Το γράμμα του παππού

01/07/2012 - 05:56
Άνοιξε το συρτάρι της κουζίνας, άρπαξε ένα κοφτερό μαχαίρι και με τα χοντροδάχτυλά του, βάλθηκε να κόβει λεπτές φλούδες μέχρι που κατάφερε να σάξει τη μαύρη μύτη του μολυβιού ίδια μ’ αυτή που του ‘δειχνε και τον κορόιδευε το οκτάχρονο εγγόνι του.
Άνοιξε το συρτάρι της κουζίνας, άρπαξε ένα κοφτερό μαχαίρι και με τα χοντροδάχτυλά του, βάλθηκε να κόβει λεπτές φλούδες μέχρι που κατάφερε να σάξει τη μαύρη μύτη του μολυβιού ίδια μ’ αυτή που του ‘δειχνε και τον κορόιδευε το οκτάχρονο εγγόνι του.
«Τώρα παππού γράφε. Θυμάσαι την αλφαβήτα;»
«Θυμάμαι, μα, δύσκολη.»
Έβαλε μετά το μολύβι στο στόμα, το σάλιωσε να γλιστράει, πήρε μια χοντρή κόλλα χαρτί, ζούληξε το μολύβι απάνω, το τράβαγε, κι έβλεπε να ξεπετιούνται τα γράμματα μπροστά του. Πετιόντουσαν, μα δε στέκονταν. Μόναχα κάτι παράξενες χαρακιές αφήνανε. Συλλογίστηκε κάμποσο, ξανασάλιωσε το μολύβι, τα κατάφερε, άπλωσε κάνε δυο άλφα στο άσπρο χαρτί, έβαλε μετά κι άλλη δύναμη, άκουσε ένα βάναυσο τσακ κι είδε τη μαύρη μύτη να πετιέται με δύναμη πέρα. Πήρε τη μεγάλη απόφαση κι απότομα, σχεδόν θυμωμένος, είπε στο Σάκη.
«Εσύ τα γράφεις πιο όμορφα. Γω θα σου λέω.»
Γέλασε δυνατά ο Σάκης, πήρε μολύβι και χαρτί, ετοιμάστηκε.
Έξυσε την κεφαλή του ο γέρος, περίμενε λίγο ακόμα κι απότομα άρχισε.
«Άμα ακούς Αϊ Βασίλη και τους γέρους, διάβασε το γράμμα μου και πράξε.»
Σταμάτησε πάλι, τον παρότρυνε σπρώχνοντάς τον ο μικρός, συνέχισε.
«Άκου να σου πω Αϊ Βασίλη, θα διαβάσεις πρώτα των παιδιών κι άμα σου περισσέψει ώρα, διάβασε και τούτο.»
«Λέγε παππού,» τον γκάρδιωνε ο Σάκης.
«Εγώ, που λες, δε θέλω τίποτα για τα μένα. Είμαι ένας φτωχός άρχοντας. Κατάλαβες; Έχω φαγωμένη τη ζωή με το κουτάλι. Απ’ ούλα είμαι χορτασμένος, μα κοίτα τούτα τα πλάσματα τα αθώα που εμείς χαλάσαμε τον κόσμο κι αυτά θε να πληρώσουν τα σπασμένα. Κι άκου, έλα να σου πω εμπιστευτικά, σκύψε, γέρασες πια μπάρμπα Βασίλη. Κι εγώ γέρασα. Ένα αγγόνι έχω εγώ, μα κατάδικό μου, ο σπόρος μου βλάστησε κι ηύγε όμορφο, χιλιάδες, εκατομμύρια κατά που λένε, εσύ. Δεν είναι αίμα σου, μα, ξέρω, τα αγαπάς και κάθε πρωτοχρονιά, αξημέρωτα, ρίχνεις βουτιά στις καμινάδες με τσουβάλια αστραφτερά, με μπότες κατακόκκινες, με χοντρά ρούχα και έχουν να πουν πως δεν αφήνεις κανένα κοπέλι παραπονεμένο. Άκουσα που λες, κουτσομπολιά ή σοβαρές κουβέντες δεν ξέρω, μα το άκουσα, πως πολυέξοδος, λέει, είσαι και πρέπει να σε πετσοκόψουν να κάνουνε οικονομία οι τρανοί που τρώνε με δέκα μασέλες. Πάρε το χαμπάρι το λοιπόν και κάνε κάτι. Κι επειδής σε βλέπουν γερασμένο γιαυτό ως φαίνεται θέλουν να σε ξαποστείλουν. Ψάξε που λες εκεί που γυρνάς όλο τον κόσμο, δε γίνεται, θα βρεις κανένα βοτάνι, μα γλήγορα, να ξανανιώσεις, να δυναμώσεις. Τι θ’ απογίνουν τα εκατομμύρια εγγόνια σου χωρίς τα μεταξένια σου γένια, χωρίς το γλυκό χαμόγελό και τα ζεστά χοντρά σου φρύδια που σμίγουν με τα ματόγυαλα και τα καλοσυνάτα σου μάτια; Τι θα προσμένουν εξόν τον κόκκινο σάκο στην πλάτη σου που ξεχειλίζει χαρά κι ευτυχία; Κι άμα βρεις το βοτάνι ετούτο, κάνε μου τη χάρη, πέψε μου μια, μόνο μια δόση, να ξαναγίνω κι εγώ νιος. Και πού είσαι. Χουβαρντάς από γεννοφάσκια σου είσαι, κάμε πολλά φακελάκια με το βοτάνι, σφράγισέ τα γερά, γράψε κι απάνω καθαρά την αντρέσσα κάμποσων γερόντων ακόμα, μα μυαλωμένων και με αγάπη για τον άνθρωπο, και κανόνισε. Στείλε τα, ή άμα δε βαριέσαι άμε τα ο απατός σου και πε τους από μέρους μου, να ανταμώσουμε σε ένα τόπο, να σμίξουμε πείρα, γνώση και καρδιά, να αρπάξουμε καρδιόβολα και να κάμουμε μια ειρηνικιά επανάσταση και τότες σου, να μου το θυμάσαι, με τα όσα έχουνε δει τα μάτια μας, τα όσα σπουδάξαμε σε σκολειά κι αγώνες πατριωτικούς και με τη σοφία που κουβαλάμε θε να αλλάξουμε τη γης ολάκερη. Τι καμώματα μαθές να κλέβουν το βιος μας και να θέλουν οι αντίθρησκοι πιο πολλούς παράδες για τα κάνουνε μπόμπες, να σκοτώνουν τα εγγόνια μας; Με ακούς κυρ Βασίλη μου; Για το δικό μου, το δικό σου, ολάκερης της Οικουμένης το καλό μιλώ, και κάνε τούτο που σου γράφω. Αγράμματος είμαι, εγώ μιλώ, μα το πρωτέγγονό μου, που να ‘χει την ευκή μου, γράφει και κλαίει. Άκουσέ το.»

ΥΓ. Άμα έχεις τη δύναμη, καλοθρεμμένος φαίνεσαι, δώσε μια, και ξανασάξε τον κόσμο. Πέταξε τα όπλα και βάνε βιβλία στη θέση τους. Και παιγνίδια. 

Γιώργος Καμβυσέλλης
Giorgiok1936@yahoo.gr 

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey