώδυνη για τους ανθρώπους επίπτωση…
Κι όμως… Η γειτονιά μας, το Αιγαίο, γνώρισε ηφαιστειακές εκρήξεις με επιπτώσεις, μπροστά στις οποίες το πρόβλημα των αεροπορικών συγκοινωνιών μόνο «παρανυχίδα» μπορείς να το χαρακτηρίσεις.
Η ηφαιστειακή έκρηξη στην Ισλανδία που προκαλεί τη μεγαλύτερη διακοπή στις αεροπορικές πτήσεις στην Ευρώπη από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, έχει επηρεάσει ήδη την καθημερινότητα δεκάδων εκατομμυρίων ανθρώπων. Είναι τόσο μεγάλη η αναστάτωση, που η Μεγάλη Βρετανία διέταξε το Βασιλικό Ναυτικό να αναλάβει τον επαναπατρισμό 130.000 Βρετανών υπηκόων, που για πέμπτη ημέρα περιμένουν απελπισμένοι σε αεροδρόμια όλου του κόσμου να κατακαθίσει το σύννεφο της ηφαιστειακής στάχτης που αιωρείται στην ατμόσφαιρα, γεγονός που θα επιτρέψει την επανέναρξη των πτήσεων από και προς τα ευρωπαϊκά αεροδρόμια, με ασφάλεια.
Δυστυχώς, αν και το τέλος της περιπέτειας δεν μπορούμε ακόμη να το προβλέψουμε, ένα είναι βέβαιο: ότι οι επιπτώσεις στις εναέριες συγκοινωνίες θα αποτελέσουν την πλέον επικοινωνιακή, αλλά σίγουρα όχι τη μοναδική, επίπτωση - της πρόσφατης επαναδραστηριοποίησης του ηφαιστείου Αγιαφιγιαπλαγιουρκούλ. Το κοιμισμένο εδώ και 200 χρόνια ηφαίστειο, κάτω από τον παγετώνα Εϊγιαφγιάλα στη Νότια Ισλανδία, άρχισε να εκρήγνυται πριν από ένα μήνα, προκαλώντας στα πρώτα στάδια της δράσης του σημαντικές πλημμύρες που προκλήθηκαν από τεράστιες λασπορροές πυροκλαστικών υλικών - ηφαιστειακής στάχτης και κονιορτοποιημένης ηφαιστειακής λάβας - και νερού που προήλθε από το γειτονικό παγετώνα.
Η εκρηκτική δραστηριότητα που ξεκίνησε την περασμένη εβδομάδα και δε φαίνεται προς το παρόν να δείχνει σημάδια ύφεσης, στέλνει καθημερινά στην ατμόσφαιρα χιλιάδες κυβικά μέτρα ηφαιστειακής τέφρας που εκτινάσσεται σε ύψος έξι χιλιομέτρων από τον κρατήρα του ηφαιστείου Αγιαφιγιαπλαγιουρκούλ. Η ηφαιστειακή δραστηριότητα έχει δημιουργήσει ένα εκτεταμένο σύννεφο ηφαιστειακής τέφρας, το οποίο έχει καλύψει τη Βόρεια και Κεντρική Ευρώπη λόγω των βορειοδυτικών ανέμων.
Το φαινόμενο της ιπτάμενης ηφαιστειακής τέφρας που προκαλεί τόση αναστάτωση, αλλά και οικονομικές επιπτώσεις, αν το συγκρίνουμε με αντίστοιχα φαινόμενα που έζησε ο πλανήτης στο παρελθόν μοιάζει, ωστόσο, με παρωνυχίδα. Η έκρηξη του ηφαίστειου Αγιαφιγιαπλαγιουρκούλ δεν μπορεί να συγκριθεί ούτε στο ελάχιστο με μεγάλες ηφαιστειακές εκρήξεις, όπως η έκρηξη που έγινε στην ίδια περιοχή πριν από 227 χρόνια στο γειτονικό κρατήρα Laki, το 1783, που απελευθέρωσε 13 km3 λάβας και σχεδόν 1 km3 ηφαιστειακής στάχτης!
Ούτε βέβαια με τις εκρήξεις του ηφαιστείου Κρακατόα στην Ινδονησία το 1883, του ηφαιστείου της Μαρτινίκας το 1902, όπου πυροκλαστικές ροές προκάλεσαν το θάνατο 23.000 ανθρώπων, ή τη μεγάλη έκρηξη της Σαντορίνης το 1600 π.Χ..
