Εκδήλωση οφειλόμενης τιμής στον «αντρειωμένο της τέχνης» ζωγράφο, κορυφαίο αγιογράφο, αρματωμένο συγγραφέα Φώτη Κόντογλου οργάνωσε ο δραστήριος και πρωτοπόρος Πολιτιστικός Σύλλογος Μυτιληναίων Πετρούπολης Αττικής «Ο Θεόφιλος», στις αρχές του χρόνου, με αφορμή την παρουσία του φετινού ημερολογίου του. Κι ο αξέχαστος Καπτα-Φώτας με οδήγησε και με ξεπροβόδισε στο ταξίδι μου:
«Ελλάδα είναι η παραδομένη γεωγραφική έννοια Ελλάδα και η έννοια Μικρασία, ενωμένες και σφιχταγκαλιασμένες εις αιώνα τον άπαντα.» Αυτό διαπίστωσα και πίστεψα ακράδαντα, όταν γύρω στα 1950 πρωτοπήγα στην Τουρκία.
Από τους πρόσφυγες πατριώτες και τους παππούδες μου άκουγα πολλά για τη γη των πατέρων μας, τη Μικρασία. Πριν πάγω στην Τουρκία πέρασα από τον αξέχαστο μεγάλο δάσκαλό μου Φώτη Κόντογλου - Αποστολέλλη για να του πω πως θα ‘μαι στα ποθητά πατρικά του χώματα. Μόνο που δεν έκλαψε με τη θύμηση της πατρίδας του. «Την ποθώ», μου είπε, «τη νοσταλγώ πολύ, αλλά δεν έχω το κουράγιο, όπως το ‘χουν άλλοι, να πάγω τώρα και να τη δω.» Μου διηγήθηκε τόσα με βαθιά συγκίνηση, μου ‘δειξε πάνω σε χάρτη τα κατατόπια τους, και με κατατόπισε τι να δω, εκκλησιές, σπίτια, μοναστήρια, κτήρια, αν υπήρχανε, βουνά, λιμάνια, δρόμους και χωράφια, τα χτήματα που με τον ιδρώτα και το αίμα τους γονιμοποιούσανε τόσα χρόνια. Και η διαπίστωση τότε γύρω στα 1950:
Στην Τουρκία, όταν έφτασα, ο πρώτος ανατολίτικος τόπος που είδα ήτανε το Δικελί. Στη διάρκεια μιας βδομάδας εκεί, πέρασα ή έμεινα σε 40 περίπου πόλεις, χωριά και τουρκικά προάστια. Γενικά σημειώνω.
Το πρόσφατο...
Ήθελα να διαπιστώσω το πρόσφατο - κι όχι το αρχαίο - ελληνικό στοιχείο στη Μικρασία, αυτά που άκουγα από τους πρόσφυγές μας, αυτά που με τόση μεγάλη συγκίνηση μου ιστόρισε ο μεγάλος μας αγιογράφος Φ. Κόντογλου. Απ’ όποιο τουρκικό τόπο περνούσα, έψαχνα να βρω τα ελληνικά, άψυχα κι έμψυχα. Διαπίστωσα την έννοια της Ελλάδας, αλλά οι εντυπώσεις θλιβερές κι αποκαρδιωτικές. Θα θρηνούσανε πικρά κείνοι που τα ‘ζησαν αν αντικρίζανε την άθλια κατάντια τους.
Πρώτα τ’ Αϊβαλί, οι ελληνικές Κυδωνίες, από τα πιο σπουδαία κέντρα του Μικρασιατικού Ελληνισμού. Οι Κυδωνίες ήτανε ο πιο ελληνικός τόπος στη Μικρασία, γιατί ενώ σ’ όλες τις άλλες πολιτείες υπήρχανε Τούρκοι, σε κάμποσες είχε Αρμένηδες, εβραίους και λεβαντίνους, στο Αϊβαλί μόνο, ήταν όλο Έλληνες. Κι ο λόγος, γιατί ήτανε λεύτερο, σαν ξεχωριστό κράτος, επειδή είχε πάρει απίστευτα προνόμια, από το 1780. Τότε συστήθηκε κι η φημισμένη Σχολή, που φώτισε όχι μόνο τη σκλαβωμένη Ελλάδα, αλλά και τον έξω κόσμο, αφού πολλοί σπουδαίοι Ευρωπαίοι σπουδάσανε σ’ αυτή και τη λέγανε Νέα Μίλητο. Το πατριωτικό αίσθημα που είχαν οι Αϊβαλιώτες, όπως μου είπε ο Κόντογλου, δεν περιγράφεται. Η πατρίδα τους χάλασε πολλές φορές από τους Τούρκους, μα ξανάνθισε κι έγινε πολύ πλούσια. Στα 1821 είχε 32.000 κατοίκους. Τα τελευταία χρόνια, πριν από την καταστροφή, είχε φτάσει στ’ αποκορύφωμα, είχε περισσότερους από 40.000 κατοίκους, όλο Έλληνες.
... ελληνικό στοιχείο
Ο Άγγλος συνταγματάρχης Γουίλσον, που τον είχε στείλει ο Βηκόνσφηλδ να μελετήσει την κατάσταση στη Μικρασία, δημοσίευσε μεγάλη έκθεση στην «Ασιατική Επιθεώρηση» του Λονδίνου, μιλά για τη μεγάλη πρόοδο που είδε στους Έλληνες τόσο, ώστε να βεβαιώνει πως, αν βαστούσε έτσι η κατάσταση, μέσα σε 50 χρόνια θα κάναν ένα δυνατό κράτος στην Ασία. Σ’ αυτή την έκθεση εγκωμιάζει την ακμή στις Κυδωνίες, και στο τέλος γράφει: «Στις Κυδωνίες υπάρχει περισσότερη ζωή και δραστηριότητα από κάθε άλλη πολιτεία της Μικράς Ασίας, εκτός από τη Σμύρνη.»
Όλα χαλάσανε και σκορπιστήκανε. Γίνανε φωτιά και στάχτη. Από τους 40.000 κατοίκους που είχε τ’ Αϊβαλί, το 1950, μαζί με το Μοσχονήσι, τα χωριά Μουρανταλί, Αραπλάρ, Κιουτσουκεΐ, αριθμούσε 17.000 ψυχές. Από τις εκκλησιές σώζονταν τούτες: Η μεγάλη του Αγίου Δημητρίου, που οι Τούρκοι τη διατηρούσανε σα μουσείο με την επιγραφή «DEMIRISLERIATELYASΙ», καμένη από μέσα και σε πολύ κακή κατάσταση. Ο Άγιος Δημήτριος ήτανε μεγάλη ενορία στ’ Αϊβαλί, που γινότανε πανηγύρι. Άλλη εκκλησιά που σωζότανε ακόμα ήτανε του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου. Οι Τούρκοι την είχανε κάνει τζαμί με τ’ όνομα Σαατλί Τζαμί, γιατί είναι μια μεγαλοπρεπέστατη εκκλησιά που διατηρότανε σε πολύ καλή κατάσταση. Σωζόταν ακόμα το πανύψηλο καμπαναριό της με το ρολόι, δωρεά του Ανδρόνικου. Στη χάρη του άγιου γινότανε μεγάλο πανηγύρι και λιτανεία. Μια ακόμα εκκλησιά σωζότανε, που οι Τούρκοι την είχανε κάνει ξυλουργείο. Από τις 40 περίπου εκκλησιές και ξωκκλήσια που υπήρχανε γύρω στην περιοχή τ’ Αϊβαλιού, μόνο αυτές οι τρεις που γράφω στέκονταν. Οι άλλες, οι περισσότερες δεν υπάρχουν κι όσες αχνά υπήρχανε κάποτε, είναι χαλάσματα, μάντρες, στάβλοι, θερινοί κινηματογράφοι.
Από τους άλλους τόπους στην Τουρκία που γύρισα, ελάχιστες ελληνικές εκκλησιές είδα να στέκονται σαν κτήρια. Στα Μοσχονήσια είδα τρεις μισογκρεμισμένες εκκλησιές, που η μια ήτανε στάβλος, υπήρχανε μέσα κατσίκες και γαϊδούρια, η άλλη αποχωρητήριο με τούρκικες βρομιές, κι η τρίτη τέσσερις τοίχοι, η μόνη που είδα να υπάρχουνε μερικές μισοσβησμένες τοιχογραφίες. Επίσης στη Μαινεμένη υπήρχαν οι τοίχοι μιας τεράστιας εκκλησιάς, της Αγίας Άννας, και σε τρία - τέσσερα χωριά ακόμα, τα χαλάσματά τους. Από τα μοναστήρια, η Αγία Παρασκευή του Φώτη Κόντογλου, δεν υπάρχει, ο Άγιος Νικόλας στα «Τσαμάκια», επίσης δεν υπάρχει, ο Άγιος Γιάννης ο Πρόδρομος, το ανδρικό μοναστήρι πάνω στο μικρό νησάκι στ’ Αϊβαλί, φαινόντανε τα χαλάσματά του, η Λέκκα Παναγιά, μοναστήρι στο Μοσχονήσι, μισογκρεμισμένο είχε γίνει αποθήκη για τις ελιές. Εν άλλο μοναστήρι πάνω σε μια χερσόνησο είχε γίνει μάντρα για πρόβατα και κατσίκες και τα μοναστήρια Άγιος Γιώργης το «Ψηφί», Ταξιάρχης και Άγιος Δημήτρης του «Σέλινα» είναι κατακαμένα. Κάτω από τις μοναδικές τοιχογραφίες που είδα στο Μοσχονήσι, διάβασα τα εξής ελληνικά ονόματα: «Δαπάνη Φ.Γ. Τσακύρη», «Δαπάνη Ν.Δ. Κυπραίου», «Δαπάνη Ι.Π. Αντωνιάδη». Είναι πολύ συγκινητικό να βλέπεις τέτοιες σπουδαίες εκκλησιές μέσα σε βάρβαρο χώρο, να διαβάζεις ελληνικές επιγραφές, να ζεις με τη φαντασία σου παλιές καλές ελληνικές μέρες και να λείπει απ’ όλα αυτά η ζωή, η ψαλμουδιά, το ρωμαίικο πανηγύρι. Ανάλαφρα πετά από πάνω τους η ελληνική ψυχή, το πνεύμα της γόνιμης δημιουργίας, που παλεύουνε να το διατηρήσουνε και να το κρατήσουν από μόνα τους όσους χρόνους ανάποδους μπορούνε.