Στη γειτονιά μας
Ωστόσο, εικόνες όπως αυτές που μεταφέρουν τα διεθνή πρακτορεία από την Ισλανδία όπου η ηφαιστειακή στάχτη έχει σκεπάσει τη βλάστηση με ένα στρώμα πάχους λίγων εκατοστών, έζησε το Αιγαίο πολλές φορές στη γεωιστορική του εξέλιξη. Πριν από περίπου 20 εκατομμύρια χρόνια, μεγάλες ηφαιστειακές εκρήξεις συγκλόνισαν για μεγάλο χρονικό διάστημα ολόκληρο το βορειανατολικό Αιγαίο. Η Λέσβος, αλλά και η γειτονική ΒΔ Μικρά Ασία, σκεπάστηκαν από τα προϊόντα αλλεπάλληλων ηφαιστειακών εκρήξεων που παρήγαγαν τεράστιες ποσότητες λάβας και έστειλαν στην ατμόσφαιρα εκατομμύρια κυβικά μέτρα ηφαιστειακής στάχτης.
Ήταν τόση η ποσότητα της ηφαιστειακής στάχτης που απελευθερώθηκε, ώστε σήμερα τα στρώματα πυροκλαστικών υλικών που συναντάμε στη δυτική Λέσβο να ξεπερνούν σε πάχος τα 300 μέτρα!
Οι εκρήξεις των ηφαιστείων που βρίσκονταν στη Λέσβο, προκάλεσαν την έξοδο τεράστιων ποσοτήτων λάβας, τέφρας και άλλων ηφαιστειακών υλικών που σκέπασαν μεγάλες εκτάσεις σε ολόκληρη τη δυτική Λέσβο. Η ηφαιστειακή τέφρα σκέπασε το μεγάλο, πυκνό και πλούσιο υποτροπικό δάσος που κάλυπτε την περιοχή την εποχή εκείνη.
Ακολούθησαν έντονες βροχοπτώσεις και το νερό της βροχής μαζί με την ηφαιστειακή τέφρα δημιούργησε ηφαιστειακή λάσπη, που κάλυψε τα φυτά του δάσους και τα απομόνωσε από τις ατμοσφαιρικές συνθήκες. Έτσι, χωρίς την παρουσία οξυγόνου, δεν ήταν δυνατόν τα φυτικά υπολείμματα να σαπίσουν, αλλά διατηρήθηκαν αναλλοίωτα για αρκετά χρόνια. Μέσα στην ηφαιστειακή λάσπη κυκλοφορούσαν θερμά διαλύματα πλούσια σε πυρίτιο, το οποίο αντικατέστησε την οργανική ύλη των κορμών και, έτσι, επιτράπηκε η τέλεια απολίθωση των φυτικών ιστών, κάτω από ιδανικές συνθήκες.
Αποτυπώματα φύλλων δρυός, κανέλλας, κουνινχάμιας και πεύκης στη στερεοποιημένη ηφαιστειακή τέφρα που τα σκέπασε πριν από 20 εκατομμύρια χρόνια
Οι απολιθωμένοι κορμοί
Σήμερα, μέσω της φυσικής διάβρωσης των πετρωμάτων της δυτικής Λέσβου, αλλά και μέσω των συνεχιζόμενων από το 1997 ανασκαφικών εργασιών που πραγματοποιεί το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Απολιθωμένου Δάσους Λέσβου, έρχονται στο φως εντυπωσιακοί απολιθωμένοι κορμοί δέντρων, ιδιαίτερης επιστημονικής σημασίας, τους οποίους ο επισκέπτης της περιοχής μπορεί να θαυμάσει στα υπαίθρια πάρκα του απολιθωμένου δάσους και στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Απολιθωμένου Δάσους Λέσβου που βρίσκεται στο Σίγρι.
Οι πιο σημαντικές εμφανίσεις απολιθωμένων κορμών βρίσκονται μέσα σε μία περιοχή συνολικής έκτασης 150.000 στρεμμάτων, η οποία υπόκειται σε ειδικό καθεστώς προστασίας. Οι σημαντικότερες απολιθωματοφόρες θέσεις εντός της προστατευόμενης περιοχής του απολιθωμένου δάσους βρίσκονται μεταξύ των χωριών της δυτικής Λέσβου Σίγρι, Άντισσα και Ερεσό.
Η μεγάλη συχνότητα των απολιθωμένων κορμών που διατηρούνται όρθιοι και με το ριζικό τους σύστημα σε πλήρη ανάπτυξη, πιστοποιεί ότι τα δέντρα απολιθώθηκαν στη φυσική θέση ανάπτυξής τους και δεν έχουν μεταφερθεί στις θέσεις όπου τα βρίσκουμε σήμερα.
Εκτός από τους κορμούς των φυτών που ζούσαν στην περιοχή της δυτικής Λέσβου πριν από 20 εκατομμύρια χρόνια, έχουν διατηρηθεί και άλλα όργανα αυτών των φυτών, όπως ρίζες, καρποί και σπέρματα, κλαδιά και φύλλα. Όλα τα απολιθώματα αυτά παρουσιάζουν άριστη διατήρηση όλων των μορφολογικών χαρακτηριστικών των αρχικών φυτών. Έτσι, σε πολλές τομές απολιθωμάτων κορμών μπορεί κανείς να δει τους αυξητικούς δακτυλίους ή τις εντεριώνιες ακτίνες που είναι εμφανείς και σε τομές κορμών σύγχρονων δέντρων, ενώ στα αποτυπώματα που άφησαν τα φύλλα επάνω στα ηφαιστειακά πετρώματα μπορεί κανείς να διακρίνει με μεγάλη λεπτομέρεια το σύστημα διακλαδώσεων του φύλλου, τη μορφολογία της επιδερμίδας, το περίγραμμα, αλλά ακόμα και ίχνη διατροφής εντόμων.
Μέσω της συστηματικής μελέτης τμημάτων των απολιθωμένων κορμών, φύλλων, καρπών και σπερμάτων από τους επιστήμονες, μπορούν να προσδιοριστούν τα είδη των φυτών που συμμετείχαν στη σύνθεση του δάσους της Λέσβου πριν από περίπου 20 εκατομμύρια χρόνια.
Η μελέτη της χλωρίδας του απολιθωμένου δάσους μάς δίνει πληροφορίες για τα είδη των φυτών που έζησαν στη Λέσβο πριν από 20 εκατομμύρια χρόνια. Ακόμη, αφού γνωρίζουμε τα είδη των φυτών που ζούσαν στην περιοχή πριν από 20 εκατομμύρια χρόνια, μπορούμε να καταλάβουμε και ποιες ήταν οι κλιματικές συνθήκες στην περιοχή του Αιγαίου την περίοδο εκείνη. Ταυτόχρονα, η περιοχή του απολιθωμένου δάσους αποτελεί ένα μοναδικό βιβλίο στο οποίο καταγράφεται ολόκληρη η γεωλογική ιστορία της περιοχής του Αιγαίου κατά τα τελευταία 20 εκατομμύρια χρόνια.
Όλα τα παραπάνω στοιχεία φανερώνουν ότι το απολιθωμένο δάσος της Λέσβου δεν αποτελεί απλώς μια ιδιαίτερα σημαντική περιοχή απολιθωμάτων, αλλά ότι πρόκειται για ένα μοναδικής αξίας αυτόχθονο απολιθωμένο δάσος, ένα ολοκληρωμένο οικοσύστημα που διατηρήθηκε στη φυσική θέση ανάπτυξής του και σε άριστη κατάσταση ως τις μέρες μας.
Το υποτροπικό δάσος της Λέσβου
Εξετάζοντας με προσοχή τα φυτικά απολιθώματα του απολιθωμένου δάσους της Λέσβου, διαπιστώνουμε ότι όλες οι μεγάλες ομάδες φυτών που ζουν σήμερα, ζούσαν ήδη πριν από περίπου 20 εκατομμύρια χρόνια στη Λέσβο, αφού η απολιθωμένη χλωρίδα αποτελείται από πτεριδόφυτα, κωνοφόρα και καρποφόρα δέντρα (τόσο δικοτυλήδονα όσο και μονοκοτυλήδονα αγγειόσπερμα φυτά).