«Εδώ ήτανε Ρωμιοσύνη»
Χαλάσματα παντού βουβά, μα που συγκινούνε και δείχνουνε το παρόν σε κάθε Έλληνα, του φωνάζουνε μυστικά πως εδώ ήτανε Ρωμιοσύνη. Στη Σμύρνη με τις εκκλησιές της, τις σχολές, τα νοσοκομεία, τα πτωχοκομεία, τα διάφορα κτήρια, υπάρχουν ακόμα στην Προκυμαία, που οι Τούρκοι τη λένε «Γκιαούρ Ιζμίρ», «Άπιστη Σμύρνη», επειδή ήτανε χριστιανική. Στην Πέργαμο, που από την Ακρόπολή της ως την άλλη άκρη κραυγάζει πως ήταν ελληνική από τα παλιά χρόνια. Στα Βουρλά με την «Αναξαγόρειο Σχολή» κι όπου περνούσε τα καλοκαίρια του ο Νομπελίστας ποιητής Γιώργος Σεφέρης και σήμερα οι Τούρκοι το κτήριο έχουνε κάνει ξενοδοχείο, εστιατόριο και μπαρ με τ’ όνομά του και φωτογραφίες του. Στο Αϊδίνι με τα μεγάλα παζάρια του, στην Παλιά και τη Νέα Φώκαια, μ’ ένα σωρό εκκλησιές γιατί τις κατοικούσαν όλο Έλληνες, στην Προύσσα με τα φημισμένα σχολειά της τα «Ζαρίφεια», και πολλές άλλες ξακουστές ελληνικές πολιτείες στην Ανατολή, όπως η Μαγνησία, το Δικελί, το Γιανιτσαροχώρι, τα Μοσχονήσια, τα Σώκια, το Κεμέρι, η Αρτάκη, ο Τσεσμές, το Φρένελι, τα Μουντανιά, το Αδραμύτι, τ’ Αλάτσατα, η Κίος, η Πάνορμος, το Μιχαλίτσι, η Φιλαδέλφεια, ο Κασαμπάς, ο Μαρμαράς, η Μάκρη, η Κιουτάχεια, η Αττάλεια, η Μανίσσα, η Μαινεμένη και σε πολλές άλλες πολιτείες στη Μικρασία που σε τούτο το γραφτό μου δεν ιστορώ τα καθέκαστα για την κάθε μια ξεχωριστά, ούτε να τις μετρήσω, αυτές που στον Πόντο και στην Καππαδοκία με τ’ αρχαιότατα κάστρα και τις εκκλησιές του Ελληνισμού στάθηκαν η άγια τράπεζα της Ορθοδοξίας.
Αμέτρητες εκκλησιές
Οι Μικρασιάτες Έλληνες αγαπούσαν από κάθε άλλους περισσότερο τη θρησκεία, γι’ αυτό είχαν αμέτρητες εκκλησιές, που οι Τούρκοι τις γκρέμισαν ή κάναν ό,τι θέλανε. Η Ανατολή ήταν αληθινό Βυζάντιο. Δεν περνούσε μέρα που να μη γινότανε σε κάποια εκκλησιά ή ξωκκλήσι λειτουργιά, λιτανεία, πανηγύρι. Ψέλνανε μικροί - μεγάλοι κι η παράδοση ήτανε βαθιά στις καρδιές τους. Στα χρόνια της σκλαβιάς και της δουλείας, πολλοί μαρτυρήσανε για τη χριστιανική πίστη κι αγιάσανε. Ένας απ’ αυτούς κι ο Άι-Γιώργης ο Χιοπολίτης, που οι Κυδωνιάτες είχανε πολιούχο.