Ειδικότερα, μέσω της συστηματικής μελέτης των απολιθωμένων φυτών, έχουν αναγνωρισθεί διάφορα είδη πτεριδόφυτων, γυμνόσπερμα κωνοφόρα, όπως πευκίδες, πρωτοπευκίδες, κυπαρισσίδες (συμπεριλαμβανομένων αρκετών ειδών σεκόιας και κουνινχάμιας) και τάξος, αγγειόσπερμα δικοτυλήδονα, όπως διάφορα είδη δάφνης, κανελλόδεντρα, διάφορα είδη βαλανιδιάς, καρυδιές, πλατάνια, λεύκες, οξιές, βάτοι και σκλήθρα, καθώς επίσης και πολλά είδη φοινίκων, που ανήκουν στα αγγειόσπερμα μονοκοτυλήδονα φυτά. Μελετώντας τα απολιθώματα μέσω της διαδραστικής εφαρμογής, έχετε τη δυνατότητα να κάνετε ένα ταξίδι στο χρόνο και να εξερευνήσετε το δάσος της Λέσβου και όλα τα φυτά που ζούσαν εκεί.
Ένα από τα σημαντικότερα συμπεράσματα στα οποία καταλήγουμε από τη μελέτη των απολιθωμένων δέντρων, αφορά στη γεωγραφία της ευρύτερης περιοχής. Συγκεκριμένα, ο χαρακτήρας και η σύνθεση της χλωρίδας του δάσους της Λέσβου επιβεβαιώνει αυτό που οι γεωλόγοι γνωρίζουν και από άλλα στοιχεία, ότι δηλαδή πριν από 20 εκατομμύρια χρόνια η περιοχή του απολιθωμένου δάσους δεν ήταν νησιωτική. Πράγματι, την εποχή εκείνη ολόκληρη η περιοχή του σημερινού Αιγαίου Πελάγους ήταν ηπειρωτική. Η Ελλάδα και η Μικρά Ασία αποτελούσαν μια ενιαία χερσαία περιοχή, την Αιγηίδα Χέρσο. Κομμάτι της χέρσου αυτής αποτελούσε και η περιοχή του σημερινού βορείου Αιγαίου, που ήταν καλυμμένη από υποτροπικά δάση.
Στα μεγαλύτερα υψόμετρα των περιοχών της Αιγηίδας Χέρσου κυριαρχούσαν τα κωνοφόρα δέντρα, όπως τα πεύκα και οι κουνινχάμιες, υπήρχαν όμως και μερικά φυλλοβόλα δέντρα, όπως η τροπικές καρυδιές και βαλανιδιές
Τα πεύκα σήμερα έχουν πολύ μεγάλη εξάπλωση, αφού ζουν σε όλες τις ηπείρους εκτός από την Ανταρκτική. Όπως και σήμερα, οι πρόγονοί τους πριν από περίπου 20 εκατομμύρια χρόνια ζούσαν κυρίως σε ψυχρές περιοχές και σε μεγάλα υψόμετρα της υποτροπικής ζώνης. Στο απολιθωμένο δάσος Λέσβου βρέθηκαν πρωτόγονα είδη πεύκων που ονομάζονται Pinoxylon paradoxum και Pinoxylon pseudoparadoxum και πρωτόγονες μορφές του σύγχρονου πεύκου του γένους Pinus. Η ύπαρξη απολιθωμάτων αυτών των πεύκων σε κάποιες περιοχές του απολιθωμένου δάσους είναι μια ένδειξη ότι οι περιοχές αυτές βρίσκονταν σε μεγάλο υψόμετρο την εποχή που τα δέντρα ήταν ζωντανά.
Η κουνινχάμια είναι σήμερα αειθαλές κωνοφόρο δέντρο, μέλος της οικογένειας των Κυπαρισσίδων, με μικρά αγκάθια και μπορεί να φτάσει το εντυπωσιακό ύψος των 50 μέτρων. Πριν από περίπου 20 εκατομμύρια χρόνια ήταν αρκετά συνηθισμένο δέντρο στα υποτροπικά δάση της Λέσβου και της υπόλοιπης Ευρώπης με το είδος Cunninghamia miocenica, ενώ τα δύο μοναδικά σημερινά είδη Cunninghamia konishii και Cunninghamia lanceolata περιορίζονται μόνο στο Βόρειο Βιετνάμ, την Ταϊβάν και την Κίνα.
Πριν από 20 εκατομμύρια χρόνια, στα δάση μεγάλων υψομέτρων της νότιας και κεντρικής Ευρώπης, το πρωτόγονο μέλος της οικογένειας της καρυδιάς (γένος Engelhardia) ήταν πολύ σύνηθες δέντρο. Όμως, πριν από περίπου 1,8 εκατομμύριο χρόνια, με τον ερχομό των πρώτων παγετώνων, τα δέντρα αυτά χάθηκαν από την Ευρώπη και σήμερα διασώζονται μόνο σε κάποιους θύλακες στη νοτιοανατολική Ασία και την Κίνα. Στο υποτροπικό δάσος της Λέσβου ζούσε πριν από 20 εκατομμύρια χρόνια το είδος καρυδιάς Engelhardia orsbergensis, του οποίου φύλλα έχουν βρεθεί αποτυπωμένα επάνω στα ηφαιστειακά πετρώματα της περιοχής.
Στα χαμηλότερα υψόμετρα της δυτικής Λέσβου, το δάσος που ζούσε πριν από 20 εκατομμύρια χρόνια αποτελούνταν από κωνοφόρα δέντρα, όπως η σεκόια, αειθαλή αγγειόσπερμα, όπως η δάφνη, και πολλά φυλλοβόλα αγγειόσπερμα, όπως ο σφένδαμος, το σκλήθρο, ο καρπίνος και η βαλανιδιά.
Κι οι σεκόιες
Οι σεκόιες, γιγαντιαία μέλη της οικογένειας των κυπαρισσιών, ζούσαν στα δάση της Λέσβου πριν από 20 εκατομμύρια χρόνια και ανήκαν στα είδη Sequoia abietina, Taxodioxylon gypsaceum και Taxodioxylon albertense. Ήταν πρωτόγονα είδη της σύγχρονης σεκόιας, που ανήκει στο είδος Sequoia sempervirens και είναι ο μεγαλύτερος ζωντανός οργανισμός του πλανήτη μας, αφού κάποια δέντρα φτάνουν σε ύψος περίπου τα 120 μέτρα. Αν και οι πρωτόγονες σεκόιες είχαν μεγάλη εξάπλωση σε ολόκληρο τον πλανήτη, η σύγχρονη φύεται μόνο στη δυτική ακτή της βόρειας Αμερικής, κυρίως στο Όρεγκον και την Καλιφόρνια.
Η δάφνη και τα συγγενικά της είδη δε χρειάζονται ειδικές συστάσεις. Τα σημερινά είδη της οικογένειας της δάφνης, συμπεριλαμβανομένης της δάφνης της ευγενικής ή ελληνικής δάφνης (είδος Laurus nobilis) που είναι κοινή σε ολόκληρη τη Μεσόγειο, απαντώνται σε ζεστά κλίματα σε όλο τον κόσμο. Πρωτόγονες μορφές δάφνης των ειδών Laurus primigenia και Daphnogene polymorpha και άλλες δαφνίδες (είδη Litsea primigenia, Lindera ovate και Oreodaphne heeri) ζούσαν στα δάση της Λέσβου πριν από 20 εκατομμύρια χρόνια.
Πολύ διαδεδομένα στο δάσος της Λέσβου πριν από 20 εκατομμύρια χρόνια ήταν και τα πρωτόγονα κανελλόδεντρα του είδους Cinnamomum polymorphum, επίσης μέλη της οικογένειας των δαφνιδών. Μερικές φορές η διάμετρος του κορμού τους ήταν τεράστια. Τα σημερινά κανελλόδεντρα είναι αειθαλή, θαμνοειδούς μορφής και φτάνουν σε ύψος τα έξι - δέκα μέτρα. Υπάρχουν αρκετά είδη κανελλόδεντρων και όλα ζουν σε υποτροπικές περιοχές κυρίως της νοτιοανατολικής Ασίας. Ο φλοιός τους σήμερα χρησιμοποιείται ως μπαχαρικό.
Οι βαλανιδιές ήταν επίσης πολύ κοινές στο δάσος της Λέσβου πριν από 20 εκατομμύρια χρόνια. Τρία διαφορετικά είδη βαλανιδιάς ζούσαν στο δάσος (Quercus apocynophyllum, Quercus crutiata και Pungiphyllum crutiatum), προγονικές μορφές των διάφορων ειδών βελανιδιάς που φύονται σήμερα στην Ελλάδα, στις βουνοπλαγιές αλλά και σε χαμηλότερα υψόμετρα. Οι σημερινές μορφές φτάνουν σε ύψος τα 10 - 15 μέτρα και είναι φυλλοβόλα ή ημι-φυλλοβόλα. Τα φύλλα τους έχουν χαρακτηριστικό λοβοειδές σχήμα και ο καρπός τους, το βελανίδι, ήταν βασική τροφή στην αρχαία Ελλάδα.