Από τ’ άλλα ελληνικά κτήρια που σώζονται ακόμα στην Τουρκία κι έχουνε τη σφραγίδα της δεξιοσύνης, της μαστοριάς, της προόδου, του πολιτισμού, είναι τα νοσοκομεία και τα σχολεία. Αυτά διατηρούνται τα περισσότερα, γιατί είναι χρήσιμα. Τα βρήκαν έτοιμα από τους Έλληνες και τα χρησιμοποιούν, αλλά η βρομιά τους δεν περιγράφεται. Στα Μοσχονήσια, το περίφημο «παλάτι του Δεσπότη», ένα μεγαλοπρεπέστατο κτήριο, είχε γίνει σχολείο κι ορφανοτροφείο, αηδίαζες να μπεις μέσα. Από πολλές γειτονιές όταν περνάς νομίζεις και βρίσκεσαι σ’ ελληνικό τόπο. Σπίτια πετρόχτιστα - τα τούρκικα είναι με πλίθους - με μπαλκονάκια, γλάστρες, χρονολογίες πάνω από τις πόρτες, σκαλισμένα λαϊκά σχέδια σε πλάκες, όπως κυπαρίσσια, πύργοι που τους ανταμώνουμε σε Πήλιο, Μυτιλήνη, όλ’ αυτά φωνάζουνε πως κάποτε τα κατοικούσανε και ζούσαν Έλληνες.
Η ελληνική γλώσσα
Το πιο ζωντανό ελληνικό στοιχείο που σωζότανε το 1950 στην Τουρκία, και δεν ξέρω αν υπάρχει ακόμα, αυτό που φανερώνει την έννοια Ελλάδα σφιχταγκαλιασμένη με τη Μικρασία, είναι η ελληνική γλώσσα. Είναι απίστευτο αυτό που μαρτυρώ. Υπήρχαν στην Τουρκιά χωριά που μιλούσανε την ελληνική γλώσσα, συνεννοούνταν ελληνικά, οι μανάδες φωνάζανε τα παιδιά τους κι αυτά απαντούσαν ελληνικά. Δύο τέτοια χωριά πέρασα. Την Τσούντα στα Μοσχονήσια και το Ολμπαλτζίκ. Στην Τσούντα κατοικούσαν όλο Κρητικοί, Χανιώτες, Ρεθεμνιώτες, 4 - 5.000 ζωές. Μιλούσανε την παλιά κρητική ντοπιολαλιά και μου ‘τυχε τούτο το συγκινητικό περιστατικό. Καθώς έβγαινα από μια εκκλησιά, όπου μπήκα για φωτογραφίες, μια γυναίκα με το παιδάκι της που στεκότανε στην ξώπορτά της με φώναξε να πάγω κοντά: «Εφέντη μ’, έλα να σε δω.» Μόλις άκουσα ελληνικά, πήγα. «Καλημέρα, τι κάνεις;» Τη ρωτώ. «Καλά», μου απάντησε, «τσ η αφεντιά σου από την Ελλάδα είναι;» «Ναι», της λέγω. «Εσύ από πού είσαι;» Δεν απάντησε στην ερώτησή μου, αλλά μου είπε: «Εφέντη μ’, δώσε ένα παρά, να χαρείς τη χέρα σου, για το κοπέλλι.» Της απάντησα πως δεν είχα τούρκικα κέρματα, αλλά ελληνικά. «Εφέντη μ’, να ζήσεις χίλια χρόνια δείξε μου ένα ελληνικό παρά να θυμηθώ την Κρήτη!» Της έδωσα μια ελληνική δραχμή, κι όταν την πήρε στα χέρια της δάκρυσε από συγκίνηση. Στο Ολμπαλτζίκ κατοικούσανε Θράκες, που κι αυτοί μιλούσανε την ελληνική σαν πρώτη γλώσσα τους. Χαρακτηριστικό σ’ αυτό το χωριό, που φανερώνει ελληνικότητα, είναι τα σπίτια και η ρυμοτομία στο χωριό. Σπίτια πέτρινα μ’ εξωτερικές σκάλες, όχι ψηλά, με μεγάλες αυλές, το ένα πίσω από τ’ άλλο, σε συμμετρική σειρά όλα. Καθαυτού θρακιώτικα.
Αυτά και πολλά άλλα απομείνανε στην Ανατολή από τους Έλληνες, ζωντανά και φωναχτά ελληνικά στοιχεία, που σου φέρνουνε θλίψη να τα βλέπεις στην κατάσταση που βρίσκονται, με το βάρβαρο χέρι που τ’ άγγιξε. Στην Καππαδοκία δεν υπάρχει αγιογραφία που να μην έχουνε βγάλει τα μάτια της. Αλλά, γι’ αυτά σ’ άλλο γραφτό μου.