Στις υγρές πεδιάδες των παραλίμνιων περιοχών της Λέσβου φύονταν πριν από περίπου 20 εκατομμύρια χρόνια μεγάλοι φοίνικες, κυπαρίσσια των ελών και λεύκες. Το έδαφος κάλυπταν πυκνές φτέρες. Πολυάριθμοι θάμνοι με βατόμουρα αγκάλιαζαν τα δέντρα και σχημάτιζαν ένα αδιαπέραστο δίχτυ.
Οι σύγχρονοι φοίνικες φτάνουν σε ύψος τα 20 μέτρα και ζουν μόνο σε περιοχές με υγρασία και ζέστη σε τροπικές-υποτροπικές κλιματικές συνθήκες. Έτσι και οι πρωτόγονοι φοίνικες που βρέθηκαν στο απολιθωμένο δάσος της Λέσβου, που ανήκουν στα γένη Palmoxylon και Phoenix, δείχνουν ότι η περιοχή του βορείου Αιγαίου χαρακτηριζόταν από υγρό και ζεστό κλίμα πριν από 20 εκατομμύρια χρόνια.
Τα πρωτόγονα κυπαρίσσια ήταν πολύ συνήθη δέντρα στο ζεστό και υγρό περιβάλλον της Λέσβου πριν από 20 εκατομμύρια χρόνια, με τα είδη Tetraklinis salicornoides και Tetraklinoxylon velitzelosi, ενώ σήμερα τα μεσαίου μεγέθους αειθαλή κωνοφόρα κυπαρίσσια του είδους Cupressus sempervirens είναι από τα πλέον χαρακτηριστικά δέντρα του μεσογειακού τοπίου. Φτάνουν μέχρι και τα 40 μέτρα σε ύψος, έχουν φύλλα σα λέπια και ωοειδή κουκουνάρια. Επίσης, διάφορες ήταν και οι μορφές των κυπαρισσιών των ελών το γένους Glyptostromboxylon, που φύονταν στις παραλίμνιες περιοχές της Λέσβου πριν από 20 εκατομμύρια χρόνια, ενώ τα αντίστοιχα κυπαρίσσια των ελών σήμερα ανήκουν στο είδος Glyptostrobus pensilis και είναι αυτοφυή μόνο σε υποτροπικά δάση της Κίνας και του Βιετνάμ.
Πρωτόγονες μορφές λεύκας του γένους Populus φύτρωναν στο δάσος της Λέσβου πριν 20 εκατομμύρια χρόνια και γι’ 6αυτό σήμερα ανακαλύπτουμε τα πολυάριθμα αποτυπώματα των φύλλων τους μέσα στο πυροκλαστικό υλικό που κάποτε κάλυπτε την περιοχή. Σήμερα, οι λεύκες είναι πολύ διαδεδομένες στην Ελλάδα. Φύονται σε υγρά εδάφη με καλή αποστράγγιση και είναι πολύ ανθεκτικές σε ποικίλες κλιματικές συνθήκες. Γίνονται 10 - 15 μέτρα ψηλές και τα φύλλα τους είναι καρδιόσχημα.
Τα ζώα του υποτροπικού δάσους
Ήδη έχει αναφερθεί ότι το απολιθωμένο δάσος της Λέσβου αποτελεί ένα ολοκληρωμένο οικοσύστημα. Μέχρι τώρα αναφέρθηκαν τα φυτά του οικοσυστήματος, ενώ ένα οικοσύστημα περιλαμβάνει και ζώα. Η παρατήρηση και μελέτη σύγχρονων τροπικών-υποτροπικών οικοσυστημάτων οδηγεί στο συμπέρασμα ότι τέτοιου είδους περιβάλλοντα φιλοξενούν μεγάλη ποικιλία ζώων.
Οι συστηματικές έρευνες που γίνονται από το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Απολιθωμένου Δάσους Λέσβου τα τελευταία χρόνια, έχουν φέρει στο φως ένα εντυπωσιακό απολίθωμα που ανήκει σε ένα μεγάλο θηλαστικό ζώο της ομάδας των Προβοσκιδωτών. Όλα τα ζώα της ομάδας αυτής έχουν προβοσκίδα, που δημιουργήθηκε από τη συνένωση της μύτης και του άνω χείλους τους, γι’ αυτό και η ομάδα που τα περιλαμβάνει ονομάστηκε έτσι.
* Ο Νίκος Ζούρος είναι διευθυντής του Μουσείου Απολιθωμένου Δάσους Λέσβου και αναπληρωτής καθηγητής Τμήματος Γεωγραφίας.